Γράφει ο Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΤΕΤΡΑΔΗΣ
Ο ΚΥΡ Χρήστος έπαιρνε τα πόδια του κάθε πρωί, χειμώνα-καλοκαίρι, και με το ίδιο ήρεμο ύφος κατηφόριζε την Καισαριανή, διέσχιζε το Παγκράτι και έβγαινε απέναντι από το ποτάμι, που σήμερα λέγεται Μιχαλακοπούλου και Β. Κωνσταντίνου και παλιότερα Ιλισός.
ΣΤΗΝ αντίπερα όχθη του ανηφόριζε προς το κέντρο και αφού πέρναγε μέσα από το Κολωνάκι εμφανιζόταν στο Σύνταγμα και τη γύρω περιοχή πουλώντας την πραμάτεια του, με τον ευγενικό και ήπιο τρόπο, που έχει καθένας, ο οποίος όχι απλώς ξέρει τη δουλειά του, αλλά ξέρει να σέβεται τη δουλειά του και τους πελάτες του.
Ο ΚΥΡ Χρήστος, ίσως ο πιο διάσημος λαχειοπώλης της Αθήνας, αφού περπάτησε χιλιάδες χιλιόμετρα για να προικίσει τις τρεις του κόρες και να τις σπουδάσει, άφησε την τελευταία του πνοή στο πεζοδρόμιο της οδού Σόλωνος, χτυπημένος αλύπητα από κλέφτες, που του πήραν τα λαχεία και τις εισπράξεις της ημέρας. Την Τετάρτη το βράδυ.
Η ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ δεν έγινε στον δρόμο. Εκεί κατέληξε ο κυρ Χρήστος αβοήθητος από άλλους συνανθρώπους -αν και η λέξη είναι πολύ κολακευτική γι' αυτούς- αφού κατέβηκε αιμόφυρτος από ένα δημόσιο λεωφορείο. Ενα από τα δημόσια λεωφορεία, όπου πολύ συχνά οι οδηγοί εξασκούν όλη τη γενναιότητά τους για να πουλήσουν εξουσία σε γέρους, ξένους, κυριούλες που πάνε στη δουλειά τους και λογής λογής μεταφερόμενους.
ΑΛΛΟΤΕ προσπερνώντας επιδεικτικά μια στάση, άλλοτε κρατώντας κλειστή μια πόρτα, άλλοτε οδηγώντας με ταχύτητες και φρένα ενός ράλι, άλλοτε αναιδείς στα παράπονα και τις υποδείξεις των επιβατών. Καλυπτόμενοι πάντα πίσω από την εξουσία του τιμονιού και την ασυλία που απολαμβάνουν από την εταιρεία -ο Θεός να την κάνει- για οποιαδήποτε καταγγελία. Και υπάρχουν πάμπολλες.
Σ' ΕΝΑ τέτοιο δημόσιο λεωφορείο δάρθηκε ανελέητα και ληστεύτηκε ο κυρ Χρήστος, χωρίς κανένας από τους λίγους επιβάτες και ο οδηγός να τον βοηθήσουν. Πώς άνοιξαν οι πόρτες και κατέβηκαν οι ληστές, πώς άνοιξε η πόρτα και σύρθηκε έξω αβοήθητος εκείνος, μάλλον δεν θα το μάθουμε. Θα πάει στα ψιλά.
ΕΚΕΙΝΟ που μαθαίνουμε την κάθε μέρα δεν είναι η βία που πυκνώνει γύρω μας. Αυτή υπάρχει ήδη από τον Κάιν. Το ανατριχιαστικό είναι ο εαυτούλης που θριαμβεύει όλο και πιο συχνά, όλο και πιο αυτονόητα, όλο και πιο επιθετικά με την απαίτηση να υπάρχει και να νικάει. Η απαίτηση δεν είναι πια η αυτοθυσία και η συνύπαρξη. Η απαίτηση είναι να σώσουμε το τομαράκι μας.
ΟΛΟΙ -ή οι λίγοι- αυτοί οι άνθρωποι, που έβλεπαν τον κυρ Χρήστο να δέρνεται, να ληστεύεται και μείναν βουβοί μάρτυρες αυτού του εγκλήματος, θα δικαιολογηθούν αυτομάτως από το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού. «Να πάνε να σκοτωθούν μ' αυτούς τους αλήτες που είχαν μπροστά τους; Τρελός είσαι; Εχεις έρθει στη θέση τους;».
ΕΧΩ έρθει. Και έχουμε έρθει πολλοί, όχι μόνο με κλεφτρόνια και περιθώριο, αλλά και με τραμπούκους, με οπλοφόρους, με ασφαλίτες, με τσαμπουκάδες. Για να μην πούμε ότι δεν είμαστε αυτό που πιστεύαμε. Κυρίως, για να μη γυρίσουμε σπίτι ή στο μαγαζί ή στον καθρέφτη μιας τουαλέτας, να δούμε τη φάτσα μας και να πούμε «φτου σου ρε κλάνια». Για να μην ξεφτιλιστούμε στον εαυτό μας τον ίδιο.
ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ότι οι γενναίοι που βρέθηκαν μάρτυρες στις τελευταίες στιγμές του κυρ Χρήστου θα γύρισαν σπίτι, και στον καθρέφτη του σπιτιού τους θα είπαν με τη μισοκακόμοιρη φωνή, που γαλουχεί πια το πιο μεγάλο κομμάτι της χώρας:
«Μπράβο ρε μάγκα. Την έβγαλες κι απόψε».
ΚΥΡ Χρήστο, σε ποιους φώναζες μέσα στο λεωφορείο να σε βοηθήσουν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου