Προς ανιστόρητους

Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος

(Οι μεγάλοι κωμικοί της επιθεώρησης ήταν σεμνότεροι απο άλλους του "σοβαρού". Εδω σε φωτογραφία ο μεγάλος Βέγγος στην "Ειρήνη" το 2001 στην Επίδαυρο)

Η ελληνική επιθεώρηση έχει πολλά κοινά στοιχεία με τις κωμωδίες του Αριστοφάνη. Το να το ακούς και να το διαβάζεις από άσχετους στην ιστορία του θεάτρου μας (ακόμη και πανεπιστημιακούς), πάει κι έρχεται. Το να το ακούς και να το διαβάζεις από δημοσιογραφιά μειράκια που συντάσσονται και «ενημερώνονται» από την ανωνυμογραφία των μπλογκς, τρώγεται· αλλά και να το ακούς από ανθρώπους του θεάτρου είναι τουλάχιστον ασέβεια σε μια γενναία συντεχνία της θεατρικής μας ιστορίας.  
Αναφέρομαι στην απαξίωση της Επιθεώρησης. Γιατί τι άλλο σε κάνει να ακούς και να διαβάζεις πως μια παράσταση Αριστοφάνη έπεσε στο χυδαίο επίπεδο της Επιθεώρησης. Είναι ακριβώς σαν να λες και να γράφεις πως μια πολιτική π.χ. αγόρευση ή πράξη ξέπεσε στο βορβορώδες σκάμμα ενός απόπατου.

Ε! Λοιπόν όχι. Η Επιθεώρηση είναι ένα υβρίδιον μεν, ένα μεικτό, αλλά νόμιμο είδος και η τιμή της παρουσίας της στην ιστορία του ευρωπαϊκού θεάτρου είναι ελληνική. Πολιτικό θέατρο με ευθεία κριτική θεσμών και προσώπων δεν υπάρχει σε καμιά άλλη θεατρική παράδοση της Ευρώπης. Είναι αυτό που στην εποχή του Αριστοφάνη (ανιστόρητοι!) ονομαζόταν «ονομαστί κωμωδείν» και ακόμη και η δημοκρατική Αθήνα δεν το άντεξε. Η ελληνική, η αθηναϊκή λεγόμενη, επιθεώρηση υποχρεώθηκε να σιωπήσει μόνο στις δικτατορίες, όπου η εξουσία κατέφυγε στη Λογοκρισία.

Αλλά ανιστόρητο είναι και το άλλο γραφόμενο: πως τάχα οι αριστοφανικές παραστάσεις καταφεύγουν σε επιθεωρησιακές λύσεις. Το αντίθετο συνέβη ιστορικά για όσους έχουν παιδεία θεατρικής ιστορίας. Η Επιθεώρηση δανείστηκε ευθέως από τα αριστοφανικά και δομικά και περιεχομενικά πρότυπα. Ηδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο μέγας Ραγκαβής γράφει μια άγρια πολιτική σάτιρα εναντίον της ξενικής εξάρτησης, του κοινοβουλευτικού βίου και της αργυρώνητης δημοσιογραφίας στο έργο του «Του Κουτρούλη ο γάμος». Στον πρόλογό του ρητά αναφέρει πως αρκείται να μιμηθεί και το σατιρικό αλλά και το δομικό σχήμα του Αριστοφάνη και μάλιστα στα χορικά μιμούνται ευθέως τα μέτρα και τη διάρθρωση των «Ιππέων» του Αριστοφάνη, στη δε παράβαση της κωμωδίας η μίμηση είναι σχεδόν αριστουργηματικά σκανδαλώδης.  

Αλλά θα μου πείτε άλλο μίμηση αριστοφανικής δομής και άλλο Επιθεώρηση. Αμ δε! Σε άλλο έργο του Ραγκαβή, στο «Γάμος άνευ νύφης» ο κεντρικός ήρωας, ένας χωριάτης που έρχεται στην πρωτεύουσα για να βρει νύφη ονομάζεται αριστοφανικότατα Αγριμογιάννης και στην Αθήνα ανακαλύπτει πόσο τα ήθη τα πατροπαράδοτα έχουν πλέον χαθεί, αυτός ο τύπος που είχε γίνει λαϊκός και δημοφιλής είναι ο κομπέρ της πρώτης Επιθεώρησης που γράφτηκε και παίχτηκε στην Ελλάδα «Λίγο απ΄ όλα». Από τον αριστοφανίζοντα Ραγκαβή και τον πολιτικό σατιρικό του στόχο γεννήθηκε η πολιτική και κοινωνική σάτιρα στη νεώτερη Ελλάδα με τη μορφή μιας νέας και ευρωπαϊκά πρωτότυπης θεατρικής φόρμας.

Αλλά δεν θα περιοριστώ σ΄ αυτήν τη διαδρομή. Στα μέσα του 19ου αιώνα και στην αιχμή του βαυαρικού καθεστώτος που ήκμασε η κοινωνική και πολιτική σάτιρα, ο θαρραλέος δημοσιογράφος Σοφοκλής Καρύδης εκτός από τις κωμωδίες που έγραψε (ανάμεσά τους «Ο υποψήφιος βουλευτής», «Η κοινωνία των Αθηνών») συγκρότησε και θίασο, έβγαλε και πολιτική σατιρική εφημερίδα και τα δύο με τον τίτλο «Αριστοφάνης». Με αυτό τον θίασο ο Χουρμούζης πρωτοανέβασε διασκευασμένη στα ήθη της εποχής τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη!

Αλλά ανάμεσα στο «Λίγο απ΄ όλα» και στην πλεισίστια πλέον αναβίωση της Επιθεώρησης το 1907, 1908, 1909, ο Σουρής, που είχε γίνει σατιρικός πρέσβης του μέσου Ελληνα με τον «Φασουλή» του μεταφράζει σε ύφος και στιχουργική ημερολόγια τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη και εμφανίζεται ο ίδιος στην Παράβαση!

Αλλά και πριν από την αναβίωση της Επιθεώρησης με τα «Παναθήναια» όπως προείπα, ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ανεβάζει «Μόνον δι΄ άντρας» στην πάλαι ποτέ πρωτοποριακή του «Νέα Σκηνή» τις «Εκκλησιάζουσες» και τη «Λυσιστράτη».

Αρα, η Επιθεώρηση όταν πλέον μέσα στην τολμηρή αλλά μοναδική ίδρυσή της το 1894 (από τον σοβαρό θίασο του Δημ. Κοτοπούλη και σε επανάληψη από τον μεγάλο Παντόπουλο- δηλαδή ηθοποιούς που παίζανε τραγωδία, Σαίξπηρ, Μολιέρο και όχι μπουλούκια!) είχε πίσω της το 1907 μια ολόκληρη αριστοφανική αναφορά και γι΄ αυτό αυτή τη δομική και σατιρική παράδοση αξιοποίησε. Ο Αριστοφάνης στις περισσότερες κωμωδίες του μετά την εξέταση στο πρώτο μέρος της ευρηματικής του καταφεύγει σε «νούμερα», εισβάλλουν στη σκηνή συκοφάντες, βολευτάκηδες, ιερείς κάπηλοι, ποετάστροι, γνωστοί «ευρύπρωκτοι», χωροτάκτες, αστρολόγοι, λυσσασμένες και ματσωμένες γριές, έμποροι όπλων, πεινάλες, τεμπελχανάδες, στρεπτόδικοι νομομαθείς δικολάβοι κ.τλ. Δηλαδή εν περιλήψει όλοι οι τύποι της Επιθεώρησης που τους άρπαξε και τους μιμήθηκε από τους πεινασμένους δημοσίους υπαλλήλους έως το «να κάααθεσαι» του Φωτόπουλου, το «Φάτε, φάτε» του Αυλωνίτη και το αμιγώς ρουμελιώτικο του Χατζηχρήστου.

Γνωρίζω τον Αντίλογο, ο Αριστοφάνης ήταν και ποιητής. Σαφώς. Και μέγας. Γι΄ αυτό και οι σύγχρονες παραστάσεις σέβονται όλες τις παραβάσεις του και τις λυρικές του παρόδους (π.χ. των «Νεφελών»). Απόδειξη: οι έξοχες μελοποιήσεις των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Μαρκόπουλου, Λεοντή, Κουρουπού, Δημητρίου, Κραουνάκη, Τόκα, Σάββα, Χριστιανάκη, Τσακνή, Τσαγκάρη, Πλέσσα κ.λπ. που με μελωδίες και ρυθμούς τίμησαν τον λόγο του Αριστοφάνη και δεν έγραψε (κανένας!) φτηνιάρικη μουσική. Απόδειξη: ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης όταν έκαναν Επιθεώρηση κατέφυγαν στην αριστοφανική τους προϊστορία.

ΠΗΓΗ ΤΑ ΝΕΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου