Του Ρούσσου Βρανά
rvranas@otenet.gr
Από τις στάχτες των εφηµερίδων, αν αυτές πρέπει να καούν, δεν υπάρχει σήµερα δηµοσιογράφος που ναµην προσµένει να ξεπηδήσει κάτι καλύτερο. Οµως υπάρχει λόγος που η παραδοσιακή αίθουσα σύνταξης αντέ χει εδώ και 150 χρόνια και που η επαγγελµατική δηµοσιογραφία εξακολουθεί να θεωρείται ζωτική για µια υγιή δηµοκρατία (όταν η δηµοκρατία αρρωσταίνει, η δηµοσιογραφία πέφτει κι αυτή στο κρεβάτι).
Υπάρχει λόγος που η δηµοσιογραφία απαιτεί πολύ χρονη εξάσκηση και που δεν είναι ένα χόµπι που το ασκούν ερασιτέχνες όποτε τους έρχεται η όρεξη. Υπάρχει λόγος που οι αναγνώστες λένε «Είναι αλήθεια, το διάβασα στην τάδε εφηµερίδα» (κι ας το λένε όλο και σπανιότερα στις µέρες µας).
Η πιο σύντοµη και σαφής είδηση που µεταδόθηκε ποτέ, από έναν ασθµαίνοντα Φειδιππίδη όταν έλεγε «Νενικήκαµεν!», ακόµη κι αυτή είναι σχεδόν βέβαιο πως είχε αµφι σβητηθεί στον καιρό της. Μήπως ήταν ένα τέχνασµα του ∆άτιδος για να εφησυχάσουν οι Αθηναίοι και να µη στείλουν ενισχύσεις στον Μαραθώνα; Μήπως; Οι ίδιες αµφισβητήσεις ακολουθούν µέχρι σήµερα τα δηµοσιεύµατα και τους δηµοσιογρά φους. Είναι δέσµιοι των αφεντικών. Εξυπηρετούν σκοτεινά συµφέροντα. Τους αξίζει να πεθάνουν. Ολοι. Ανεξαιρέτως. Και η αλήθεια παραµένει φευγαλέα, καθώς η «δηµοσιογραφία των πολιτών» αποκεντρώνεται παντού.
Μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωµατίου, µπροστά στην οθόνη ενός κοµπιούτερ µε σύνδεση στο Ιντερνετ, καθένας γίνεται θύτης και κριτής, αφεντικόκαι µπάτσος, αρχηγός και εκτελεστής: Θάνατος στους δηµοσιογράφους! Σε όλους. Ανεξαιρέτως.
Ποια είναι η αλήθεια; Ποιον να εµπιστευτείς; Ποιο είναι το µέτρο της αξιοπιστίας; Κάπου στη µέση; Παντού και πουθενά. «Και όµως», έγραφε ο αρθρογράφος Μαρκ Μόρφοντ στη «Σαν Φρανσίσκο Κρόνικλ», «θα έφτανε να επισκεφθεί κανείς την αίθουσα σύνταξης µιας εφηµερίδας (όσο υπάρχουν ακόµη), να παρακολουθήσει µερικές συσκέψεις, να µιλήσει µε πραγµατικούς δηµοσιογράφους (όσους δεν έχουν απολυθεί ακόµη), για να καταλάβει πώς γίνεται η δουλειά».
Η δηµοσιογραφία δεν είναι απλώς να βρίσκει κανείς ειδήσεις και να γράφει άρθρα, έλεγε ο κοινωνιολόγος Πολ Σταρ. Είναι επίσης να µπορεί να συγκεντρώνει ενεργούς αναγνώστες. Οι αναγνώστες δεν είναι ένα κοινό σαν όλα τα άλλα. Στην τηλεόραση αρκεί ένα πρόγραµµα να µαζεύει ένα εκατοµµύριο τηλεθεατές. Κανείς δεν νοιάζεται αν δεν είναι οι ίδιοι κάθε εβδοµάδα. Νοιάζεται µόνο για τους αριθµούς. Οµως, οι ανα γνώστες µιας εφηµερίδας είναι πάνω κάτω οι ίδιοι κάθε µέρα και κάθε µέρα ανανεώνουν την εµπιστο σύνη τους πληρώνοντας γι’ αυτήν.
Η επόµενη ηµέρα για τις εφηµερίδες θα έρθει. Χωρίς ανα βολή. Μπορεί να είναι ένα µοντέλοµε περισσότερη πολυφωνία, µε περισσότερη εξειδίκευση όπου χρειάζεται, µε βαθύτερες κοινωνικές ρίζες που θα φτάνουν µέχρι τη γειτονιά και του τελευταίου µπλόγκερ, µε εντυπωσιακές ηλεκτρονικές συσκευές που θα κάνουν πέρα το χαρτί. Και το κυριότερο, µε µεγάλους αριθµούς ενεργών αναγνωστών που θα είναι πρόθυµοι να πληρώνουν για όσα θα διαβάζουν. Θα είναι όµως; Θα είναι; Αν είναι να µας εκτελέσετε και τότε, πληρώστε µας πρώτα, σας παρακαλώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου