Του ΑΡΗ ΑΜΠΑΤΖΗ
Από τη δεκαετία του '50, η Τουρκία κινείται σε έναν άξονα ορισμού της ως γέφυρας μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Σε όλη τη διάρκεια της πορείας αυτής, ο χαρακτήρας της γέφυρας ήταν κατά κανόνα πολιτικός.
Συγκυριακά στη φάση αυτή και σε συνδυασμό με τις εσωτερικές εξελίξεις στην Τουρκία και τις διεθνείς ισορροπίες, οι Τούρκοι επιχειρούν να προσδώσουν στη γέφυρα αυτή και οικονομικό χαρακτήρα, με τρόπο που δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν.
Η ιστορία ξεκίνησε το '50 και εξελίχθηκε με τρόπο που η γέφυρα πήρε κατά περιόδους διάφορα ονόματα. «Χωροφύλακας» των δυτικών συμφερόντων, «κομβικό κράτος», «περιφερειακή δύναμη» ήταν μερικά από τα ονόματα αυτά. Κύριο χαρακτηριστικό για μια μεγάλη περίοδο ήταν η γειτνίαση της Τουρκίας με το λεγόμενο «Ανατολικό Μπλοκ», γεγονός που υπήρξε και ο βασικός λόγος για την ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ στις αρχές της δεκαετίας του '50.
Ο ρόλος γέφυρας, όμως, είχε και διάσταση πολιτισμική. Ταίριαζε κουτί στην Τουρκία αυτό, διότι και γεωγραφικά και γεωστρατηγικά, αλλά και πολιτισμικά, η τουρκική χώρα και κοινωνία περιείχαν στοιχεία γέφυρας. Εάν η κατεξοχήν κοινωνία στην οποία παραδοσιακά διατυπώνεται το ερώτημα τι εστί Δύση και τι Ανατολή, είναι η Ρωσία, μια δεύτερη τέτοια χώρα είναι και η Τουρκία. Το ίδιο ερώτημα περιλαμβάνεται στα γεννοφάσκια της σύγχρονης τουρκικής ιδεολογίας, από τα τέλη του 19ου αιώνα.
Κάποια στιγμή, όταν «μας τελείωσε» ο «σοβιετικός κίνδυνος», έπρεπε να γίνουν βελτιωτικά έργα στη γέφυρα. Αυτά ενδεχομένως συνεχίζονται ακόμη ή, αν θέλετε, δεν θα τελειώσουν ποτέ. Στη φάση αυτή, πάντως, η Τουρκία, μαζί με τις εκσκαφές και τα σοβαντίσματα στο πολιτικό σκέλος της γέφυρας, αποσκοπεί και σ' αυτό που οραματιζόταν από τα τέλη της δεκαετίας του '80 ο τότε ισχυρός της άντρας, ο Τουργκούτ Οζάλ. «Να μετατραπεί η Τουρκία σε οικονομικό και εμπορικό κέντρο σε μια μεγάλη περιοχή που καλύπτει τα Βαλκάνια, τον Καύκασο, την Κεντρική Ασία και μέρος της Μέσης Ανατολής». Τότε, όμως, ούτε η δομή της τουρκικής οικονομίας ούτε και ο πολιτικός και στρατηγικός αυτοπροσδιορισμός των Τούρκων επέτρεπε κάτι τέτοιο.
Τα διάφορα ανοίγματα της κυβέρνησης Ερντογάν στο ξένο κεφάλαιο, τα οποία σημειωτέον περιλαμβάνουν και το αραβικό και το εβραϊκό, προδιαγράφουν μια άλλη κατάσταση. Επιπροσθέτως, η υπόθεση των ξένων επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των δυτικών κεφαλαίων, είναι από τους βασικούς στόχους.
Συγκυριακά, τα δεδομένα είναι θετικά και για την άλλη προϋπόθεση: την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας. Κι αυτό δεν αφορά μόνο το γεγονός των δεδομένων που δείχνουν ανάπτυξη σε μια περίοδο που η οικονομική κρίση είναι προ των θυρών για αρκετές χώρες. Αφορά και την όλο και μεγαλύτερη αύξηση της κατανάλωσης στην Τουρκία. Αφορά όμως πολύ περισσότερο το γεγονός ότι η Τουρκία επιχειρεί να γίνει χώρος όπου ξένοι θα επενδύουν και θα εξάγουν σε διάφορες αγορές της περιοχής.
Η Τουρκία βγήκε από την οικονομική κρίση του 2001 αξιοποιώντας τη δυνατότητα να «παίξει» με την τιμή του συναλλάγματος, και έτσι κατάφερε να βγει από το αδιέξοδο με τις εξαγωγές. Το ίδιο μοντέλο, το οποίο ουσιαστικά είναι αποτέλεσμα του προγράμματος που σε συνεργασία με το ΔΝΤ εφάρμοσε ο τότε αρμόδιος υπουργός Κεμάλ Ντερβίς, εξακολουθεί να εφαρμόζεται. Τις αγορές στις οποίες έχει ανοιχθεί με εξαγωγές προσφέρει ως δέλεαρ τώρα η Τουρκία στους ξένους επενδυτές.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνά κανείς ότι το σχήμα αυτό στηρίζεται στις σχετικές με την Τουρκία διεθνείς ισορροπίες, στην πολιτική σταθερότητα εντός της χώρας και στο γεγονός ότι οι διεθνείς αγορές εδώ και καιρό δεν σπεκουλάρουν αρνητικά σε σχέση με την Τουρκία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου