Δύο νεαροί στρατιώτες του 1940, ένας Ελληνας και ένας Αυστραλός, που έζησαν και οι δύο στα ελληνικά βουνά στα 91 τους χρόνια επιστρέφουν νοερά στα πεδία των μαχών, μιλώντας για τις εμπειρίες τους.
Ο Ικαριώτης κυρ Γρηγόρης Τσαχάς , που θυμάται «τα φανταράκια» στο τρένο για την Αλβανία να φωνάζουν «θάνατος στον φασισμό», λέει ότι και τώρα θα πολεμούσε γιατί «η ψυχή πολεμάει περισσότερο από το σώμα».
Ανάλογα συναισθήματα ένιωσε και ένας άλλος στρατιώτης, ο Τζακ Ντιμ. Ξένος αυτός, από τη μακρινή Αυστραλία. Μαζί με τους έλληνες στρατιώτες που γέμιζαν τις αμαξοστοιχίες οι οποίες κατευθύνονταν προς τα βόρεια, στα αλβανικά υψώματα, λίγους μήνες αργότερα, όταν τα χιτλερικά στρατεύματα ετοιμάζονταν να εισβάλουν στην Ελλάδα, βρέθηκαν άνδρες από τους Αντίποδες, στρατιώτες της Κοινοπολιτείας από την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.
«Πίναμε χιόνι, παιδί μου. Οταν το βράζαμε,αυτό εξατμιζόταν. Γι΄ αυτό το πίναμε έτσι,σκέτο,χωρίς βράσιμο. Διψούσαμε και δεν μας ένοιαζε η διάρροια που ακολουθούσε» . Τα λόγια βγαίνουν καταιγιστικά. Ο συνήθως πράος κ. Γρηγόρης Τσαχάς τώρα έχει μάτια που βγάζουν σπίθες και ομιλία παθιασμένη για όσα πέρασε στο αλβανικό μέτωπο.
«Εγώ απλό φανταράκι ήμουν, 25 χρόνων παλικάρι, αλλά στη μάχη όλοι νιώθαμε λιοντάρια» λέει ατενίζοντας το Αιγαίο από την αυλή του σπιτιού του στην Ικαρία. Στα 95 του χρόνια σήμερα η μνήμη διατηρεί δίχως κενά τις στιγμές στα βουνά της Πίνδου.
«Δούλευα σε ένα καρβουνάδικο στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί, σε έναν καμινότοπο,ήρθε στα μέσα Αυγούστου του 1940 ένας χωροφύλακας και μας κάλεσε να καταταγούμε» θυμάται για την επιστράτευση μετά τον τορπιλισμό της «Ελλης». «Πήγαμε για εκπαίδευση και στις 28 Οκτωβρίουήρθε ο διοικητής και μας λέει:“Οπλα,παλάσκες και όλοι στο μέτωπο”.Στο τρένο για την Αλβανία μόνο “θάνατος στον φασισμό” άκουγες από τους φαντάρους. Το πρώτο βράδυ στα σύνοραήρθε ο διοικητής, ένας Σαμιώτης ονόματι Αλέξανδρος Σίμης, και μας είπε:“Αύριο πάμε στο μέτωπο και πολεμάμε”. Εκτελέστηκαν και κάποιοι που λιποτάκτησαν» .
Για τον κυρ Γρηγόρη ξεκινούσε η διαδρομή στην Ιστορία. «Πολεμήσαμε κοντά στη λίμνη Οχρίδα. Οι Ιταλοί έτρεχαν σαν τα κατσίκια. Αν δεν έρχονταν οι Γερμανοί, θα τους ρίχναμε στη θάλασσα. Φτάσαμε μέχρι το Πόγραδετς με τον λόχο» λέει φουσκωμένος υπερηφάνεια. Οι μάχες συγκλονιστικές, θυμάται σαν τώρα λεπτομέρειες. Οπως θυμάται και τις κακουχίες. «Μερόνυχτα περπατούσαμε στο χιόνι.Κοιμόμασταν στα βουνά,σε κάποιον βράχο,σε μια σπηλιά.Πίναμε χιόνι για να ξεδιψάσουμε, με χιόνι τρίβαμε το πρόσωπο και τα χέρια μας». Οι ασθένειες και τα κρυοπαγήματα, καθημερινό φαινόμενο. «Δυσεντερία και διάρροιες μας ταλαιπωρούσαν. Μια ημέρα περπατούσαμε 5-6 χιλιόμετρα,εγώ είχα φοβερούς πόνους στην κοιλιά.Περνάει ο γιατρός και μου λέει:“Τι έχεις;”. “Κόψιμο” απαντώ.“Α,εντάξει”λέει εκείνος. “Δεν βλέπεις κι εμένα που περπατώ με τα βρακιά λυμένα;Δεν έχουμε χάπια”».
Ο οπλισμός ελάχιστος, παλιακός. «Ούτε τη Μεραρχία Τζούλια φοβηθήκαμε.Οι Ιταλοί είχαν αεροπλάνα, όπλα, εξοπλισμό. Εμείς με λιανοτούφεκα και με τα ίδια ρούχα επί μήνες. Εναν κουτσό αεροπόρο είχαμε αλλά ο άτιμος έκανε θαύματα» θυμάται. Και μετά ήρθαν οι Γερμανοί. «Παλέψαμεαλλά ήταν δυνατοί. Βλέπαμε από τα βουνά τα Στούκας να βομβαρδίζουν τις πόλεις». Η συνθηκολόγηση του Απριλίου έπεσε βαριά στους πολεμιστές του μετώπου. «Κλάψαμε, αγόρι μου. Τόσος αγώνας και να παραδοθούμε;» . Ξεκίνησε η οπισθοχώρηση. «Πήγαμε με τα πόδια ως τη Θεσσαλονίκη. Οι Γερμανοί μάς μάζεψαν εκεί στο 50ό Σύνταγμα. Μας έλεγαν:“Μέσαείστε ζωντανοί. Εξωδεν εγγυάται κανείς”. Οι δικοί μας αξιωματικοί όμως έλεγαν ότι “ο αιχμάλωτος είναι ιερός, δεν τον πειράζουμε ποτέ”».
Η απόδραση
Η ζωή στο στρατόπεδο ανυπόφορη. Η προοπτική της ελευθερίας ζωντανή. Ο κυρ Γρηγόρης απέδρασε με ένα διαδεδομένο κόλπο: «Οποιος ερχόταν να σε επισκεφθεί στο στρατόπεδοφορούσε το ένα κοστούμι μέσα απ΄ το άλλο. Ετσι κι εμέναμου το έδωσε ένας συγγενής, άλλαξα και φύγαμε αγκαζέ κάτω από τη μύτη των Γερμαναράδων» . Ο ποδαρόδρομος δεν τελείωσε ούτε τότε. «Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα ήρθαμε με τα πόδια. Στον δρόμο τρώγαμε κουκιά για να ζήσουμε. Βγήκε μέχρι και διαταγή,να μην τρώμε κουκιά και πάθουμε τίποτε. Αυτά όμως υπήρχαν μόνο». Σήμερα δεν ξεχνά: «Πάω κάθε χρόνο στην παρέλαση και τιμάω αυτούς που έπεσαν στο μέτωπο» λέει και τονίζει ότι δεν μετανιώνει: «Και τώρα θα πολεμούσα. Οσο με βαστούσαν τα ποδάρια μου.Η ψυχή πολεμάει περισσότερο, όχι το σώμα».
Στο στήθος του δεν χωρούν τα μετάλλια και τα παράσημα. Εχει τιμηθεί πολλάκις για την πολεμική του δράση αλλά και για τις ενέργειές του μετά τον πόλεμο να συντρέξει τους παλαιούς συναγωνιστές και κυρίως τις οικογένειες εκείνων που χάθηκαν στα διάφορα μέτωπα. Τα πόδια του δεν τον κρατούν πια, όπως συνέβαινε πριν από 70 χρόνια, όταν διέσχιζε σε ταχείες, εξοντωτικές πορείες ακόμη και μέσα στη νύχτα τις κοιλάδες και τα υψώματα της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. «Είμαι 91 χρόνων, κουρασμένος, καταπονημένος» λέει με κάποια πίκρα αλλά και με χιούμορ για τους πόνους και τη δυσκαμψία «στα γόνατα και στις κνήμες».
Ο κ. Τζακ Ντιμ δεν είναι Ελληνας αλλά πολέμησε για την Ελλάδα την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1941. Νεαρός αυστραλός στρατιώτης των κοινοπολιτειακών στρατευμάτων που εστάλησαν ως βρετανική βοήθεια στην Ελλάδα εν όψει της επικείμενης γερμανικής εισβολής, ο κ. Ντιμ πολέμησε στη Βέροια, στην υποχώρηση, στην εκκένωση από την ηπειρωτική Ελλάδα, στην «κόλαση της Κρήτης».
Ο νεαρός στρατιώτης αποβιβάστηκε στον Πειραιά στις 2 Απριλίου 1941. «Μας περίμεναν οδηγοί, υποζύγια και τα καμιόνια με τα όπλα μας. Ξεκινήσαμε πορεία, διανυκτερεύσαμε σε ένα στρατόπεδο,δυτικά της πόληςκάπου επτά χιλιόμετρα. Δύο μέρες μετάξεκινήσαμε για τον Βορρά. Ισωςόχι τυχαίαμας οδήγησαν μέσα από το κέντρο της Αθήνας, να μας δει ο κόσμος, να αναθαρρήσει, να πάρει κουράγιο. Αλλά δεν είδα έναν λαό που να χρειάζεται περισσότερο θάρρος, αλλά ανθρώπους με χαμόγελα και ένα βλέμμα αποφασιστικότητας».
Αταλάντη- Κοζάνη σε μία ημέρα
Τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου που οι Γερμανοί βομβάρδιζαν και κατόπιν εισέβαλλαν στην ελληνική μεθόριο ο Τζακ Ντιμ ξυπνούσε στην Αταλάντη. «Ετοιμαστήκαμε μέσα στις φωνές των ανωτέρων που μας ξυπνούσαν νωρίτερα. Επρεπε να προλάβουμε να φτάσουμε και να στρατοπεδεύσουμε στα βόρεια περάσματα ενός τόπου, Βέροια έλεγαν την περιοχήόπως διαπιστώσαμε αργότερα. Προσπερνούσαμε μικρά χωριά με ασπρισμένα σπίτια,καταπράσινες κοιλάδες και χαμηλούς λόφους».
Την επόμενη ημέρα στρατοπέδευσε μαζί με τους συντρόφους του στην Κοζάνη. «Ερχονταν Ελληνες και μας προσέφεραν φαγητόκαι παρά τη δυσκολία της γλώσσας αντίκριζα ευχάριστους, πρόσχαρους και φιλόξενους ανθρώπους, μα πάνω από όλα, μιας και ετοιμάζονταν να τα βάλουν με τις ορδές των Ούννων (σ.σ.: η υποτιμητική κατά τη διάρκεια του πολέμου αναφορά στους Γερμανούς), πολίτες και στρατιώτεςγενναίους».
Ο ύπνος του στρατιώτη Ντιμ ήταν ανήσυχος εκείνη τη νύχτα. «Εφταιγαν ίσως και οι πρώτες εικόνες προσφύγωνπου έρχονταν με κάρα ή πεζή από τις πόλεις και τα χωριά της Θεσσαλονίκηςγια να ξεφύγουν από τους Ούννους». O νεαρός Αυστραλός συμμετείχε στις ομάδες στρατιωτών που ανέλαβαν να βρουν, να επιτάξουν ή να νοικιάσουν μουλάρια «για να ανέβουμε στα καλυμμένα με σύννεφα και πάγο βουνά». Στο πέρασμα, «δυτικά του Ολύμπου, πάνω σε ένα άλλο βουνό (σ.σ.: εννοεί το Βέρμιο) κοντά στη Βέροια» ανατίναξαν μια γέφυρα. Λίγες μόλις στιγμές μετά «άρχισαν πυρά πυροβολικού. Το πέρασμα ήταν τόσο στενόπου μόλις δύο μικρά πυροβόλα δικά μας υπήρχε περιθώριο να αναπτυχθούν». Ο καταιγισμός πυρών διακοπτόταν μόνο «από τη βροχή και την ομίχλη».
Ο εφιάλτης των Στούκας και της λάσπης
Οταν έπεσε η Θεσσαλονίκη στα χέρια των μηχανοκίνητων μονάδων της Βέρμαχτ οι στρατιώτες της Κοινοπολιτείας έλαβαν διαταγές αναδίπλωσης «στο στενό που λεγόταν Σέρβια». Η πορεία μόνο εύκολη δεν ήταν. «Δρόμος δεν υπήρχε. Τα γερμανικά αεροπλάνα πετούσαν και πολυβολούσαν, όταν ο καιρός το επέτρεπε. Εβρεχε κατά διαστήματα καταρρακτωδώς. Οι αρβύλες κολλούσαν στη λάσπη και γλιστρούσαν στον πάγο». Τα καμιόνια και όσα οχήματα ήταν ακό μη σε λειτουργία κατευθύνονταν χωρίς φώτα. Παράλληλα με τον Στρατό βάδιζαν «παιδιά, γυναίκες, γέροι, άοπλοιπου ήθελαν να ξεφύγουν από τους Ούννους. Πολλοί έπεσαν νεκροί από τα πυρά των αεροπλάνων ή τους βομβαρδισμούς». Οι αυστραλοί και νεοζηλανδοί στρατιώτες της Κοινοπολιτείας προχωρούσαν πια μέσα στη νύχτα. Πριν καν προβάλουν αντίσταση στα Σέρβια διατάχθηκε αναδίπλωση, «αφού καταστρέφαμε πίσω μας πολεμικό εξοπλισμό και πυροβόλα· ό,τιδηλαδήθα δυσχέραινε την πορεία μας. Το δίλημμα πλέον ήταν νεκροί μέσα στη λάσπη από τα γερμανικά αεροπλάνα ή αιχμάλωτοι των μοτοσικλετιστών». Τη Λάρισα και αργότερα τη Λαμία «τις προσπεράσαμε νύχταγια να μην καταλάβει ο πληθυσμός ότι υποχωρούσαμε. Πηγαίναμε από αγροτικούς δρόμους, μονοπάτια, κανάλια με νερό και καλαμιές».
Ο νεαρός στρατιώτης που βρέθηκε στην Ελλάδα από τη μακρινή Αυστραλία για να σταματήσει τη ναζιστική λαίλαπα αντιλήφθηκε σύντομα ότι «η αποστολή στην Ελλάδα είχε λήξει άδοξα και μόλις κατορθώναμε να φτάσουμε στην Αθήναθα αποχωρούσαμε από τη χώρα. Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να ξεπεράσω το βλέμμα των Ελλήνωνόπου μας συναντούσαν και καταλάβαιναν ότι φεύγαμε. Εμείς απαγκιστρωνόμασταν ζωντανοί και εκείνοι θα παραδίδονταν στον θάνατο, στις προσβολές, σ την αιχμαλωσία».
Οι κονσέρβες βοδινού είχαν είτε τελειώσει είτε εγκαταλειφθεί «για να μην είναι βάρος στην υποχώρηση.Αλλοι άφησαν ακόμη και γεμιστήρες πίσω τους». Λίγο έξω από τη Λαμία, «σε έναν ερειπωμένο οικισμό,ένας συνάδελφος βρήκε,κυνήγησε και θανάτωσε μια γαλοπούλα. Φάγαμε καλά έπειτα από δυο-τρεις μέρες πείνας και αδιάκοπης πορείας». Στον Μπράλο θα δοθεί μία ακόμη μάχη με την εμπροσθοφυλακή των Γερμανών. «Τους ανακόψαμε προσωρινά. Σκοτώθηκαν πολλοί συνάδελφοι». Εγκαταλείποντας τη θέση παράτησαν τα καμουφλάζ και ορισμένα πολυβόλα. Φεύγοντας τα ξημερώματα ο Ντιμ είδε τα καθέτου εφορμήσεως γερμανικά Στούκας «να πολυβολούν τις θέσεις που μόλις είχαμε εγκαταλείψει. Αυτό μας χάρισε μερικά λεπτά ανάσας και πλεονεκτήματος δρόμου μέσα στα υψώματα». Στην Ελευσίνα όπου έφθασε η ταξιαρχία του Ντιμ τους περίμεναν πλοία του Βρετανικού Ναυτικού. Επιτάχθηκαν όμως «τράτες, καΐκια, μικρά ιστιοφόρα,οποιοδήποτε πλεούμενοπροκειμένου να εκκενώσουμε μια ώρα νωρίτερα την ηπειρωτική χώρα». Η συνέχεια θα δινόταν «στην κόλαση της Κρήτης» λίγες εβδομάδες αργότερα.
πηγη ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου