«Δεν μάθαμε ακόμα τους εχθρούς μας»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ

Ο «γιατρός» Βάσος Λυσσαρίδης, όσο βλέπει «στο γλυκό βουνό», απέναντι, την Ημισέλινο, δεν ησυχάζει. Και όσο δεν νιώθει καμιά ανάσα ξεσηκωμού στα δικά μας μέρη, αναστατώνεται

ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΑ η πορεία του Βάσου Λυσσαρίδη στην πολιτική και στη ζωή. Μετράει ήδη 91 βήματα. Κι έχει ακόμα, μέσα του, τη φλόγα και τη θέληση ν' αγωνιστεί κι άλλο. «Είναι σκλαβωμένη η πατρίδα», μας λέει. «Πώς να ησυχάσω;». Βλέπει «τα παιδιά μας», στο πανεπιστήμιο της Κύπρου και αλλού, να μην έχουν κάνει ποτέ ούτε μία πορεία διαμαρτυρίας, ούτε ένα συλλαλητήριο, και δηλώνει «δυστυχισμένος».

«Περαστικέ, θερμά και ταπεινά σε ικετεύω
κάνε το βήμα πιο αργό
κι αν είναι μπορετό δάνεισέ μου
μια στάλα από τη βιάση σου.
Θέλω μια ιστορία να σου πω
έρω πως θα 'ναι ανούσια για σένα
όμως πολύ παρακαλώ δώσε μου
μια στιγμή από τη ζωή σου».

Το ποίημα, απ' όπου και το μικρό απόσπασμα, δεν έχει τίτλο. Αλλά όπως σε όλα που γράφει, από την μια άκρη του ίσαμε την άλλη απλώνεται η Κύπρος. Κοιτάει συνέχεια στον βορρά. Με τίποτα δεν αντέχει τον άγριο βιασμό. 

 «Βλέπεις εκείνο το γλυκό βουνό με το ερειπωμένο πια παλάτι;», με ρωτάει. 

Είμαι σίγουρος πως εννοεί τον Πενταδάκτυλο. Και το κάστρο, μάλλον του Αγίου Ιλαρίωνα θα λέει. «Ναι», του κάνω. 

«Περήφανοι το κατοικούσαν ένοικοι», αποκρίνεται.

Ο Βάσος Λυσσαρίδης, επίτιμος, σήμερα, πρόεδρος του σοσιαλιστικού κόμματος ΕΔΕΚ, που ο ίδιος ίδρυσε το 1969, ο «τελευταίος των Μοϊκανών», μαζί με τον Γλαύκο Κληρίδη, από την παλιά φρουρά των πολιτικών στη Μεγαλόνησο, είναι απογοητευμένος και ανήσυχος για το Κυπριακό. Από τα λόγια του συμπεραίνω, και από το βλέμμα του σιγουρεύομαι, πως δεν ελπίζει ότι επί των ημερών του θα αξιωθεί να δει την Κύπρο «ελεύθερη, ανεξάρτητη και ειρηνική». Δεν έχει καμία αμφιβολία ποιος είναι «ο εχθρός» που εμποδίζει αυτήν την προοπτική.

«Η Τουρκία. Αυτήν πρέπει να εγκαλούμε και να καταγγέλλουμε συνεχώς και παντού. Για εισβολή, κατοχή και αλλοίωση του δημογραφικού πληθυσμού μιας χώρας. Είναι αφέλεια να προβάλλουμε εμείς το Κυπριακό ως μία ενδοκοινοτική διαμάχη, και να νομίζουμε ότι με παραχωρήσεις προς τους Τουρκοκυπρίους θα διαφοροποιήσουμε την τουρκική στάση».


(...) Οι πολίτες άρχισαν και στην Κύπρο να γκρινιάζουν. Οι πολιτικοί δεν χαίρουν μεγάλης εκτίμησης. Η πολιτική, απαξιωμένη. «Αγαπώ, και σέβομαι, και θαυμάζω τον άνθρωπο που κατεβαίνει σε μια πλατεία και διεκδικεί, με όσο δυναμισμό θέλει να δείξει, αρκεί να μην ασκεί βία. Απεχθάνομαι τον "άσε ρε αδερφέ, είναι όλοι το ίδιο". Εσύ τι κάνεις; ρωτώ αυτόν τον απαθή. Ποιος τους εκλέγει αυτούς που σήμερα αποδοκιμάζεις; Γιατί δεν εμπλέκεσαι, να αλλάξεις τα πράγματα και να βγάλεις άλλους, καλύτερους;».

Στα πρώτα, αλλά και στα ύστερα χρόνια της κατοχής, ο Λυσσαρίδης ξελαρυγγιαζόταν φωνάζοντας «κάθε πολίτης και στρατιώτης, κάθε σπίτι και κάστρο». Φοβόταν μήπως σβήσει στις ψυχές των ανθρώπων η ανησυχία, και τους καταστείλουν η ησυχία και η ευμάρεια. Σήμερα υπάρχουν τέτοια δείγματα, δυστυχώς. Και τα βρίσκεις εκεί όπου δεν το περίμενες. Στον φοιτητόκοσμο. Από το 1992 που λειτούργησε το Πανεπιστήμιο Κύπρου, οι φοιτητές του δεν έχουν βγει στους δρόμους ούτε μία φορά, για κανέναν λόγο. Ούτε όταν οι Τούρκοι σκότωσαν τον Ισαάκ και τον Σολωμού, ούτε όταν ήρθε το δημοψήφισμα, ούτε για την ακρίβεια, ούτε για την ανεργία, ούτε για τίποτα.

«Ημουνα υπέρ του Πανεπιστημίου της Κύπρου, για να μην φεύγουν έξω τα παιδιά μας, αλλά να τους προσφέρεται άριστη παιδεία εδώ. Είναι από τα καλά πανεπιστήμια σήμερα, όμως εγώ είμαι δυστυχής! Είναι φωτοσβεσία, αντί να είναι επανάσταση. Δεν φοβούμαι τον λαό, τον εργαζόμενο πολίτη, τον αγρότη, τον μεσαίο, αυτοί είναι εκεί, πάντα, σε επιφυλακή σώματος και ψυχής. Ελληνες, που δεν λυγάνε εύκολα, δεν συμβιβάζονται με υλικές ανέσεις και βολέματα. Φοβούμαι την πλύση εγκεφάλου που γίνεται στα ΑΕΙ της Κύπρου. Αυτός είναι ο "άλλος εχθρός". Τι Ελληνας, τι Τούρκος, σου λέει. "Ολοι άνθρωποι είμαστε", ωραία. Εξαιρετικό σύνθημα, ποιος δεν το θέλει; Καλώς ή κακώς, όμως, είμαστε εθνότητες. Και ή ύπαρξή μου (αυτήν την στιγμή τουλάχιστον, μετά χίλια χρόνια μπορεί αυτά που λέω τώρα να θεωρούνται γελοία), είναι η γλώσσα μου, η παράδοσή μου, η ιστορία μου, τα ποιήματα και τα τραγούδια μου. Δεν σημαίνει ότι αρνούμαι και στον άλλον τις ίδιες απορίες. Τον Ναζίμ Χικμέτ, τον θαυμάζω. Είναι Τούρκος, και εκφράζει την τουρκική αντίληψη. Εγώ είμαι Ελληνας, και εκφράζω την ελληνική. Αυτήν την διαφορετικότητα, όχι μόνο δεν την απορρίπτω, αλλά την αγαπώ κιόλας, πολύ. Αρκεί να είναι ειλικρινής, ατόφια και ανεκτική της άλλης πλευράς».

Απέναντι από το γραφείο του, που στεγάζεται σ' ένα υπέροχο διατηρητέο σπίτι της Λευκωσίας, είναι η εκκλησία των Αγίων Ομολογητών. Χτυπάει η καμπάνα, κι ακούγεται στ' αφτιά μας σαν μικρό σήμα ραδιοφωνικό, που βολεύει για να αλλάξεις θέμα στο πρόγραμμα που τρέχει. Μιλάμε για τον Θεό. Ή μάλλον, για πολλούς.

«Οσοι άνθρωποι υπάρχουν, υπάρχουν και Θεοί. Διότι την έννοια του Θεού την πλάθει ο άνθρωπος κατά το δοκούν. Εγώ, φερ' ειπείν, δεν θα δεχόμουν ότι ο δικός μου Θεός, για εφήμερες αμαρτίες, θα μπορούσε να με τιμωρεί αιωνίως. Αν πάλι, κάποιοι βρίσκουν ανακούφιση σ' αυτό το "κάτι άλλο", γιατί εγώ να τους το στερήσω; Εκτός εάν αυτό τους εμποδίζει να είναι ελεύθεροι. Αυτούς τους λυπάμαι».

Ανήμερα Χριστουγέννων, Τούρκοι εισέβαλαν στην εκκλησία του Αγίου Συνέσιου στο Ριζοκάρπασο, πέταξαν έξω τους Ελληνοκύπριους εγκλωβισμένους που πήγαν να λειτουργηθούν, και τα έκαναν όλα γυαλιά-καρφιά. Ο «γιατρός» θύμωσε.

«Παρά τα όσα σας είπα πριν για τις υπαρξιακές θεωρίες που δεν αγοράζω εύκολα, θα σας παραξενέψω τώρα και θα σας πω ότι είμαι φανατικός ορθόδοξος! Πιστεύω ότι και ένας πυλώνας του ελληνισμού είναι και η Ορθοδοξία, και την παράδοση την υπερασπίζομαι. Γι' αυτό, εάν ήμουν εγώ μέσα στην εκκλησία μας στο Ριζοκάρπασο, που μπήκαν οι Τούρκοι και διέκοψαν τη λειτουργία, θα χειροδικούσα. Θα μπορούσα να χάσω και τη ζωή μου εκεί».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου