Γράφει ο Θανάσης Θ. Νιάρχος
(Ποιητής και συνεκδότης του περιοδικού «Η Λέξη»)
Αν συνεχίσει να λέγεται η µισή ή το ένα τέταρτο της αλήθειας, θα το πληρώσουµε όλοι µας ακόµη πιο ακριβά απ’ ό,τι το έχουµε πληρώσει ώς τώρα, τόσο σε οικονοµικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Δεν µιλάµε για το πνευµατικό, αφού αυτό, εξ ορισµού, ελάχιστους πια ενδιαφέρει.
Πρωινές και µεσηµεριανές κουτσοµπολίστικες εκποµπές, συχνά και βραδινές (αν και µε το πρόσχηµα της αποκαλυπτι- κής, τάχα µου, κριτικής οι τελευταίες), είναι πια τόσο σοβαρά µεγάλο το ποσοστό στα δέκα εκατοµµύρια των Ελλήνων που τις παρακολουθεί, ώστε δεν γίνεται να στρουθοκαµηλίζουµε. Κι αν αυτά που θα µπορούσαν να ειπωθούν ή να καταγγελθούν δεν θα έφταναν ποτέ στα αυτιά ή δεν θα διαπερνούσαν τη συνείδηση εκείνων που τις παρακολουθούν, το ερώτηµα είναι πια πώς δραστηριοποιούνται οι υπόλοιποι, ώστε αυτό το ποσοστό να αισθανθεί ένα είδος «κοινωνικού» αποκλεισµού.
Μια και δεν τίθεται θέµα επιλογής και ελευθερίας (δεν γίνεται ο καθένας που του αρέσει να τσαλαβουτάει στον βούρκο, να επικαλείται ως επιχείρηµα την ενηµέρωση και την κριτική), δεν τίθεται και θέµα οποιαδήποτε άποψη κι αν διατυπωθεί να µπορεί να χαρακτηριστεί αντιδηµοκρατική ή ρατσιστική. Δεν υπάρχει καµιά αµφιβολία πως ένα τόσο µεγάλο ποσοστό ανθρώπων που αδρανοποιείται µε το να χώνεται µέσα σ’ ένα τόσο απατηλό κουκούλι, ενώ το εκλαµβάνει ως µια µορφή της πραγµατικότητας, γίνεται στην ουσία ανήµπορο ακόµη και για τη στοιχειωδέστερη καθηµερινή, πέραν του στενού συµφέροντός του, σχέση. Σε τελευταία ανάλυση, αν όλοι κι όλα υφίστανται για να µας εξαπατούν και να µας κοροϊδεύουν, δεν γίνεται την πιο απροσχηµάτιστη µορφή του, όπως αυτή του τηλεοπτικού κουτσοµπολιού, να τη θεωρούµε ως κάτι νόµιµο επειδή συµβαίνει να είναι πάµπολλοι οι θιασώτες της.
Οπως επίσης δεν υπάρχει καµιά αµφιβολία (επειδή πρόκειται για ανθρώπους που αδυνατούν να διαχειριστούν οτιδήποτε σοβαρό συµβαίνει µέσα τους και γύρω τους) ότι η εύκολη κρίση και κατάκριση για το θέαµα αρένας που στοιχειώνουν οι κουτσοµπολίστικες εκποµπές τούς κάνει να φαντάζονται πως διατηρούν ένα αίσθηµα αναπτυγµένης κριτικής για τα πολιτικά κακώς κείµενα!
Το ακόµη χειρότερο είναι πως µια αντίστοιχη «τροφοδοσία» που γίνεται επί καθηµερινής ή εβδοµαδιαίας βάσεως οργανώνει την επόµενη µέρα ή την επόµενη εβδοµάδα µε την αναµονή της, ώστε όποιο µείζον θέµα υφίσταται ή πρόκειται να προκύψει, εκ των πραγµάτων, να παραµερίζεται ακόµη και για την πιο γρηγορούσα συνείδηση.
Το διαστρεφόµενο και ανατρεφόµενο µε τις πρωινές, µεσηµεριανές και βραδινές κουτσοµπολίστικες εκποµπές κοινό, οποιασδήποτε ηλικίας, συνιστά µια εύφλεκτη κοινωνικά ύλη που κι αν ακόµη στερείται τον δηµόσιο λόγο, ροκανίζει εσωτερικά τους αρµούς τους κοινωνίας µε κορυφαία έκφραση το αλλοπρόσαλλο της ψήφου της. Δεν ξεφεύγω από την πραγµατικότητα όταν αποχαυνώνοµαι µε την καρικατούρα της. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς φιλόσοφος για να καταλάβει σε ποιον βαθµό µια τηλεοπτική ιστορία πρωινής, µεσηµεριανής και βραδινής χυδαιότητας, απροκάλυπτης ή καλυµµένης, που µετράει δεκαετίες έχει συµβάλει τα µέγιστα στην εξοικείωση µ’ ένα αποκτηνωµένο πολιτικά ήθος. Ετσι ώστε αµετροέπειες, ψέµατα, σκάνδαλα να αλέθονται οµού, µε ανύπαρκτο στην ουσία αντίτιµο, µέσα σε ένα καζάνι που έχει τόσο εύκολη την αδικαιολόγητη συγχώρεση όσο και τον αδικαιολόγητο εξανδραποδισµό. Με συνέπεια να εκστασιαζόµαστε ακόµη και µπροστά στη φωτογραφία ενός δύσµοιρου δηµοτικού συµβούλου και να φανταζόµαστε ότι κάποιο ρόλο µπορεί να παίξει ώστε ν’ αλλάξουν, προς το καλύτερο, τα πράγµατα.
Η µαγγανεία της τηλεοπτικής εικόνας δεν µας επιτρέπει καν να σκεφτούµε πως µπορεί µεν να απέτυχε ο Χριστός, αλλά ο πολιτευτής της γειτονιάς µας σίγουρα θα τα καταφέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου