Κακούργα μετανάστευση?

Tου Σταθη N. Kαλυβα
Καθηγητή του Πανεπιστημίου Yale.

Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα: ένα μαζικό κύμα φυγής στο εξωτερικό, μια «νέα, μεγάλη μετανάστευση». Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από κύμα δημοσιευμάτων που κρούει τον κώδωνα κινδύνου για την «εξαγωγή έμψυχου κεφαλαίου», την οποία παρομοιάζει με «χαριστική βολή» για τη χώρα. Μήπως επιστρέφουμε στα «πέτρινα χρόνια» του ’50 και του ’60 όταν η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη καταριόταν την «κακούργα μετανάστευση, κακούργα ξενιτιά, που πήρες από τον τόπο μας τα πιο καλά παιδιά»;

Τα δημοσιεύματα αυτά (όπως και ο Στέλιος άλλωστε) ρέπουν προς την υπερβολή: μαζικό κύμα «μετανάστευσης των απογοητευμένων» δεν πρόκειται να δούμε όσο βαθιά και να είναι η απογοήτευσή τους. Παρά την κρίση, το βιοτικό επίπεδο παραμένει σε απαγορευτικά για μαζική μετανάστευση επίπεδα. Πόσοι άραγε θα έπλεναν πιάτα στην Αστόρια ή θα πήγαιναν στις «φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές»; Πόσοι θα δέχονταν να κάνουν τις δουλειές των μεταναστών στη χώρα μας;

Για μια σειρά λόγους, η μετανάστευση αποτελεί επιλογή κυρίως για όσους βρίσκονται κάτω από το όριο των σαράντα. Οχι όλους όμως. Μολονότι η ανεργία χτυπά κυρίως τους νέους, η μετανάστευση δεν αφορά καν την πλειοψηφία τους. Οι περισσότεροι, με μόνο εφόδιο ένα πτυχίο του ελληνικού πανεπιστημίου, δεν διαθέτουν τις δεξιότητες που απαιτούνται για το είδος της επαγγελματικής σταδιοδρομίας που θα επιθυμούσαν στο εξωτερικό.Πρόσφατη έρευνα (του καθηγητή Λ. Λαμπριανίδη) έδειξε πως από τους Ελληνες που εργάζονται σήμερα στο εξωτερικό, το 73% έχει μεταπτυχιακό τίτλο και το 41% έχει σπουδάσει στα εκατό καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου. Μόλις το 14% έχει σπουδάσει στην Ελλάδα. 

Η προοπτική της μετανάστευσης αφορά, επομένως, το πιο προικισμένο κομμάτι της κοινωνίας, τις ελίτ και όχι τις μάζες: «τα πιο καλά παιδιά» που τραγουδούσε και ο Καζαντζίδης. Ούτε ακριβώς φυγή, είναι, αλλά άρνηση επιστροφής καθώς το 85% των πτυχιούχων που έχουν εργαστεί στο εξωτερικό επιλέγει να παραμείνει εκεί. Μάλιστα, το 50% σχεδόν της μετανάστευσης αυτής αφορά δύο μόνο χώρες: τις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία. Γιατί άραγε έλκουν τόσο τα μισητά «αγγλοσαξωνικά» πρότυπα;

Οι επιπτώσεις της «διαρροής εγκεφάλων», όπως έχει ονομαστεί η μετανάστευση αυτή, δεν είναι καθόλου αμελητέες: η οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνεται, ενώ ενισχύεται το ειδικό βάρος των λιγότερο ταλαντούχων που μένουν πίσω (το πρόβλημα της «δυσμενούς επιλογής»). Η διαρροή αυτή, όμως, περιορισμένη σχέση έχει μόνο με τη σημερινή κρίση.

Αφενός, γιατί για έναν μικρό αριθμό «αρίστων» η μετανάστευση πάντοτε ήταν μονόδρομος. Η αλήθεια είναι πως αν θέλει κανείς να κατακτήσει την κορυφή, πρέπει να βρεθεί ανάμεσα στους παγκόσμια καλύτερους. Αυτό ισχύει σχεδόν για κάθε επαγγελματικό πεδίο και δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύουμε πως η Ελλάδα μπορεί να βρίσκεται στην παγκόσμια αιχμή.

Και αφετέρου, γιατί όσοι ικανοί επιλέγουν να παραμείνουν στην Ελλάδα πολλές φορές θυσιάζουν τη δυνατότητα της πλήρους ανάπτυξης των δυνατοτήτων τους. Η αναξιοκρατία, ο νεποτισμός, ο φόβος για το καινούργιο και το διαφορετικό, η μιζέρια, ο φθόνος και ο γενικευμένος κυνισμός μπλοκάρουν τις προοπτικές των ταλαντούχων, ευνοώντας συνήθως τους λιγότερο ικανούς.  

Ακόμα θυμάμαι την απάντηση του Κορνήλιου Καστοριάδη όταν τον ρώτησαν πώς φανταζόταν τη ζωή του αν δεν είχε μεταναστεύσει: «Θα με είχε φάει η Ελλάδα», είχε πει. Μένοντας λοιπόν στην Ελλάδα, κινδυνεύει κανείς ούτε στον εαυτό του προσφέρει, αλλά ούτε και στη χώρα. Αυτό δεν έχει καμία σχέση με την σημερινή κρίση, αλλά είναι απόρροια ριζωμένων θεσμών και νοοτροπιών που αν μη τι άλλο ενισχύθηκαν την τελευταία τριακονταετία.

Αν δούμε το θέμα δίχως μελοδραματισμούς θα διαπιστώσουμε τις θετικές πλευρές του ζητήματος που συνήθως αποσιωπούνται. Η αναχώρηση και παραμονή στο εξωτερικό είναι μια διαδικασία απογαλακτισμού και απομάκρυνσης από τον συχνά ασφυκτικό εναγκαλισμό της ελληνικής οικογένειας και επομένως ένα σημαντικό βήμα ωρίμανσης για μια νεολαία που τη στερείται. Μπορεί να δοκιμάσει κανείς τις δυνάμεις του σε ένα ανοιχτό, ανταγωνιστικό περιβάλλον και να αποκτήσει τις πιο εξελιγμένες επαγγελματικές δεξιότητες. Οσοι επιλέγουν να μείνουν έξω διαμορφώνουν μια σφαιρικότερη εικόνα για τη χώρα τους, γίνονται κοινωνοί μιας διαφορετικής κουλτούρας και εμποτίζονται με αξίες που είναι αδύναμες ή και απούσες από την ελληνική κοινωνία. Και επειδή οι περισσότεροι δεν παύουν να νοιάζονται για την πατρίδα τους, γίνονται εν δυνάμει φορείς της μεταρρύθμισης, ιδίως όταν αποφασίζουν να επιστρέψουν.

Αλλωστε, η τεχνολογική επανάσταση έχει αλλάξει ριζικά τις παραμέτρους: ούτε αποκόπτει την επαφή με την πατρίδα ούτε μόνιμη και τελεσίδικη είναι. Κερδίζουν, επομένως, και αυτοί αλλά και η χώρα, βαδίζοντας στα χνάρια της διασπορικής παράδοσης της χώρας.

Τι είναι καλύτερο τελικά; Ικανοί και ταλαντούχοι άνθρωποι να βαλτώνουν σε ένα μίζερο και αναξιοκρατικό περιβάλλον ή, αντίθετα, να αναπτύσσονται εκεί όπου τους δίνεται η δυνατότητα να το κάνουν πλήρως; 

Παρά τα όσα λέγονται, η «διαρροή των εγκεφάλων» δεν αποτελεί «χαριστική βολή» για τη χώρα, αλλά μια από τις λίγες παρακαταθήκες της ανόρθωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου