Του Μιχαλη Πιτσιλιδη
Διευθυντή του περιοδικού Popular Medicine
Αποτελεί παράδοση, τα τελευταία είκοσι χρόνια, κάθε υπουργός Υγείας, πριν ολοκληρώσει τη σύντομη σχετικά θητεία του (μέση διάρκεια από το 1974 μέχρι σήμερα 17-18 μήνες), να αφήνει ως παρακαταθήκη τρεις «νόμους»: για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, για τη λειτουργία των νοσοκομείων και για τις προμήθειες. Την τελευταία πενταετία προστέθηκε και ο νόμος κατά του καπνίσματος.
Στην πράξη, όλοι αυτοί οι νόμοι κοσμούν το περίφημο χρονοντούλαπο της Ιστορίας στο οποίο τοποθετήθηκαν σχεδόν αμέσως μετά την πανηγυρική ψήφισή τους, επειδή ήταν πλήρως ανεφάρμοστοι ή ανεδαφικοί. Στα χνάρια των υπουργών Υγείας βαδίζουν οι συνάδελφοί τους της Παιδείας, καθένας από τους οποίους θεωρεί ιερή υποχρέωσή του να «βελτιώσει» το σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι η δημόσια υγεία και η δημόσια παιδεία ακολουθούν παράλληλη χρονικά πορεία απαξίωσης και κατάρρευσης, συνιστώντας τα σημαντικότερα προβλήματα των ημερών μας, αμέσως μετά την οικονομία/ανεργία.
Είναι χαρακτηριστικό της παραδοσιακής νομοθετικής ανεπάρκειας ότι οι υπουργοί Υγείας (όλοι μέχρι σήμερα πλην του κ. Αλέκου Παπαδόπουλου) νομοθέτησαν αφήνοντας επισήμως και πλήρως ανοιχτά τα παράθυρα καταστρατήγησης του νόμου. Η υποκριτική αυτή πολιτική συμπεριφορά αποτελεί ένα φτωχό επικοινωνιακό τέχνασμα. Ετσι, η κ. Ξενογιαννακοπούλου, με την προσφιλή της μέθοδο της τηλεοπτικής πολιτικής, εμφανίζεται στα κανάλια και διαβεβαιώνει ότι θεσμοθετεί την «ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων», προκειμένου το ΕΣΥ να διευκολύνει τους πολίτες και να αντλήσει πόρους από την ιδιωτική αγορά. Στην πράξη, ωστόσο, το επιστημονικό συμβούλιο κάθε νοσοκομείου (δηλ. οι γιατροί) θα αποφασίσει αν, πώς και ποια τμήματα θα λειτουργήσουν. Αρα, έχει νομοθετηθεί η δυνατότητα «ολοήμερης» λειτουργίας όταν ο ίδιος νόμος επιβάλλει τη μόλις... 4ωρη λειτουργία των τακτικών πρωινών ιατρείων! Επιπλέον, τα περί ολοήμερου είναι όλα στον αέρα, καθώς απαιτούνται δεκάδες υπουργικές αποφάσεις που θα καθορίσουν τις «λεπτομέρειες». Γνωστό σύστημα στρίβειν διά του αρραβώνος...
Χαρακτηριστικό της αβελτηρίας που χαρακτηρίζει και αυτή τη νομοθετική προσπάθεια είναι ότι επιχειρείται η συνεργασία ΕΣΥ και ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών, αλλά σε έναν τομέα ελάσσονος σημασίας γι' αυτές. Θα μπορούσε να εισρεύσει άφθονο ζεστό χρήμα στα άδεια ταμεία του ΕΣΥ, αν προβλεπόταν η συνεργασία σε επίπεδο νοσηλείας και χειρουργικών επεμβάσεων με την υιοθέτηση από το ΕΣΥ ενός εξαιρετικά ανταγωνιστικού προς τα ιδιωτικά νοσοκομεία τιμοκαταλόγου.
Αξίζει δε να σημειωθεί, ως ενδεικτικό γαγγραινώδους γραφειοκρατικής νοοτροπίας, το γεγονός ότι ο νέος νόμος προβλέπει ότι τη σύμβαση με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες δεν συνάπτει ο διοικητής του νοσοκομείου ή έστω ο επικεφαλής Υγειονομικής Περιφέρειας, αλλά... ο ίδιος ο υπουργός! Ετσι ενώ π.χ. το ΚΑΤ και το Ασκληπιείο Βούλας θα μπορούσαν να θησαυρίσουν υπογράφοντας συμβάσεις αποκλειστικά για πολυτραυματίες, θύματα τροχαίων ατυχημάτων, απλώς δεν μπορούν να το κάνουν...
Ενας άλλος τομέας στον οποίο καταγράφει αρνητική συνεισφορά ο νέος νόμος για την «αναβάθμιση» του ΕΣΥ είναι ότι επιμένει στην υποκριτική και πλήρη απαγόρευση κάθε σχέσης γιατρών ΕΣΥ και ιδιωτικού τομέα. Η απαγόρευση αυτή, σε συνδυασμό με τη δήθεν «πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στο ΕΣΥ» με γελοίους μισθούς, οδηγεί ευθέως στο μαύρο χρήμα που αφθονεί στο ΕΣΥ περισσότερο ακόμα κι από τις γάζες, οι οποίες σπανίζουν εσχάτως. Δεν υπάρχει λογική απάντηση στο ερώτημα γιατί π.χ. μια φαρμακευτική εταιρεία δεν μπορεί να ζητήσει επισήμως από το νοσοκομείο έναν διευθυντή ΕΣΥ για να επιμορφώσει π.χ. τους ιατρικούς της επισκέπτες σε μια ημερίδα, καταβάλλοντας επισήμως την αμοιβή του στο νοσοκομείο ώστε να παρακρατηθεί φόρος και έσοδο νοσοκομείου και να αποδοθεί στον γιατρό νόμιμη αμοιβή. Δεν τιμά τη νοημοσύνη κανενός μας να πιστεύουμε ότι π.χ. ένας εξηντάχρονος διευθυντής μένει στο ΕΣΥ για την αμοιβή των περίπου τριών χιλιάδων ευρώ μηνιαίως. Κι όμως κλείνουμε τα μάτια.
Αξίζει, τέλος, να επισημανθεί το κράμα υποκρισίας και άγνοιας που χαρακτηρίζει τα περίφημα κίνητρα για την κάλυψη κενών θέσεων ειδικών γιατρών στην περιφέρεια. Αν ένας οικογενειακός γιατρός μπορεί να ασκήσει στοιχειωδώς τα καθήκοντά του σε έναν πληθυσμό 500 ανθρώπων, ο γαστρεντερολόγος χρειάζεται, για επιδημιολογικούς λόγους, μερικές χιλιάδες και ο παιδοενδοκρινολόγος μερικές δεκάδες χιλιάδες. Οσο πιο ειδικός ο γιατρός τόσο πιο μεγάλος ο απαιτούμενος πληθυσμός. Επομένως, ο μόνος τρόπος να καλυφθούν οι δυσπρόσιτες περιοχές της χώρας μας δεν είναι ο υποκριτικός οδυρμός ότι δεν έχουμε π.χ. νευροχειρουργό στην Ανάφη ή παιδίατρο στην Κολοπετινίτσα (νυν Τριταία Φωκίδος), αλλά η κατανομή των περιοχών αυτών στη δικαιοδοσία μεγάλων νοσοκομείων και η κάλυψη των αναγκών τους με καλά εκπαιδευμένους οικογενειακούς γιατρούς. Δηλαδή αυτούς ακριβώς που δεν παράγει το σύστημα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου