Του Χαριδημου Κ. Τσουκα (htsoukas@gmail.com)
Καθηγητή στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
Συζητούσαμε για το πρόσφατο βιβλίο του «Μικρές ιστορίες... μακράς πορείας» (Λιβάνης), μια γλαφυρή περιγραφή της παθολογίας των ελλαδικών θεσμών.
Ελεγα στον συνομιλητή μου, τον καθηγητή της Ιατρικής Χ. Μουτσόπουλο, πόση εντύπωση μου έκαναν οι ιστορίες διαπλοκής πολιτικών και καθηγητών πανεπιστημίου που περιγράφει στο βιβλίο. «Στην Ελλάδα θεωρείται αυτονόητη η πέραν του νόμου αμοιβαία «εξυπηρέτηση» μελών των ελίτ που διοικούν τους θεσμούς της χώρας», παρατήρησε. «Πολλοί ιθύνοντες έχουν σουλτανική νοοτροπία. Το βλέπω διαρκώς...».
Σιώπησε για λίγο. «Θες να ακούσεις μια ακόμα ιστορία;» ρώτησε.
«Αν κερνάς καφέ, ευχαρίστως», απάντησα.
«Πριν από λίγο καιρό, η γραμματέας μου, μειδιώντας, μου έδωσε ένα φάκελο. Της τον είχε δώσει την προηγούμενη μέρα κάποιος δικηγόρος. Ο φάκελος περιείχε δύο επαγγελματικές κάρτες - μία του δικηγόρου και μία ενός ανώτερου δικαστικού λειτουργού που γνώριζα από παλιά. Στο συνοδευτικό επιστολόχαρτο ξεχώριζαν το όνομα και ο τίτλος του δικαστικού λειτουργού. Διστάζω να το αποκαλέσω επιστολή, γιατί το περιεχόμενό της δεν περιείχε κάποιο κείμενο, αλλά το όνομα του αποδέκτη (το δικό μου), το όνομα κάποιας πτυχιούχου η οποία ενδιαφερόταν για κατατακτήριες εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή, το όνομα του πανεπιστημίου και του προέδρου της Ιατρικής Σχολής του, καθώς και τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής...».
«Δηλαδή δεν υπήρχε καθόλου κείμενο;» τον διέκοψα.
«Οχι, δεν υπήρχε, ήταν όπως σου το λέω - μια παράθεση ονομάτων και ιδιοτήτων».
«Μα τότε γιατί σου το 'στειλε;» επανήλθα.
«Δεν καταλαβαίνεις... Εμμέσως, ο δικαστικός λειτουργός ζητούσε την παρέμβασή μου ώστε η εκλεκτή του να εισαχθεί στην Ιατρική Σχολή. Θεώρησε το αίτημά του τόσο αυτονόητο, ώστε δεν χρειάστηκε καν να το διατυπώσει, ούτε φυσικά να το τεκμηριώσει».
Ρούφηξε μια γουλιά καφέ και συνέχισε. «Ξέρεις τι με ενόχλησε περισσότερο; Πρώτα απ' όλα η υποκρισία. Θα περίμενα από έναν ανώτερο λειτουργό της Δικαιοσύνης να υπηρετεί το κράτος δικαίου με μεγαλύτερη συνέπεια· να εναρμονίζει τη συμπεριφορά του με αυτά που ex officio κηρύττει, να συμπεριφέρεται παραδειγματικά. Με προσέβαλε το θράσος του. Θεώρησε αυτονόητο πως είμαι κι εγώ ένας ακόμη κρίκος της διαπλοκής που ανθεί στα πανεπιστήμιά μας· θεώρησε βέβαιο ότι θα ενεργούσα με τον αναμενόμενο τρόπο. Τις απόψεις μου για την αξιοκρατία σίγουρα τις ήξερε, αφού αφενός μεν γνωριζόμαστε, αφετέρου δε, τις έχω δημοσιοποιήσει με πλειάδα ομιλιών, άρθρων και βιβλίων. Παρ' όλα αυτά ενήργησε σαν να ήμασταν και οι δύο μέλη μασονικής στοάς, παραθρησκευτικής οργάνωσης ή μαφιόζικης ομάδας».
Η συζήτηση ζωήρεψε. «Αυτό που βρίσκω ενδιαφέρον σε τέτοιες περιπτώσεις», είπα, «είναι η άρρητη γνώση που συνοδεύει τέτοιου είδους επικοινωνία. Μόνο σε μια κοινωνία της οποίας τα μέλη έχουν εθιστεί στην παρασκηνιακή συναλλαγή, στο αλισβερίσι της άνομης διαπλοκής, είναι κατανοητό ένα τέτοιου είδους υπόρρητο αίτημα. Το μήνυμα είναι στην αποστολή του, όχι στο λειψό περιεχόμενο. Η γνωστή ρήση του Μάρσαλ Μακλούαν «το μέσον είναι το μήνυμα» παίρνει καινούργιο περιεχόμενο στα ελλαδικά συμφραζόμενα. Ο αιτούμενος χρειάζεται «μέσον», το οποίο ελπίζει να του παρασχεθεί «μέσω» ενός οιονεί κενού επιστολόχαρτου».
«Πρόκειται για μορφή επικοινωνίας», συνέχισα, «που συναντούμε σε κοινωνικά συστήματα των οποίων τα μέλη έχουν εσωτερικεύσει καλά τις νόρμες συμπεριφοράς, ώστε να ξέρουν να κάνουν το επόμενο βήμα στην επικοινωνιακή χορογραφία. Ο μεγάλος κοινωνιολόγος Χάρολντ Γκαρφίνκελ το αποκάλεσε «η ρήτρα κ.λπ.» («the etcetera clause»): διαισθανόμαστε τι εννοεί ο συνομιλητής μας με την έκφραση «κ.λπ.», χωρίς να χρειαστεί να ολοκληρώσει τον συλλογισμό του - συμπληρώνουμε μόνοι μας τα κενά. Το οιονεί κενό επιστολόχαρτο είναι το αντίστοιχο του «κ.λπ.» - «ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, είσαι ένας από μας». Φυσικά αυτή η υπόρρητη υπόδειξη-παράκληση δεν παύει να είναι ένα ριψοκίνδυνο άλμα, και, όπως στον χορό οι χορευτές ενδέχεται να παραπατήσουν, έτσι κι εδώ, ο αποδέκτης του υπόρρητου αιτήματος ενδέχεται να μην ανταποκριθεί (όπως και συνέβη). Το άλμα όμως έγινε και, ως τέτοιο, αποκαλύπτει τι θεωρείται αυτονόητο σε ένα κοινωνικό σύστημα».
Ο συνομιλητής μου με επανέφερε στην πάντοτε δυσανάγνωστη εμπειρική πραγματικότητα. «Μερικοί άνθρωποι», είπε, «έτσι πορεύτηκαν στη ζωή τους· οι αλληλοεξυπηρετήσεις, ηθικές ή μη, νόμιμες ή μη, δεν τους απασχολούν ιδιαίτερα - είναι ένα δεδομένο στοιχείο της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Από την άλλη μεριά, σκέφτομαι, γιατί να περιμένω από ένα γέρικο άλογο να βγάλει καινούργια περπατησιά; Μήπως άνθρωποι σαν τον γνωστό μου, περισσότερο ρεαλιστές, γνωρίζουν καλύτερα τι πραγματικά συμβαίνει σε κατατακτήριες εξετάσεις στα πανεπιστήμια; Μήπως απλώς μου ζητούσε προληπτική παρέμβαση έτσι ώστε να μην αδικηθεί η ενδεχομένως άξια προστατευόμενή του σε περίπτωση που άλλοι, υποδεέστεροι, υποψήφιοι χρησιμοποιούσαν τις δικές τους διασυνδέσεις; Πού να ξέρω; Προσπαθώ να βρω λογικές δικαιολογίες...».
«Το καταλαβαίνω, αλλά κοίτα τι συμβαίνει εδώ», είπα. «Ο κίνδυνος γι' αυτόν που έχει ένα θεσμικό ρόλο κι αρχίζει να κάνει τέτοιες σκέψεις είναι ότι ανεπίγνωστα αρχίζει να αποδέχεται το λεξιλόγιο και τη συλλογιστική των αιτουμένων παράνομη εξυπηρέτηση. Αρχίζει, δηλαδή, να κατασκευάζει στο μυαλό του την πιθανή δικαιολογία για την ενδεχόμενη παράνομη πράξη του. Με τον τρόπο αυτό «κατανοεί» την «ευλογοφάνεια» του παράνομου αιτήματος, χάνει τη διαύγεια των κινήτρων του, και αλλάζει τελικά ρόλο (αυτόν του θεματοφύλακα της θεσμικής ακεραιότητας), αναλαμβάνοντας αυτόν του «προστάτη» ενός μυθοπλαστικού «αδικημένου»».
«Τελικά τι έκανες;» ρώτησα τον συνομιλητή μου.
«Εσύ τι λες;» απάντησε με χαμόγελο, κοιτώντας τον κάλαθο αχρήστων. Η ερώτηση ήταν εντελώς περιττή. Γνώριζα ήδη την απάντηση («η ρήτρα κ.λπ.»!).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου