Από τον ΣΠΥΡΟ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗ
Σε μερικά χρόνια οι πόλεμοι δεν θα γίνονται για το πετρέλαιο αλλά για το νερό και την τροφή. Αυτό υποστήριζε το 2004 ο Lester Brown, ιδρυτής του Worldwatch Institute και πρόεδρος του Earth Policy Institute, σε μελέτη του με τον ενδεικτικό τίτλο «Σχέδιο Β' για τη σωτηρία της Γης».
Οι πολύ ανησυχητικές ενδείξεις για την εκρηκτική αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού στα επόμενα σαράντα χρόνια, σε συνδυασμό με τις τεράστιες κλιματικές αλλαγές που αναμένεται ότι θα επέλθουν από την αμείωτη εκμετάλλευση των ήδη περιορισμένων οικολογικών μας πόρων, έχουν κινητοποιήσει τους επιστήμονες οι οποίοι επιδίδονται σε έναν απελπισμένο αγώνα για την εξεύρεση κάποιων εφικτών λύσεων, ώστε να εξασφαλιστεί ο επισιτισμός της ανθρωπότητας χωρίς να επιβαρυνθεί περαιτέρω το περιβάλλον.
Σήμερα για να τραφούν οι 6,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι που κατοικούν στον πλανήτη χρησιμοποιούνται για τις καλλιέργειες και τους βοσκότοπους εκτάσεις που ισοδυναμούν με την επιφάνεια ολόκληρης της Νότιας Αμερικής. Σύμφωνα με τις προβλέψεις των ειδικών, μέχρι το 2050 ο πληθυσμός της Γης θα έχει φθάσει τα 9,5 δισεκατομμύρια, το 80% των οποίων θα κατοικεί σε αστικά κέντρα. Δεδομένου ότι ο μέσος άνθρωπος χρειάζεται για να επιβιώσει περίπου 1.500 θερμίδες ημερησίως, εκτιμάται ότι με τις υπάρχουσες συνθήκες αγροκαλλιέργειας, σε σαράντα χρόνια για να μπορεί να συνεχίσει να τρέφεται η ανθρωπότητα θα χρειαστεί να μετατρέψει επιπλέον σε αγροκαλλιέργειες πάνω από 8,5 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα, όση περίπου είναι η επιφάνεια της Βραζιλίας. Μόνο που κάτι τέτοιο είναι πρακτικά αδύνατο να συμβεί, για τον απλούστατο λόγο ότι όχι μόνο δεν υπάρχουν πλέον διαθέσιμα καλλιεργήσιμα εδάφη, αλλά και αυτά που ήδη υπάρχουν σιγά σιγά εξαφανίζονται, λόγω της αυξανόμενης οικιστικής ανάπτυξης και της ερήμωσης της υπαίθρου.
Από την άλλη πλευρά η γεωργία έχει πλέον μετατραπεί σε μια τεράστια και ιδιαίτερα προσοδοφόρα βιομηχανία που επιβαρύνει πολλαπλώς το περιβάλλον, είτε μέσω της κατανάλωσης μεγάλων υδάτινων αποθεμάτων (για αρδευτικούς σκοπούς καταναλώνεται το 70% του γλυκού νερού) είτε μέσω της μόλυνσης του νερού, με εντομοκτόνα και χημικά λιπάσματα που καταλήγουν στα δίκτυα ύδρευσης των πόλεων, είτε μέσω της τεράστιας κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων (το 20% του πετρελαίου και της βενζίνης που καταναλώνεται στις ΗΠΑ αφορά αγροτικές χρήσεις). Μάλιστα, η ενεργειακή αυτή σπατάλη, εκτός από το να συμβάλλει στην υπερθέρμανση του πλανήτη, επηρεάζει και τις τιμές των τροφίμων, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έφθασαν στα ύψη ακολουθώντας κατά πόδας τις αυξομειώσεις της τιμής του πετρελαίου.
Για την αντιμετώπιση όλων αυτών των σοβαρών προβλημάτων αρχιτέκτονες, μηχανικοί και αγρονόμοι προτείνουν ένα νέο μοντέλο γεωργικής παραγωγής, πλήρως αποδεσμευμένο από το έδαφος και ταυτόχρονα ενσωματωμένο στον αστικό ιστό: τα αγροκτήματα-ουρανοξύστες (skyfarm, vertical farm).
Πρόκειται στην πραγματικότητα για πολυώροφα κτίρια, τα οποία θα λειτουργούν ταυτόχρονα ως σταθμοί παραγωγής και ως σημεία διάθεσης των προϊόντων. Για την καλλιέργεια των φυτών προτείνεται ως καταλληλότερη μέθοδος η υδροπονία, που ήδη χρησιμοποιείται με επιτυχία σε θερμοκήπια. Η υδροπονία είναι μια αρχαιότατη μέθοδος φυτοκαλλιέργειας (τη χρησιμοποίησαν και οι Βαβυλώνιοι για τους περίφημους κρεμαστούς κήπους τους) που χρησιμοποιεί τεχνικό υπόστρωμα αντί για χώμα. Τα φυτά αναπτύσσονται με τις ρίζες τους μέσα σε νερό και θρεπτικά διαλύματα απαραίτητα για τη σωστή λειτουργία και απόδοσή τους. Τα πλεονεκτήματα της τεχνικής αυτής είναι αφ' ενός ότι καθιστά περιττή τη χρήση ζιζανιοκτόνων λόγω της απουσίας μυκήτων, και αφ' ετέρου ότι ανακυκλώνει το θρεπτικό διάλυμα, το οποίο ξαναχρησιμοποιείται στη λίπανση.
Η ιδέα της «κατακόρυφης γεωργίας» (vertical farming) γεννήθηκε το 1999 στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ, όταν ο Dickson Despommier, καθηγητής Μικροβιολογίας και Δημόσιας Υγείας, ανέθεσε στους φοιτητές του να «ταΐσουν» 50 χιλιάδες Νεοϋορκέζους μετατρέποντας τις ταράτσες των ουρανοξυστών του Μανχάταν σε καλλιεργήσιμα αγροτεμάχια. Αποδείχθηκε, όμως, ότι αυτή η πρόταση θα κατάφερνε να καλύψει τις ανάγκες σε τροφή και νερό μόνο του 5% των κατοίκων. Ετσι, ο Despommier πρότεινε μια πιο ριζοσπαστική λύση: να δοκιμάσουν την καλλιέργεια σε κλειστούς χώρους και σε πολλαπλά επίπεδα που θα αναπτύσσονται καθ' ύψος. Η ιδέα αυτή βρήκε μεγάλη απήχηση και σύντομα εξελίχθηκε σε πραγματικό πρότζεκτ για τη σωτηρία του πλανήτη από τη λιμοκτονία, το λεγόμενο «Vertical Farm Project».
Από τότε μέχρι σήμερα ο καθηγητής Despommier, ως επικεφαλής του πρότζεκτ, έχει επανειλημμένως παρουσιάσει σε δημοσιεύματα και διαλέξεις τα πλεονεκτήματα της κατακόρυφης γεωργίας: προστασία των καλλιεργειών από τις καιρικές συνθήκες, εκμετάλλευση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη λειτουργία των κατακόρυφων αγροκτημάτων, διάθεση των προϊόντων στον τόπο παραγωγής τους, άρα εξοικονόμηση χρημάτων από την κατάργηση των δαπανών για μεταφορικά και «μεσάζοντες», ανακύκλωση των λυμάτων, δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Βέβαια θα χρειαστεί ακόμη καιρός μέχρι να πειστούν οι διάφοροι εμπλεκόμενοι φορείς -κυβερνήσεις, ερευνητικά κέντρα, επενδυτές- ότι ένα τόσο φιλόδοξο σχέδιο είναι υλοποιήσιμο. Υστερα μάλιστα από την αποτυχία ενός παρόμοιου εγχειρήματος, του Biosfera 2, το οποίο εφαρμόστηκε το 1991 στα περίχωρα της Τουξόν, στην Αριζόνα, και διακόπηκε στα 1994, είναι δικαιολογημένη η όποια δυσπιστία. Από την άλλη πλευρά, όπως υποστηρίζει ο Despommier, η περίπτωση της Τουξόν θα πρέπει να λειτουργήσει ως παράδειγμα προς αποφυγή και ως κίνητρο για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των σημερινών επιστημονικών και τεχνολογικών γνώσεων. Ηδη πάντως οι κυβερνήσεις πολλών κρατών έχουν δείξει ενδιαφέρον και έχουν δρομολογήσει την εκπόνηση μελετών.
ΠΗΓΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου