Της KATHRYN HARRISON / The New York Times
Πριν από το ψέμα, ας προχωρήσουμε σε μια εξομολόγηση. Εχω εμμονή με τις χριστουγεννιάτικες κάλτσες που κρεμάμε κάθε χρόνο στο τζάκι περιμένοντας τον Αη Βασίλη. Ως παιδί κρεμούσα πάντα τη δική μου, και πάντα η μητέρα μου τη γέμιζε με δώρα. Ηταν μόλις δεκαοκτώ χρόνων όταν γεννήθηκα και καθώς ένιωθε ανίκανη να σηκώσει το βάρος της μητρότητας, σε τόσο νεαρή ηλικία, με έδωσε στους γονείς της. Εμφανιζόταν μόνο τα Σαββατοκύριακα και στις γιορτές.
Ομως, είχε αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα ορισμένα καθήκοντα. Το πρωί των Χριστουγέννων, κάθε χρονιά, γέμιζε την αγκαλιά μου μια πλημμύρα από μικρά δώρα. Από τον τρόπο που είχαν τυλιχθεί, γνώριζα ποιος τα είχε φροντίσει. Ολα περιποιημένα, όλα τυλιγμένα σε χαρτί πολύ πιο εντυπωσιακό από αυτό που θα διάλεγε η γιαγιά μου.
Μόνη με τους θησαυρούς μου, η μοναδική ξύπνια μέσα στο σπίτι, έλυνα προσεκτικά κάθε κορδέλα και φιόγκο και τύλιγα σε τετράγωνο το χαρτί περιτυλίγματος. Ενα βιβλίο με ποιήματα στο μέγεθος γραμματοσήμου, με πραγματικές, τυπωμένες σελίδες, ένα σπάνιο κοχύλι με ρόδινο χρώμα, μια μικρή αρκούδα σκαλισμένη σε ξύλο. Κάθε χρόνο η κάλτσα μου ήταν γεμάτη με δώρα, τόσα ώστε να πειστώ ότι η νεαρή μου μητέρα, που δεν την έβλεπα σχεδόν ποτέ, μου έδινε σημασία, τόση ώστε να γνωρίζει όλες μου τις επιθυμίες.
Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για τον Αγιο Βασίλη. Ομως ήταν αυτός που μου έφερνε το μοναδικό πράγμα που λαχταρούσα: την απόδειξη ότι, αν και τα πράγματα έμοιαζαν διαφορετικά τον υπόλοιπο χρόνο, η μητέρα μου με αγαπούσε. Και αυτό το παιχνίδι μού άρεσε και το συνέχιζα επί πολλά χρόνια, αφού το παραμύθι της νεράιδας που έπαιρνε τα δόντια και του πασχαλινού λαγού είχαν διαλυθεί, αφού οι ήρωές τους έπαψαν να υπάρχουν επειδή ήταν πλάσματα της παιδικής φαντασίας. Αντιθέτως, πάντα υποδείκνυα ότι τα μπισκότα και το κακάο που είχαμε αφήσει για τον Αγιο Βασίλη είχαν φαγωθεί και ότι είχε σχηματιστεί με στάχτες ένα αχνάρι από το τζάκι μέχρι το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ως μητέρα, ουδέποτε αναρωτήθηκα πόσο χρόνο θα έπρεπε να καλλιεργώ το ψέμα του Αη Βασίλη. Ηταν προφανές ότι έπρεπε να το κάνω για όσο ήταν δυνατό. Οι κρεμασμένες στο τζάκι κάλτσες παρέμειναν ένα κομμάτι των Χριστουγέννων που αγαπούσα πιο πολύ από όλα και άρχιζα να μαζεύω μικροδωράκια για τα τρία μας παιδιά ήδη από το Αύγουστο. Βάζοντας τα κουλουράκια και το κακάο από νωρίς δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δένδρο, διαβάζοντας τη «Νύχτα πριν τα Χριστούγεννα» με πάθος, κάναμε τα παιδιά τόσο ανυπόμονα για την επίσκεψή του ώστε αρνούνταν να πέσουν για ύπνο. Στις τρεις τα ξημερώματα χοροπηδούσαν πάνω στο κρεβάτι μας, φωνάζοντας και δείχνοντάς μας από το παράθυρο ένα σημείο στον ουρανό, όπου είχαν δει το έλκηθρο να σέρνεται από τους τάρανδους.
Ομως, η μέθοδος αυτή απέτυχε με το μεσαίο μας παιδί. Ο γιος μας, γυρνώντας μια ημέρα από το σχολείο, όταν πήγαινε στην τρίτη δημοτικού, μας είπε «γιατί δεν μου το είπατε;». Ξαφνικά είχε καταλάβει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι οι φίλοι του που τον κορόιδευαν στο σχολείο είχαν δίκιο. Δεν υπήρχε Αγιος Βασίλης και αν το πίστευε ήταν μωρό. Τον είχα προδώσει, επειδή δεν τον είχα εξοπλίσει με την αλήθεια.
Σήμερα το μικρότερο παιδί μας είναι εννιά ετών. Κι όμως αρνείται να πιστέψει ότι ο Αγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Οποτε με ρωτάει αν πραγματικά υπάρχει ο κοκκινοντυμένος άγιος, της απαντώ ότι κάποιοι πιστεύουν ότι υπάρχει και κάποιοι άλλοι το αρνούνται. Μπορεί, άραγε, να είναι κανείς «αγνωστικιστής» με τον Αγιο Βασίλη, όπως είναι ορισμένοι με τον Θεό, να μη γνωρίζει αν υπάρχει ή αν είναι μύθος; Αναρωτήθηκε.
Της απάντησα καταφατικά και της θύμισα την ιστορία με τη νεράιδα των δοντιών, που υποτίθεται ότι ερχόταν και έπαιρνε τα δόντια που τους έπεφταν και άφηνε στη θέση τους κάποιο δωράκι. Σε ηλικία πέντε ετών, όταν βρήκε το μικρό ασημένιο κουτί όπου φύλαγα τα δόντια των παιδιών, με είχε ρωτήσει γιατί τα έχω εγώ. Γιατί εγώ είμαι η νεράιδα των δοντιών, της είχα απαντήσει. Και γέλαγε πάντα με αυτή την απάντηση, μέχρι που μία ημέρα δεν γέλασε. «Εσύ είσαι, λοιπόν, η νεράιδα. Μου έλεγες την αλήθεια όλο αυτό τον καιρό», έλεγε ξανά και ξανά. Εκλαιγε και την πήρα στην αγκαλιά μου και της διηγήθηκα την ιστορία της αδελφής της, που ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Μια φορά, όταν μπήκα να πάρω από το μαξιλάρι της το δόντι και να της αφήσω ένα δωράκι, την ξύπνησα. Ημουν σίγουρη ότι με είχε δει, αλλά γύρισε από το άλλο πλευρό και κοιμήθηκε.
Το άλλο πρωί, όταν ξύπνησε, με φώναξε στο δωμάτιό της να μου δείξει τι της είχε φέρει η νεράιδα. Και τότε μου είπε ότι είδε τη νεράιδα και ότι μου έμοιαζε και ότι δεν πέταξε από το παράθυρο αλλά μπήκε στο δωμάτιο από την πόρτα. Πίστεψα ότι ο μύθος αυτός είχε τελειώσει. Κι όμως, οκτώ χρόνων, αν και θα μπορούσε να διαλύσει, να σκοτώσει το παραμύθι, αυτή επέλεξε να πιστεύει...
Πριν από το ψέμα, ας προχωρήσουμε σε μια εξομολόγηση. Εχω εμμονή με τις χριστουγεννιάτικες κάλτσες που κρεμάμε κάθε χρόνο στο τζάκι περιμένοντας τον Αη Βασίλη. Ως παιδί κρεμούσα πάντα τη δική μου, και πάντα η μητέρα μου τη γέμιζε με δώρα. Ηταν μόλις δεκαοκτώ χρόνων όταν γεννήθηκα και καθώς ένιωθε ανίκανη να σηκώσει το βάρος της μητρότητας, σε τόσο νεαρή ηλικία, με έδωσε στους γονείς της. Εμφανιζόταν μόνο τα Σαββατοκύριακα και στις γιορτές.
Ομως, είχε αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα ορισμένα καθήκοντα. Το πρωί των Χριστουγέννων, κάθε χρονιά, γέμιζε την αγκαλιά μου μια πλημμύρα από μικρά δώρα. Από τον τρόπο που είχαν τυλιχθεί, γνώριζα ποιος τα είχε φροντίσει. Ολα περιποιημένα, όλα τυλιγμένα σε χαρτί πολύ πιο εντυπωσιακό από αυτό που θα διάλεγε η γιαγιά μου.
Μόνη με τους θησαυρούς μου, η μοναδική ξύπνια μέσα στο σπίτι, έλυνα προσεκτικά κάθε κορδέλα και φιόγκο και τύλιγα σε τετράγωνο το χαρτί περιτυλίγματος. Ενα βιβλίο με ποιήματα στο μέγεθος γραμματοσήμου, με πραγματικές, τυπωμένες σελίδες, ένα σπάνιο κοχύλι με ρόδινο χρώμα, μια μικρή αρκούδα σκαλισμένη σε ξύλο. Κάθε χρόνο η κάλτσα μου ήταν γεμάτη με δώρα, τόσα ώστε να πειστώ ότι η νεαρή μου μητέρα, που δεν την έβλεπα σχεδόν ποτέ, μου έδινε σημασία, τόση ώστε να γνωρίζει όλες μου τις επιθυμίες.
Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκα για τον Αγιο Βασίλη. Ομως ήταν αυτός που μου έφερνε το μοναδικό πράγμα που λαχταρούσα: την απόδειξη ότι, αν και τα πράγματα έμοιαζαν διαφορετικά τον υπόλοιπο χρόνο, η μητέρα μου με αγαπούσε. Και αυτό το παιχνίδι μού άρεσε και το συνέχιζα επί πολλά χρόνια, αφού το παραμύθι της νεράιδας που έπαιρνε τα δόντια και του πασχαλινού λαγού είχαν διαλυθεί, αφού οι ήρωές τους έπαψαν να υπάρχουν επειδή ήταν πλάσματα της παιδικής φαντασίας. Αντιθέτως, πάντα υποδείκνυα ότι τα μπισκότα και το κακάο που είχαμε αφήσει για τον Αγιο Βασίλη είχαν φαγωθεί και ότι είχε σχηματιστεί με στάχτες ένα αχνάρι από το τζάκι μέχρι το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ως μητέρα, ουδέποτε αναρωτήθηκα πόσο χρόνο θα έπρεπε να καλλιεργώ το ψέμα του Αη Βασίλη. Ηταν προφανές ότι έπρεπε να το κάνω για όσο ήταν δυνατό. Οι κρεμασμένες στο τζάκι κάλτσες παρέμειναν ένα κομμάτι των Χριστουγέννων που αγαπούσα πιο πολύ από όλα και άρχιζα να μαζεύω μικροδωράκια για τα τρία μας παιδιά ήδη από το Αύγουστο. Βάζοντας τα κουλουράκια και το κακάο από νωρίς δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δένδρο, διαβάζοντας τη «Νύχτα πριν τα Χριστούγεννα» με πάθος, κάναμε τα παιδιά τόσο ανυπόμονα για την επίσκεψή του ώστε αρνούνταν να πέσουν για ύπνο. Στις τρεις τα ξημερώματα χοροπηδούσαν πάνω στο κρεβάτι μας, φωνάζοντας και δείχνοντάς μας από το παράθυρο ένα σημείο στον ουρανό, όπου είχαν δει το έλκηθρο να σέρνεται από τους τάρανδους.
Ομως, η μέθοδος αυτή απέτυχε με το μεσαίο μας παιδί. Ο γιος μας, γυρνώντας μια ημέρα από το σχολείο, όταν πήγαινε στην τρίτη δημοτικού, μας είπε «γιατί δεν μου το είπατε;». Ξαφνικά είχε καταλάβει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι οι φίλοι του που τον κορόιδευαν στο σχολείο είχαν δίκιο. Δεν υπήρχε Αγιος Βασίλης και αν το πίστευε ήταν μωρό. Τον είχα προδώσει, επειδή δεν τον είχα εξοπλίσει με την αλήθεια.
Σήμερα το μικρότερο παιδί μας είναι εννιά ετών. Κι όμως αρνείται να πιστέψει ότι ο Αγιος Βασίλης δεν υπάρχει. Οποτε με ρωτάει αν πραγματικά υπάρχει ο κοκκινοντυμένος άγιος, της απαντώ ότι κάποιοι πιστεύουν ότι υπάρχει και κάποιοι άλλοι το αρνούνται. Μπορεί, άραγε, να είναι κανείς «αγνωστικιστής» με τον Αγιο Βασίλη, όπως είναι ορισμένοι με τον Θεό, να μη γνωρίζει αν υπάρχει ή αν είναι μύθος; Αναρωτήθηκε.
Της απάντησα καταφατικά και της θύμισα την ιστορία με τη νεράιδα των δοντιών, που υποτίθεται ότι ερχόταν και έπαιρνε τα δόντια που τους έπεφταν και άφηνε στη θέση τους κάποιο δωράκι. Σε ηλικία πέντε ετών, όταν βρήκε το μικρό ασημένιο κουτί όπου φύλαγα τα δόντια των παιδιών, με είχε ρωτήσει γιατί τα έχω εγώ. Γιατί εγώ είμαι η νεράιδα των δοντιών, της είχα απαντήσει. Και γέλαγε πάντα με αυτή την απάντηση, μέχρι που μία ημέρα δεν γέλασε. «Εσύ είσαι, λοιπόν, η νεράιδα. Μου έλεγες την αλήθεια όλο αυτό τον καιρό», έλεγε ξανά και ξανά. Εκλαιγε και την πήρα στην αγκαλιά μου και της διηγήθηκα την ιστορία της αδελφής της, που ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη. Μια φορά, όταν μπήκα να πάρω από το μαξιλάρι της το δόντι και να της αφήσω ένα δωράκι, την ξύπνησα. Ημουν σίγουρη ότι με είχε δει, αλλά γύρισε από το άλλο πλευρό και κοιμήθηκε.
Το άλλο πρωί, όταν ξύπνησε, με φώναξε στο δωμάτιό της να μου δείξει τι της είχε φέρει η νεράιδα. Και τότε μου είπε ότι είδε τη νεράιδα και ότι μου έμοιαζε και ότι δεν πέταξε από το παράθυρο αλλά μπήκε στο δωμάτιο από την πόρτα. Πίστεψα ότι ο μύθος αυτός είχε τελειώσει. Κι όμως, οκτώ χρόνων, αν και θα μπορούσε να διαλύσει, να σκοτώσει το παραμύθι, αυτή επέλεξε να πιστεύει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου