Μας πήρανε χαμπάρι μόνο πριν 2000 χρόνια !!! (Μερος 3ο)

Ακολουθεί το 3ο μέρος την επιστολών που έστειλε πριν 2000 χρόνια κάποιος Ρωμαίος συγκλητικος με το όνομα Μενένιος Απιος που είχε ζήσει στην Ελλάδα απευθυνόμενος σ’ έναν ανθύπατο (τον Ατίλιο Νάβιο) συμβουλεύοντάς τον πως να διοικήσει τους Ελληνες.

Μετάφραση απο τα λατινικα στα ελληνικα: Κωνσταντίνος Τσάτσος

Πηγή "Τεχνικες Εκδοσεις" -  ΚΩΣΤΑΣ Δ. ΚΑΒΒΑΘΑΣ  (ο Δημοσιογράφος που "εγραφε και γράφει για αυτοκίνητα")

Σημειωση: O φίλος αναγνώστης Κυριάκος με πληροφόρησε πως πριν λίγα χρόνια έχει αμφισβητηθεί η γνησιότητα των επιστολών. Ακολουθεί ανάρτηση με υλικό που βρήκα σχετικά με την αποψη αυτή

  
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 3ο (Τελευταιο)

Εδώ και δυο βδομάδες σου έγραφα για το φυγόκεντρον εγωισμό των ελλήνων. Δε θυμάμαι όμως αν σου έγραψα το χειρότερο. Κινημένος από την ίδια αυτήν εγωπάθεια, τη ρίζα αυτήν κάθε ελληνικού κακού, -ας βοηθήσουν οι θεοί να μη γίνη και των δικών μας δεινών η μολυσμένη πηγή- ο έλληνας δε συχωρνάει στο συμπολίτη του καμιά προκοπή. Όποιον τον ξεπεράση, ο έλληνας τον φθονεί με πάθος. και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίση από εκεί που ανέβηκε, θα το κάνη.

Μα το πιο σπουδαίο, για να καταλάβης τον έλληνα, είναι να σπουδάσης τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει το φθόνο του, τον τρόπο που εφεύρε για να γκρεμίζη καλλίτερα. Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας, γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χονδροκομμένη δολοφονία στους διαδρόμους του Παλατιού, αλλά η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδος αναίμακτου ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και εντελέστερου, που αφήνει του δολοφονημένου τη σάρκα σχεδόν ανέπαφη, να περιφέρη την ατίμωση και τη γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες.

Γιατί και τη συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι έλληνες, οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου.

Το να επινοήσης ένα ψέμα για κάποιον και να το διαλαλήσης, αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο. Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει. H τέχνη είναι να συκοφαντής, χωρίς να ενσωματώνεις πουθενά ολόκληρη τη συκοφαντία, μόνο να την αφήνεις να τη συνάγουν οι άλλοι από τα συμφραζόμενα και έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε όποιον την ακούει. H τέχνη, είναι να βρίσκης το διφορούμενο λόγο, που άμα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες, να μπορής να πης πως τον είπες με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοήση με την κακή του σημασία.

Αυτό είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο πολεμάει ο έλληνας τον έλληνα, ο ηγέτης τον ηγέτη, ο φιλόσοφος το φιλόσοφο, ο ποιητής τον ποιητή, αλλά και ο ανάξιος τον άξιο, ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό.

Αν και ξένος, θα δοκιμάσης την αιχμή τούτου του όπλου και εσύ όπως τη δοκίμασα και εγώ. Θα απορήσης σε τι κοινωνική περιωπή βάζουν οι έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας, πώς τους φοβούνται οι πολλοί και αγαθοί, πώς τους υπολήπτονται οι χρησιμοθήρες και πώς γλυκομίλητα τους χαιρετούν όταν τους συναντούν στις στοές και στην αγορά.

(...)  Αδιαφορώντας για όλους και για όλα, παραβλέποντας ό,τι γίνηκε πριν και ό,τι γίνεται γύρω του, αρχίζει κάθε φορά από την αρχή και δεν αμφιβάλλει πως πορεύεται πρώτος στο δρόμο το σωστό. Ταλαιπωρεί από αιώνες την ελληνική ζωή η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του έλληνα στην προσωπική του γνώμη και στις προσωπικές του δυνατότητες. Παρά να υποβάλη τη σκέψη του στη βάσανο μιας ομαδικής συζήτησης, προτιμάει να ριψοκινδυνεύση με μόνες τις προσωπικές του δυνάμεις. Πρόσεξε τις συσκέψεις των ηγετών των πολιτικών τους μερίδων με τους δήθεν φίλους των και θα δης ότι οι περισσότερες είναι προσχήματα. O ηγέτης λέει τη γνώμη του, βελτιώνει τη διατύπωσή της με τις πολλές επαναλήψεις χωρίς ούτε να περιμένη, ούτε να θέλη καμμίαν αντιγνωμία. Και οι φίλοι του το ξέρουν αυτό καλά και συχνάζουν σε αυτές τις συσκέψεις ή για να μάθουν τα νέα της ημέρας ή για να βρουν ευκαιρία να κολακεύσουν τον ηγέτη. 

Το αποτέλεσμα είναι ότι ο έλληνας πολιτικός ανακυκλώνεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις, γιατί πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του ή, το χειρότερο, γιατί η χρησιμοποίηση και των άλλων στην εκτέλεσή του, θα περιόριζε την κυριότητά του απάνω στο έργο. θα το έκανε, περισσότερο τέλειο, αλλά λιγότερο δικό του. και εκείνο που προέχει για τον έλληνα δεν είναι το πρώτο, αλλά το δεύτερο. Έτσι σε πρώτη μοίρα έρχεται η τιμή του εγώ και σε δεύτερη η αξία του έργου.  

Αυτή είναι η αδυναμία του πολιτικού ήθους που θα παρατηρήσης στους έλληνες δημόσιους άνδρες, που κατά τα άλλα και πιο υψηλόφρονες είναι και πιο αδέκαστοι και σχεδόν όλοι πιο φτωχοί από τους σύγχρονους δικούς μας. Οι παληοί όμως ρωμαίοι, αυτοί κατείχαν την αρετή της μετριοφροσύνης που απουσιάζει και απουσίασε πάντα από την ελληνική πολιτική ζωή και γι αυτό τότε κατορθώσανε, αν και σε τόσα καθυστερημένοι, να πάρουν την κοσμοκρατορία από τα χέρια των ελλήνων. Γιατί, βλέπεις, τούτη η μοιραία για την τύχη των ελλήνων εγωπάθεια φέρνει και ένα άλλο χειρότερο δεινό: όπου βασιλεύει, τα έργα σχεδιάζονται πάντα μέσα στα στενά όρια της ατομικότητας, σύντομα και βιαστικά, για να συντελεσθούν όλα, πριν το πρόσωπο εκλείψη.  

H πολιτική όμως που θεμελιώνει τις μεγάλες πολιτείες δε σηκώνει ούτε βιασύνη ούτε συντομία. Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων. Δεν προσδένεται σε άτομα, αλλά σε ομάδες προσώπων, σε διαδοχικές γενεές. Στην εκτύλιξή της εξαφανίζεται το εφήμερο άτομο και παίρνουν την πρώτη θέση, διαρκέστερες υποστάσεις, λαοί, οικογένειες, πολιτικές μερίδες ή κοινωνικές τάξεις. Τα εδραία πολιτικά έργα μέσα στην ιστορία είναι υπερπροσωπικά. Και δυστυχώς οι έλληνες μόνο σε προσωπικά έργα επιδίδονται με ζήλο. Γι αυτό ή δε φτάνουν ως την τελείωση ενός άξιου πολιτικού έργου ή όταν φτάσουν, φέρνει μέσα του το έργο τους το ίδιο, το σπέρμα της φθοράς. Και αυτό είναι δίκαιο. Γιατί σκοπός των ελλήνων είναι η πρόσκαιρη λάμψη του πρόσκαιρου ατόμου, όχι η μόνιμη απρόσωπη ευόδωση του έργου του ίδιου. 

Έπρεπε εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις να συντρέξουν με τη μεγαλοφυΐα του Αλέξανδρου του Μακεδόνα για να αποκτήσουν για λίγα χρόνια οι έλληνες μια κυρίαρχη πολιτική θέση στην οικουμένη. Αλλά και εκεί το έργο, στηριγμένο σ’ ένα πρόσωπο, όχι σε μιαν κοινότητα ανθρώπων, ούτε σε μια πολύχρονη παράδοση, μόλις εξαφανίστηκε ο δημιουργός, διαλύθηκε μέσα στα χέρια των ίδιων εκείνων ανθρώπων, που, όταν ο Αλέξανδρος ζούσε, στάθηκαν οι απαραίτητοι συντελεστές του. Αλλά το έργο, βλέπεις, δεν ήταν δικό τους. Δεν τους είχε κάνει ο αυταρχικός ηγέτης κοινωνούς στην τιμή του έργου, αλλά θήτες του γιγάντιου εγωισμού του.(...)

Ποτέ, μα ποτέ δε θέλησα να σου πω, ότι λείπει η πολιτική σκέψη στην Ελλάδα. Απεναντίας πιστεύω πως αφθονεί, περισσότερο μάλιστα από ό,τι φαντάζεται όποιος βλέπει τα πράγματα απ΄ έξω. Μόνο που δεν μας είναι αισθητή η παρουσία της, γιατί οι άνδρες που τη κατέχουν φθείρονται ο ένας από τον άλλο σε μιαν αδιάκοπη, πεισματική και το πιο συχνά μάταιη σύγκρουση. Αν λείπει κάτι των ελλήνων πολιτικών δεν είναι ούτε η δύναμη της σκέψης, ούτε η αγωνιστική διάθεση. Στο χαρακτήρα, στο ήθος φωλιάζει η αρρώστια. Φωλιάζει στην άρνησή τους να δεχθούν να εξαφανίσουν το άτομό τους για την ευόδωση ενός ομαδικού έργου.

Δεν κρίνουν ποτέ με δικαιοσύνη το συναγωνιστή τους και γι΄ αυτό δεν υποτάσσονται ποτέ στην υπεροχή του. Δεν έχουν την υπομονή, μέσα στον κύκλο των ισότιμων, να περιμένουν με την τάξη του κλήρου ή της ηλικίας της σειρά τους. Έτσι διασπαθίζοντας τη δύναμή του και τις αρετές του σε περιττούς αγώνες κατάντησε ο λαός με την υψηλότερη και την πλουσιώτερη στη θεωρία πολιτική σκέψη, να μείνη τόσο πίσω από μας στις πρακτικές πολιτικές του επιδόσεις.

Τα δεινά, όσα υποφέρανε ως τα σήμερα οι έλληνες, μα θαρρώ και όσα θα υποφέρουν στο μέλλον μιαν έχουν κύρια και πρώτη πηγή, την φιλοπρωτία, τη νόμιμη θυγατέρα του τρομερού των εγωισμού. Μου γράφεις πως αυτό συμβαίνει και αλλού και προ παντός σ΄ εμάς. H διαφορά, καλέ μου φίλε, έγκειται στο μέτρο και στην ένταση της φιλοπρωτίας. Βέβαια και εμείς σήμερα δεν υστερούμε. Αλλά την εποχή που θεμελιώνονταν το μεγαλείο της Ρώμης δεν είχαν υπερβή οι δικοί μας το πρεπούμενο μέτρο. Υποτάσσονταν στο κοινό νόμο και στους γενικούς σκοπούς της πολιτείας, ενώ οι έλληνες το ξεπέρασαν πριν προφτάσουν να στεριώσουν τη δύναμή τους στην οικουμένη. Όσο όμως αυστηρότερος και αν θέλω να είμαι, καθώς είναι χρέος μου, για μας τους ρωμαίους, δεν ξέρω αν μεταξύ των ρωμαίων, και σήμερα ακόμα, υπάρχουν τόσοι φανατικοί και αδίστακτοι στο κυνήγημα των τιμών, όσοι υπήρξανε μεταξύ των ελλήνων στους ενδοξώτερούς των αιώνες.

Μήπως όμως υπερβάλλω, καλέ μου φίλε; Μήπως βλέπω το θαυμαστό γένος των ελλήνων με τα μάτια της γεροντικής κακίας; Μα είναι χρόνια τώρα που με το λυχνάρι και με του ήλιου το φως διαβάζω Αριστοφάνη, Δημοσθένη, Ευριπίδη, Θεόφραστο, Επίκουρο, Ζήνωνα, Χρύσιππο και όλο και βεβαιώνομαι περισσότερο πως δεν είμαι μόνος στον τρόπο που τους κρίνω. Όχι, φίλε μου, δε βλέπω πως είμαι άδικος όταν λέγω πως πρόθεσή τους συνήθως δεν είναι να ξεπεράσουν σε αξιότητα ή και σε καλή φήμη τον αντίπαλό τους, αλλά να τον κατεβάσουν στα μάτια του κόσμου κάτω από τη δική τους θέση, όποια και αν είναι. Την αρχαίαν «ύβριν» των


Κάποτε με τούτην την ισοπέδωση προς τα κάτω νομίζουν πως επαναφέρουν το πολίτευμά τους στην ορθή του βάση. Μάταια ξεχώρισε ο μεγάλος Σταγειρίτης τη «δημοκρατία» H θέλησή τους για ισότητα, άμα την αναλύσης, θα δης ότι δεν απορρέει από την αγάπη της δικαιοσύνης, αλλά από το φθόνο της υπέρτερης αξίας. “Μια που εγώ”, λέει ο έλληνας, “δεν είμαι άξιος να ανεβώ ψηλότερα από σένα, τότε τουλάχιστον και εσύ να μη ανεβής από μενά ψηλότερα. Συμβιβάζομαι με την ισότητα”. Συμβιβάζεται με την ισότητα ο έλληνας, γιατί τι το άλλο είναι παρά συμβιβασμός να πιστεύης ανομολόγητα πως αξίζεις την πρώτη θέση και να δέχεσαι μιαν ίση με των άλλων. Μέσα του λοιπόν δεν αδικεί τόσο ο έλληνας, όσο πλανάται. Γεννήθηκε με την ψευδαίσθηση της υπεροχής.

Και ύστερα θα συναντήσης και μεταξύ των ελλήνων την άλλη την ψευδαίσθηση που τους κάνει να υπερτιμούνε τη μιαν αρετή που έχουν και να υποτιμούνε τις άλλες που τους λείπουν. Είδα δειλούς που φαντάζονταν πως μπορούν να ξεπεράσουν όλους μονάχα με την εξυπνάδα τους και ανδρείους που πίστευαν πως φτάνει για να ξεπεράσουν όλους η ανδρεία τους. Είδα έξυπνους που φαντάζονταν πως δε χρειάζεται για να γίνουν πρώτοι ούτε επιστήμη, ούτε αρετή. Είδα κάτι σοφούς που θέλαν να σταθούν απάνω και από τους έξυπνους και από τους ανδρείους με μόνη την επιστήμη και τη σοφία. Πόσο αλήθεια άμαθοι της ζωής μπορεί να είναι αυτοί οι αφεντάδες της γνώσης! Τι κακό μας έκανε αυτός ο Πλάτωνας! Πόσους δασκάλους πήρε στο λαιμό του που νομίσανε πως είναι «άνδρες βασιλικοί»! (Σημ. με ελληνικά στοιχειά στο πρωτότυπο).

Μα είδα τέλος, αγαπητέ μου Νάβιε, και κάτι ενάρετους, που δεν το χώνευαν να μην είναι πρώτοι στην πολιτεία, αφού είταν πρώτοι στην αρετή. Και βέβαια δε στασίαζαν όπως οι βάναυσοι και οι κακοί, αλλά ή αποσύρονταν σιωπηλοί και απογοητευμένοι στους αγρούς των, αφήνοντας το δήμο στα χέρια των δημαγωγών και των συκοφαντών, ή δηλητηριάζανε την ίδια τους την αρετή και τους ωραίους της λόγους με την πίκρα της αποτυχίας των. ωσάν οι ηγεσίες των πολιτειών να μην ήταν μοιραία υποταγμένες στις ιδιοτροπίες της τύχης και του χρόνου και σε λογής άλλους συνδυασμούς δυνάμεων που συνεχώς τις απομακρύνουν απ΄ την ιδεατή τους μορφή και τις παραδίνουν στα χέρια των ανάξιων ή των μέτριων. Τέτοια είναι τα πάθη και οι αδυναμίες που φθείρουν τους ηγέτες των ελληνικών πόλεων.

Όσο για τους οπαδούς των ηγετών αυτών, έχουν και αυτοί την ιδιοτυπία τους στον μακάριον εκείνον τόπο. Είναι οπαδοί, πραγματικοί οπαδοί, μόνο όσοι χάσαν οριστικά την ελπίδα να γίνουν και αυτοί ηγέτες. Έτσι θα παρατηρήσης πως πιστοί οπαδοί είναι μόνο οι γεροντώτεροι από τον ηγέτη τους. Ελάχιστοι είναι οπαδοί από πίστη ιδεολογική ή από πίστη στον ηγέτη οι πολλοί είναι πειθαναγκασμένοι από τα πράγματα γιατί ατύχησαν, γιατί βαρέθηκαν ή λιποψύχησαν. Γι΄ αυτό είναι και όλοι προσωρινοί, άπιστοι, ενεδρεύοντες οπαδοί, ως που να περάσει η κακή ώρα.

Μα και αυτοί που μένουν και όσο μένουν οπαδοί, προσπαθούν συνεχώς να αναποδογυρίσουν την τάξη της ηγεσίας και να διευθύνουν αυτοί από το παρασκήνιο τον ηγέτη. Γι΄ αυτό και βλέπεις τόσο συχνά να είναι περιζήτητοι οι μέτριοι ηγέτες, που προσφέρονται ευκολώτερα στην παρασκηνιακήν ηγεσία των οπαδών των. Σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει σημασία να ξέρης ποιος είναι ο ονομαστικός ηγέτης μιας πολιτικής μερίδας, αλλά ποιοι εκ του αφανούς τον διευθύνουν. Βλέπεις, είναι μερικοί άνθρωποι που δεν είναι προικισμένοι με τα χαρίσματα με τα οποία αποκτάς τα φαινόμενα της ηγεσίας, αλλά μόνο με εκείνα που χρειάζονται για την ουσία της, για την άσκηση της εξουσίας. Είναι αναγκασμένοι λοιπόν οι τέτοιοι να περιορισθούν στο ρόλο του υποβολέα και να αφήνουν τους άλλους, που κατέχουν τα φαινόμενα, να χαριεντίζωνται απάνω στη σκηνή.

Δε σου κρύβω πως με πείραξε ο λόγος σου, πως δείχνομαι τάχα κακός και άδικος με τους έλληνες. Ας αρχίσω λοιπόν σήμερα το γράμμα μου με έναν έπαινο γι΄ αυτούς, για να ξεπλύνω ετσι κάπως τη μομφή σου. O εγωισμός δεν κάνει τους έλληνες μόνο κακούς πολίτες στην αγορά, τους κάνει και καλούς στρατιώτες στον πόλεμο. Έχουν αιώνων τρόπαια που μέσα στη μνήμη τους γίνονταισα νόμοι άγραφοι και επιβάλλουν την περιφρόνηση της κακουχίας και του κινδύνου. Μη συγχέης τη διάλυση της στρατιωτικής δύναμης, που έχει αφορμή τις εμφύλιες έριδες, με την ατομική γενναιότητα καθώς και την πολεμική δεξιοτεχνία των ελλήνων.

Μα και δεν είναι μόνο στον πόλεμο ο έλληνας γενναίος και άξιος μαχητής, αλλά και στην ειρήνη. Ακριβώς γιατί η γενναιότητά του δεν είναι συλλογική, σαν των περισσότερων λαών, αλλά ατομική, γι΄ αυτό δε φοβάται, και εκεί που βρίσκεται μόνος του, να ριψοκινδυνεύη, στην ξενητιά, στο παράτολμο ταξίδι, στην εξερεύνηση του αγνώστου. Γι΄ αυτό και τόλμησε τέτοια που εμείς δε θα τολμούσαμε ποτέ και θεμέλιωσε για αιώνες αποικίες έξω από τις στήλες του Ηρακλέους και πέρα, μέσα στα χιόνια της Σκυθίας. και στον καιρό μας ακόμη έλληνες δεν είναι εκείνοι που τόλμησαν να διασχίσουν άγνωστες θάλασσες για να φτάσουν στη χώρα των Ινδών και στις έμπυρες χώρες πιο κάτω από τη γη των Αιθιόπων;

Αναρωτιέσαι κάποτε γιατί τα τολμάει αυτά τα παράτολμα ο έλληνας; Επειδή είναι γενναίος ο έλληνας, είναι και παίκτης. Παίζει την περιουσία του τη ζωή του και κάποτε και την τιμή του. Γεννήθηκε για να σκέπτεται μόνος, για να δρα μόνος, για να μάχεται μόνος και γι΄ αυτό δε φοβάται τη μοναξιά. Εμείς αντίθετα είμαστε από τα χρόνια τα παλιά μια υπέροχα οργανωμένη αγέλη. Σκεπτόμαστε μαζί, δρούμε μαζί, μαχόμαστε μαζί και μοιραζόμαστε μαζί την τιμή, τα λάφυρα και τη δόξα. Οι έλληνες δε δέχονται, όσο αφήνεται η φύση τους ελεύθερη, να μοιρασθούν τίποτα με κανέναν. Το εθνικό τους τραγούδι, αρχίζει με έναν καυγά, γιατί θελήσανε να κάνουν μοιρασιά ανάμεσα σε άντρες που μοιρασιά δε δέχονται.(...)

Δεν πρέπει ποτέ να δώσης στον έλληνα την εντύπωση ότι του αφαίρεσες την ελευθερία του. Αφησέ τον, όσο μπορείς, να ταράζεται, να θορυβή και να ικανοποιή την πολιτική του μανία, μέσα στη σφαίρα που δεν κινδυνεύουν τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Εσύ πρέπει να έχης την τέχνη να επεμβαίνης μόνο την τελευταία στιγμή, όταν δεν μπορείς να βάλης τους έλληνες τους ίδιους να αποτρέψουν το δυσάρεστο. Πάντοτε βρίσκονται οι διαφωνούντες μεταξύ των ελλήνων, που θα είναι πρόθυμοι να σε βοηθήσουν είτε θεληματικά, είτε, συνηθέστερα, αθέλητά τους. (...)

Όμως αν θέλης στην Ελλάδα πραγματικά να επιβάλης μιαν απόφασή σου, όσο σωστή και αν είναι, κοίταξε να μη φανή η πρόθεσή σου. Πρέπει να θυσιάσης την τιμή μιας απόφασης για να την επιβάλης μεταξύ των ελλήνων. Κάλεσε ιδιατέρως έναν έναν τους αρχηγούς των μερίδων. Δώσε στον καθένα την ευκαιρία μιας επίπλαστης πρωτοβουλίας. Φυσικά, αν δυστροπούν, να τους τρομάξης. Αλλά και αυτό υπό εχεμύθειαν, χωρίς να αναγκάσης τη φιλοτιμία τους να πάρη τα όπλα. Δώσε τους κάποια περιθώρια έντιμης υποχώρησης, και όταν ακόμα στην πραγματικότητα διατάσσης. Μην τους πης ότι διατάσσεις, πες τους ότι δεν διατάσσεις, αλλά ότι αν δεν γίνη τούτο και εκείνο, τότε οι ρωμαϊκές λεγεώνες θα αναγκασθούν να μεταθασταθμεύσουν, για λόγους ασφάλειας, σε άλλη επαρχία και τότε μπορεί τίποτε Γέτες ή Κέλτες ή Δακοί να στείλουν τα στίφη τους να δηώσουν τη χώρα και ας αναμετρήσουν οι ίδιοι τις συνέπειες και ας αποφασίσουν.

Όλα αυτά δε σου τα λέω για να σε κάνω να περιφρονής τους έλληνες. Απεναντίας σου τα λέω για να τους καταλάβης και να τους προσέξης. Ακόμη και σήμερα διατηρούν τα ίχνη μερικών αρετών που μοιάζουν με τη χόβολη μιας μεγάλης πυράς. Μελετητές της ψυχής των ατόμων και του όχλου, θα τους δης να εκτελούν μερικούς θαυμάσιους ελιγμούς, να χαράζουν πολιτικά σχέδια περίλαμπρα, με μιαν ευκινησία στη σκέψη και μια γοργότητα στις αντιδράσεις που εμείς εδώ ποτέ δε φτάσαμε. Μόνο που ύστερα θα μελαγχολήσεις βλέποντας πως είναι πια ασήμαντοι οι σκοποί για τους οποίους ξοδεύονται αυτά τα εξαίσια χαρίσματα». 




Πηγή:www.capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου