O κύριος Μπίντερμαν και οι εμπρηστές

ΑΡΘΡΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Από την  Σώτη Τριανταφύλλου

Ο Ελβετός συγγραφέας Μαξ Φρις έγραψε το θεατρικό έργο «Ο κύριος Μπίντερμαν και οι εμπρηστές» το 1953 σαν μια μεταπολεμική παραβολή.  

Η ιστορία και το θέμα μού φαίνονται επίκαιρα: η φανταστική πόλη που περιγράφει ο Φρις, στην οποία εισβάλλουν πυρομανείς, μοιάζει με την Ελλάδα, τη χωρίς σύνορα και νόμους. Οι εμπρηστές, μεταμφιεσμένοι σε γυρολόγους, πείθουν τους κατοίκους να τους δεχτούν στα σπίτια τους, εγκαθίστανται στις σοφίτες και απεργάζονται την καταστροφή.

«Ο κύριος Μπίντερμαν και οι εμπρηστές» θεωρήθηκε μεταφορά για τον ναζισμό και τον κομμουνισμό: οι «φιλήσυχοι» πολίτες είναι ανίσχυροι μπροστά στο Κακό· του ανοίγουν την πόρτα να μπει στη σοφίτα τους· του προσφέρουν στέγη και τροφή. 

Στην αρχή του έργου ο κύριος Μπίντερμαν διαβάζει στην εφημερίδα τα παθήματα συμπολιτών του που άφησαν να μπουν στο σπίτι τους ψευτο-γυρολόγοι: «Δεν έπρεπε να ανοίξουν» λέει αυτάρεσκα, αλλά, προτού περάσουν μερικά λεπτά, εμφανίζεται στην πόρτα του ο πρώτος γυρολόγος και με τακτική εκφοβισμού και πειθούς καταφέρνει να στρογγυλοκαθίσει στη σοφίτα. Σε λίγο το σπίτι του Γκότλιμπ και της Μπαμπέτε Μπίντερμαν βρίσκεται υπό κατοχή.

Καθώς εξελίσσεται η δράση, καταφτάνει δεύτερος εμπρηστής και προτού ο Μπίντερμαν συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει, η σοφίτα του είναι γεμάτη μπιτόνια με βενζίνη. Και σαν να μην αρκεί αυτό, βρίσκεται στην παράδοξη θέση να βοηθάει τους εμπρηστές –να τους προμηθεύει σπίρτα, να μετράει μαζί τους τα φιτίλια–αρνούμενος να παραδεχθεί τη φρίκη που τον περιμένει. Γίνεται συνένοχος στο έγκλημα εναντίον του εαυτού του.

Στην ελληνική κατάσταση, ο μικροαστός επιχειρηματίας Γκότλιμπ Μπίντερμαν είμαστε όλοι εμείς που ανεχτήκαμε για πολλές δεκαετίες την πολιτική αλητεία της δεξιάς και της αριστεράς με την ψευδαίσθηση ότι οι εμπρηστές δεν θα εισδύσουν στο σπίτι μας.Ωστόσο, μια οποιαδήποτε μέρα της ελληνικής ζωής επιβεβαιώνει ότι «Ο κύριος Μπίντερμαν και οι εμπρηστές» παίζεται ξανά και ξανά μπροστά σε έναν αδιάφορο χορό αρχαίας τραγωδίας ο οποίος –όπως συμβαίνει με τον χορό στο θέατρο– σχολιάζει τα τεκταινόμενα χωρίς να παρεμβαίνει. Είμαστε θεατές –και συνένοχοι– της καταστροφής μας.

Διαβάζω λοιπόν ότι «έχει ξεσπάσει σάλος στην πανεπιστημιακή κοινότητα από την απίστευτη κίνηση μιας ομάδας 250-300 μεταναστών να καταλάβουν το κτίριο της Νομικής στην οδό Σόλωνος. Οι μετανάστες, που ήρθαν από την Κρήτη, ξεκίνησαν απεργία πείνας ζητώντας τη νομιμοποίησή τους, ενώ παρόμοια κατάληψη από περίπου 50 μετανάστες έχει γίνει στο Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Η είσοδος της Νομικής Αθηνών επί της οδού Σόλωνος δόθηκε για στέγαση στους Αφγανούς μετανάστες με τη “συνδρομή” κυρίως της φοιτητικής παράταξης Αριστερή Ενότητα (ΑΡΕΝ) του Συνασπισμού μαζί με ανθρωπιστικές οργανώσεις». 

Μα, αναρωτιέμαι, γιατί «σάλος»; Η «πανεπιστημιακή κοινότητα» έχει υποθάλψει τέτοιες «απίστευτες κινήσεις», υπακούοντας συστηματικά στις συνδικαλιστικές οργανώσεις της άκρας αριστεράς – στην «απίστευτη» τυραννία τους, στη βλακεία τους, στον σκοταδισμό τους· όλοι οι πολίτες έχουν επιδείξει ανοχή στον Συνασπισμό, στο ΚΚΕ καθώς και σε ασπόνδυλες και φαντασματικές κυβερνήσεις. Γιατί λοιπόν ξαφνικά «σάλος»; 

Δεν αποδεχτήκαμε την απουσία μεταναστευτικής πολιτικής; Δεν ανεχτήκαμε στρατόπεδα μεταναστών; Δεν υπακούσαμε στους περιορισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συνέβαλαν ώστε να γίνει η Ελλάδα κέντρο υποδοχής εξαθλιωμένων από όλον τον κόσμο; 

Απεργοί πείνας υπήρχαν για πολλούς μήνες έξω από τα Προπύλαια: κανείς δεν τους απομάκρυνε, κανείς δεν προχώρησε σε κάποια επεξεργασία του προβλήματος, κανείς δεν τόλμησε να επέμβει: το κράτος, ο δήθεν Λεβιάθαν τον οποίον θέλουν να καταργήσουν οι ακροαριστεροί και οι αναρχικοί, απλούστατα δεν υπάρχει. 

Κι επειδή δεν υπάρχει κράτος με την πολιτική έννοια (υπάρχει ως διαχειριστική γραφειοκρατία), αναδύεται κοινωνική βία και μίσος: η γνωστή αριστερά και η εθνικιστική ακροδεξιά μοιάζουν σε ήθος. Τα θύματα παραμένουν οι πιο αδύναμοι από τους πολίτες· οι άνευ όρων προστάτες τους, οι δήθεν ευγεργέτες τους είναι οι εμπρηστές.

Με λίγα λόγια, το «Κακό» που αγκαλιάζει τον κύριο Μπίντερμαν δεν είναι οι συγκεκριμένοι Αφγανοί και όλοι οι απελπισμένοι άνθρωποι που καταφεύγουν στην Ελλάδα. Το «Κακό» είμαστε εμείς οι ίδιοι που, όπως ο Μπίντερμαν, δεν καταλαβαίνουμε τι σημαίνει «όριο» και «κοινωνικό συμβόλαιο»: όριο στην καθημερινή συμπεριφορά, συμβόλαιο στην εφαρμογή των νόμων.  

Οι ελληνικές κυβερνήσεις, παρότι δημοκρατικά εκλεγμένες, δεν ασκούν πολιτική· φοβούνται να εφαρμόσουν την υπάρχουσα νομοθεσία και να επιβάλουν τον νόμο, την τάξη και τη δικαιοσύνη που προκύπτει από τον νόμο και την τάξη. Κι όμως αυτή είναι η αποστολή των κυβερνήσεων: να εξασφαλίζουν την εφαρμογή των νόμων και να επεξεργάζονται την αλλαγή τους όπου χρειάζεται.  

Αντιθέτως, στην Ελλάδα η κατάσταση μοιάζει τόσο με τη δυστοπία του Τόμας Χομπς –μια κοινωνία βίας, αναρχίας και αυτοκαταστροφής– όσο και με το καμένο σπίτι του κυρίου Μπίντερμαν που φιλοξένησε τους εμπρηστές στη σοφίτα του.

ATHENSVOICE

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου