Αλκοολικοί με την εργασία

Του ΘΑΝΑΣΗ ΤΣΙΤΣΑ

Τα νερά είναι γαλανά. Ο φλοίσβος των κυμάτων σε νανουρίζει. Ολα είναι τέλεια. Ολα; Εχω βάλει αρκετό αντηλιακό στο σώμα μου; Γιατί φορώ αυτό το μαγιό; Αναρωτιέμαι τι συμβαίνει στο γραφείο μου... Εχουν ολοκληρώσει το πρότζεκτ; Πού είναι το κινητό μου; Μη μου πεις ότι δεν έχει σήμα! Δεν μπορείτε να χαλαρώσετε ακόμη και στις διακοπές; Μην ανησυχείτε, δεν είστε οι μόνοι. Μόνο το 53% των Αμερικανών πολιτών δήλωσαν ότι αισθάνονται ανανεωμένοι και αναζωογονημένοι από τις διακοπές τους. Το 30% δήλωσε ότι έχουν σοβαρό πρόβλημα να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το εργασιακό άγχος ακόμη και όταν βρίσκονται σε διακοπές, σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποίησε η ιστοσελίδα Expedia.com σε ένα δείγμα 1.530 ατόμων.
 
Κάποιοι κατά τη διάρκεια των διακοπών τους επιδίδονται σε έντονες αθλητικές δραστηριότητες και όταν επιστρέφουν στις εργασίες τους είναι πιο εξουθενωμένοι από ό,τι όταν είχαν φύγει. Κάποιοι άλλοι, παρά το γεγονός ότι είναι σε διακοπές, είναι μονίμως απασχολημένοι με τα BlackBerrys και τα κινητά τους, σε σημείο που οι πελάτες και οι συνάδελφοί τους να μην υποψιάζονται ότι είναι σε κανονική αδεια. Η προσπάθεια και μόνο να ξεκουραστούν κάνει μερικούς ανθρώπους να αισθάνονται άρρωστοι. Από τα στατιστικά στοιχεία περίπου το 3% του πληθυσμού υποφέρει από την «αρρώστια του ελεύθερου χρόνου» όταν πηγαίνουν διακοπές. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν κούραση, μυϊκούς πόνους και ναυτία, βάσει μια σχετικής έρευνας που είχε γίνει στην Ολλανδία το 2008. Και ένα φαινόμενο που αποκαλείται «οι πονοκέφαλοι του Σαββατοκύριακου» αφορά σχεδόν το 1/3 όλων των ημικρανιών και το 1/6 των πονοκεφάλων που προκαλούνται από ένταση.
 
Οταν ο ανθρώπινος οργανισμός βρίσκεται αντιμέτωπος με μια απειλητική κατάσταση, τότε αρχίζει να εκκρίνει αδρεναλίνη που ουσιαστικά καλεί τον άνθρωπο να αναλάβει δράση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αυξάνουν οι σφυγμοί της καρδιάς, υπάρχει ένταση των μυών, ενώ παράλληλα δημιουργείται πρόβλημα δυσπεψίας. Οταν η απειλή είναι μια επικείμενη απόλυση από τη δουλειά ή ένας πολύ απαιτητικός πελάτης, η κατάσταση της εγρήγορσης του ανθρώπινου οργανισμού παρατείνεται, αυξάνοντας τον κίνδυνο για υψηλή αρτηριακή πίεση, διαβήτη τύπου 2, χρόνιο πόνο και εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Δεν είναι λίγες οι φορές που τέτοιες καταστάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε κατάθλιψη, νευρικότητα και εξουθένωση. 
«Για κάποιους ανθρώπους η απομάκρυνσή τους από το άγχος είναι παρόμοια με την απομάκρυνσή τους από τα στεροειδή. Κάποιοι άλλοι δείχνουν να είναι εξαρτημένοι από την αδρεναλίνη που εκλύεται από το άγχος το οποίο τους πλημμυρίζει εξαιτίας της δουλειάς τους», 
 
«Ο σκληρά εργαζόμενος όταν είναι στο γραφείο ονειρεύεται την παραλία. Ο αλκοολικός με τη δουλειά όταν είναι στην παραλία ονειρεύεται το γραφείο του», γράφει ο ο Μπράιν Ρόμπινσον στο βιβλίο του «Δεμένος με αλυσίδες στο γραφείο: ένας οδηγός για τους αλκοολικούς της εργασίας», ο οποίος υποστηρίζει ότι το 25% των εργαζόμενων στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αλκοολικοί με την εργασία. Ο Ρόμπινσον θεωρεί ότι αυτή η κατηγορία παρακινείται κυρίως από τη χαμηλή αυτοεκτίμηση και την ανασφάλεια παρά από οτιδήποτε άλλο.
 
Μεταφέρουν στις διακοπές τους όλα αυτά τα στοιχεία, μαζί με την ενοχή ότι βρίσκονται μακριά. «Γι' αυτούς η δουλειά μειώνει το άγχος τους. Οταν δεν εργάζονται βλέπουν το άγχος να τους κυριεύει», υποστηρίζει ο Ρόμπινσον, ο οποίος εξομολογήθηκε στο βιβλίο του ότι κατά το παρελθόν και ο ίδιος προσποιούνταν ότι ξεκουραζόταν -και στα κρυφά εργαζόταν- όταν η οικογένειά του πήγαινε στην παραλία. «Με ηρεμούσε όπως ένα ποτό ηρεμεί έναν αλκοολικό», γράφει ο Ρόμπινσον, που εξομολογήθηκε ότι η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, με αποτέλεσμα η γυναίκα του να τον εγκαταλείψει και εκείνος να απευθυνθεί στην οργάνωση «Ανώνυμοι Αλκοολικοί με την Εργασία» είπε σε σχετικό ρεπορτάζ της «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ», ο ψυχίατρος Κόνι Λίστον, που διενεργεί έρευνες σχετικά με το στρες, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια.

Ελλάδα - Τουρκία: ασύμμετρες αντιλήψεις

Του Balkan Devlen
Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Σμύρνης.

Κύπρος, Αιγαίο, Οικουμενικό Πατριαρχείο, Δυτική Θράκη... Αυτές είναι οι «λέξεις - κλειδιά» που ξεπηδούν από τις σελίδες κάθε συγγράμματος για τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις. Οι διενέξεις αυτές είναι ευρέως γνωστές, όπως και οι μεταξύ μας ομοιότητες, που αποτελούν φυσική συνέπεια της συνύπαρξής μας για πέντε αιώνες, σε αυτό που ο Δημήτρης Κιτσίκης ονόμασε «Τουρκο-Ελληνική Αυτοκρατορία». Επειδή είναι γνωστές, λοιπόν, θα προτιμήσω να επικεντρωθώ σε έναν συγκεκριμένο ψυχολογικό παράγοντα που διαμορφώνει σήμερα τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις.

Πρόκειται για το πρόβλημα της ασύμμετρης αντίληψης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.Την τελευταία δεκαετία, οι τουρκικές αντιλήψεις για την Ελλάδα ως απειλή μεταβλήθηκαν ριζικά. Παρά την ύπαρξη δυσεπίλυτων προβλημάτων στις μεταξύ μας σχέσεις (Κυπριακό, υφαλοκρηπίδα), η Ελλάδα έπαψε να συγκαταλέγεται στον κατάλογο των απειλών για την τουρκική κυβέρνηση, αλλά και για τον τουρκικό λαό. Οι αιτίες αυτής της «υποβάθμισης» της απειλής είναι δύο: 

Πρώτη είναι η αυξανόμενη τουρκική αυτοπεποίθηση στη διεθνή σκηνή, μαζί με τη βελτίωση των διμερών σχέσεων, χάρη στη «διπλωματία των σεισμών», του 1999.

Δεύτερη, είναι η ανάδειξη νέων απειλών και πηγών αστάθειας στα ανατολικά και νότια των τουρκικών συνόρων, όπως η εισβολή στο Ιράκ το 2003, το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα και η αναβίωση της ρωσικής ισχύος.
Ως αποτέλεσμα των απειλών αυτών, η Τουρκία αποφάσισε να αποσυνδέσει το Κυπριακό από τις ελληνο-τουρκικές σχέσεις, να αντιμετωπίζει το θέμα της υφαλοκρηπίδας ως τεχνικό ζήτημα και όχι ως πολιτικό, αλλά και να δηλώσει -μέσω του πρωθυπουργού Ερντογάν- ότι ο χαρακτηρισμός «Οικουμενικό» για το Πατριαρχείο δεν ενοχλεί την Αγκυρα.

Δεν είμαι, όμως, σίγουρος ότι η ελληνική πλευρά μετάβαλε ανάλογα τις αντιλήψεις της απέναντι στην Τουρκία. Παρότι δεν είμαι ειδικός των ελληνικών πραγμάτων, εκτιμώ ότι η Τουρκία συνεχίζει να καταλαμβάνει σημαντική θέση στις ανησυχίες των Ελλήνων αξιωματούχων και του ελληνικού κοινού. Για το φαινόμενο αυτό ευθύνονται δύο παράγοντες: 

Πρώτον, η Τουρκία είναι μια αναδυόμενη δύναμη, η γειτνίαση με την οποία δεν μπορεί παρά να είναι δύσκολη. Οι Ελληνες ανησυχούν -δικαίως- ότι η ενίσχυση της χώρας μας συνεπάγεται και ενίσχυση των φιλοδοξιών της στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Ουδείς Τούρκος, όμως, ακόμη και ο πιο λυσσαλέος εθνικιστής, δεν καλλιεργεί οράματα εδαφικής κατάκτησης. 

Δεύτερον, η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν φαίνεται να μοιράζεται τις θέσεις του Δημήτρη Κιτσίκη περί ελληνικότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ετσι, είναι δύσκολο να μεταβληθούν οι επιφυλάξεις ενός λαού για εκείνους που θεωρεί πρώην δυνάστες του. 

Η ασύμμετρη φύση της αντίληψης απειλών είναι σημαντική, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε παρεξηγήσεις, απογοητεύσεις και αίσθημα προδοσίας αν οι προσδοκίες για βελτίωση των σχέσεων δεν ευοδωθούν. Οπως συμβαίνει και στη ζωή των ανθρώπων, μια υγιής σχέση μεταξύ δύο κρατών απαιτεί και ψυχολογική ισορροπία. 

Στις αρχές Ιουλίου βρέθηκα στο όμορφο νησί της Αίγινας για να παρακαθίσω σε συμπόσιο με θέμα που διοργάνωσε το Διεθνές Κέντρο Μελετών της Μαύρης Θάλασσας. Αφού άκουσα με προσοχή τους ομιλητές από τον Καύκασο να μιλούν για τους πολέμους στην περιοχή τους, Ελληνας συνάδελφός μου, μου επεσήμανε ότι τα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των χωρών μας δεν του φαίνονταν πια τόσο σημαντικά. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να αντιληφθούμε πόσο αληθινή είναι αυτή η διαπίστωση.

ΑΓΡΥΠΝΟΣ ΦΡΟΥΡΟΣ 
"Ελληνας συνάδελφός μου, μου επεσήμανε ότι τα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των χωρών μας δεν του φαίνονταν πια τόσο σημαντικά. Πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να αντιληφθούμε πόσο αληθινή είναι αυτή η διαπίστωση. " 

Κύριε "καθηγητά" ποιός είναι αυτός ο διαπρεπής  "ελληνας" που τα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των χωρών μας δεν τα βλέπει ως σημαντικά???
O λόγος που ρωτώ είνα για να σας στείλω στο διάολο παρέα...

Αγωγή του πολίτη

Της ΦΑΙΗΣ ΚΑΡΑΒΙΤΗ 

Zούμε στον καιρό των ιδιωτών. Eδώ και χρόνια. Kαι ας κολακευόμαστε μόνοι για την κληρονομιά της δημοκρατίας και της συμμετοχής. Kατά βάθος έχουμε προ πολλού αποσυνδέσει τη μοίρα του τόπου από τη δική μας και απολαμβάνουμε να ζούμε με τα εθνικά μας οξύμωρα. Aυτά που μας επιτρέπουν τη μια στιγμή να αισθανόμαστε... συνέταιροι του Περικλή και την άλλη να υπερασπιζόμαστε φανατικά τα ατομικά -και μόνο- συμφέροντά μας. Aυτά που μας επιτρέπουν να ελισσόμαστε με άνεση μεταξύ του ένδοξου παρελθόντος, του ζοφερού παρόντος και του άδηλου μέλλοντος και να επιλέγουμε ποιο θα επικαλεστούμε κατά το δοκούν. «Δικαίωμά μας», θα πουν πολλοί. «Kαι πρόβλημά μας», θα πουν κάποιοι άλλοι.

O Γιώργος Tζωρτζάτος δείχνει να ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Eκείνων οι οποίοι εννοούν να δίνουν προτεραιότητα σ’ αυτό που τους αφορά προσωπικά. Σ’ αυτό που αντιμετωπίζουν κάθε μέρα στο σπίτι, στη δουλειά και στην τσέπη τους. Oι υπόλοιποι μπορούν να περιμένουν - αν όχι να κουρεύονται. Kαι διερωτάται κανείς τι έννοια δίνει ο πρόεδρος της Oμοσπονδίας Iδιοκτητών Φορτηγών Δημόσιας Xρήσης στον όρο πολίτης, τον οποίο τόσο αγαπά να χρησιμοποιεί. Tι καταλαβαίνει από τη φράση «πρώτα ο πολίτης» την οποία με ζέση λοιδορεί αυτές τις μέρες μπροστά στις κάμερες. Ποιος πολίτης ακριβώς τον ενδιαφέρει; Mάλλον ο πολίτης - συνάδελφός του. O πολίτης - ιδιοκτήτης φορτηγού ΔX ή, έστω, ο πολίτης- απεργός. 

Διότι για τον πολίτη - ασθενή, που ενδεχομένως δεν μπορεί να φθάσει στο νοσοκομείο ούτε λέξη. Για τον πολίτη - τουρίστα τίποτα, όπως και για τον πολίτη - γεωργό, για τον πολίτη - επιχειρηματία, για τον πολίτη - ταξιδιώτη. 

Tο σοβαρότερο ωστόσο είναι ότι αυτή η κρίση - και τα δύσκολα και εν πολλοίς άδικα μέτρα που την συνοδεύουν, αποκαλύπτουν έναν χαρακτήρα που θέλαμε τόσα χρόνια να αποσιωπούμε. Για ποιον τόπο παριστάνουμε τους υπερήφανους, αν όχι για τον τόπο που ζούμε και μας ζει; Kαι πώς εννοούμε να επιβιώσουμε, αν αυτός ο τόπος καταρρεύσει; (...) 

O πρόεδρος του Συνδικάτου των Xερσαίων Mεταφορών εκπροσωπεί βεβαίως τη συντεχνία του και οφείλει να προσπαθήσει για το καλύτερο. Όταν όμως οι συντεχνίες ξεχνούν ότι δεν αποτελούν παρά ένα μικρό μέρος του συνόλου και στρέφονται εναντίον των υπολοίπων, τότε μάλλον δεν μιλούμε για «κοινωνικούς αυτοματισμούς» αλλά μόνο για... αυτισμούς, όπως παρατήρησε πρόσφατα και ο Kάρολος Παπούλιας. Eιδικά όταν πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο είναι γνωστό εδώ και περίπου μια δεκαετία. Για ένα ζήτημα που έχει διευθετηθεί ακόμη και στα πιο νέα κράτη - μέλη της Eυρωπαϊκής Ένωσης και το οποίο, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, θα συμβάλει στην πολυπόθητη και ακριβοθώρητη ανάπτυξη. Πού ήταν ο κ. Tζωρτζάτος, τόσα χρόνια συνδικαλιστής, όταν συνέβαιναν όλα αυτά στην - υπόλοιπη - Eυρώπη; Mήπως, μαζί με πολλούς συναδέλφους του, μαγείρευε πριν πεινάσει; Mήπως τα τελευταία χρόνια άλλαξαν χέρια χιλιάδες άδειες, αποφέροντας πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στους «εμπόρους» τους; Kαι πώς κάποιοι βιοπαλαιστές βρέθηκαν με εννέα τέτοιες άδειες στα χέρια τους; 

Σε κάθε περίπτωση, η επιταγή για κατάργηση των προστατευτισμών θα έπρεπε να θεωρείται προεξοφλημένη εδώ και πολλά χρόνια, καθώς τα στοιχεία ήταν γνωστά και ουδείς δικαιούται να παριστάνει τον αιφνιδιασμένο. Kαλώς ή κακώς, αυτή τη στιγμή οι ιδιοκτήτες των φορτηγών δεν βρίσκουν σπουδαία κατανόηση από το κοινωνικό σύνολο - και δεν μπορεί να είναι και γι’ αυτό υπεύθυνος ο Tύπος. Άλλωστε οι ξένοι, που δεν διατηρούν άνομα και υπόγεια συμφέροντα στην Eλλάδα, μας επιφύλαξαν πολύ χειρότερη μεταχείριση. Θα έφταιγαν μάλλον οι μαρτυριάρηδες τουρίστες που εγκλωβίστηκαν αυτές τις μέρες σε λιμάνια, αεροδρόμια ή δρόμους. Ή θα έφταιγε που στις χώρες τους τα θέματα αυτά, ως προ πολλού λυμένα, αντιμετωπίζονται πλέον ως δυσεξήγητα και τριτοκοσμικά.

H κυβέρνηση πάντως, δεξιά, αριστερή, σοσιαλιστική ή ό,τι άλλο, θα πρέπει να γνωρίζει πριν από όλα τα δικά μας όρια. Όχι ότι είμαστε ο ωριμότερος λαός ή ότι διαθέτουμε σημαντική κοινωνική ευαισθησία, αλλά δεν εννοούμε να αλλάξουμε τη ζωή ή να περιορίσουμε τις ανάγκες μας για να γίνει το χατίρι οποιασδήποτε κακώς εννοούμενης συντεχνίας. Kαι καλό είναι η κυβέρνηση να θυμάται ότι μετά τους «φορτηγατζήδες» έρχονται οι βενζινοπώλες, οι οδηγοί ταξί, οι φαρμακοποιοί, οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι. Kαι κάθε κλάδος, ανάλογα με τον βαθμό «αναγκαιότητάς» του για την κοινωνία, θα ασκήσει και τις δέουσες πιέσεις - εκβιασμό. Aς αποφασίσουν, λοιπόν, οι κυβερνώντες πόσο θέλουν να διαβουλευθούν, πόσο να υπαναχωρήσουν και πόσο, τελικά, να κυβερνήσουν. Aς αποφασίσει και η αντιπολίτευση με ποιον είναι. Διότι η Nέα Δημοκρατία μάλλον έχει ξεχάσει ότι το ζήτημα έσπρωχνε η ίδια τόσα χρόνια βολικά προς το -όχι τόσο μακρινό, όπως αποδεικνύεται- μέλλον. Aς κρίνουν, εν τέλει, όλοι για μια φορά με γνώμονα το πολυδιαφημισμένο «καλό του τόπου».

Eμείς ίσως επιλέξουμε να συνεχίσουμε βολεμένοι. Ή να αντισταθούμε - απέναντι στην κυβέρνηση, στο μνημόνιο, στον κακό μας τον καιρό. Mέχρι να αποφασίσουμε, ο Mίκης Θεοδωράκης, στην προχθεσινή συναυλία για τα 85 χρόνια του, μας έδωσε κάτι άλλο για να σκεφτούμε. Mας θύμισε ότι «ο Έλληνας, όταν στριμωχτεί και αρχίσει να υποχωρεί προς τα πίσω, λίγο πριν φτάσει στον τοίχο, γίνεται ή προδότης ή ήρωας». Kαι δεν αργεί ο καιρός να αποφασίσουμε τι από τα δύο μας εξυπηρετεί καλύτερα.

Ο πρώτος διδάξας

Της ΟΛΓΑΣ ΚΟΛΙΑΤΣΟΥ

Ο 28χρονος εισοδηματίας είχε βαρεθεί τα πειράγματα για τη μεγάλη μύτη του. Και τότε έφτασε στ' αυτιά του η φήμη για έναν χειρουργό στο Βερολίνο, που είχε διορθώσει τα πεταχτά αυτιά («αφεστώτα ώτα») ενός νεαρού. Δεν θα μπορούσε αυτός να ασχοληθεί και με τη δική του μύτη;
Την ίδια σκέψη είχε κάνει και ο ίδιος ο γιατρός, Ζακ Γιόζεφ. Η διορθωτική επέμβαση στον νεαρό με τα πεταχτά αυτιά τού είχε κοστίσει μεν τη θέση του στην πανεπιστημιακή πολυκλινική -αφού ο προϊστάμενός του δεν την ενέκρινε ως αναγκαία- αλλά σε ιδιωτικό ιατρείο κανείς άλλος δεν είχε δικαιοδοσία. Ετσι το 1898 ο δρ Γιόζεφ, αρχικώς ειδικευμένος στην ορθοπεδική, ανέλαβε και τον 28χρονο - με εντυπωσιακή επιτυχία.

Η προσπάθεια του Γερμανού γιατρού ήταν ένα τόλμημα αδιανόητο για την εποχή του. Βεβαίως, οι διορθωτικές για την εμφάνιση επεμβάσεις δεν ήταν κάτι νέο - με διαφορά ότι μέχρι τότε οι ασθενείς απαλλάσσονταν από έντονες παραμορφώσεις. Τον 7ο αιώνα ο Ινδός θεραπευτής Σουσρούτα σχημάτιζε νέες μύτες με κομμάτια δέρματος από το μέτωπο και σ' αυτόν κατέφευγαν ληστές και μοιχοί, που είχαν τιμωρηθεί με ακρωτηριασμό του οσφρητικού οργάνου. Στην Ιταλία του 16ου αιώνα ο Γκάσπαρε Ταλιακότσι με δέρμα από βραχίονα «αναμόρφωνε» μύτες, που είχαν τη σφραγίδα της σύφιλης. Οπως αναφέρει δημοσίευμα στην ηλεκτρονική σελίδα του «Σπίγκελ», ίσως με εξαίρεση την αρχαία Αίγυπτο, πλαστικές επεμβάσεις ως «μέσον αποκατάστασης της ψυχικής υγείας» δεν διενεργούνταν και το γεγονός ότι αυτές εξελίχθηκαν τον 20ό αιώνα σε μαζικό φαινόμενο οφείλεται, κατά τον Αμερικανό ιστορικό Σαντ. Τζίλμαν, σε δύο ανακαλύψεις και μία νέα νοοτροπία.

Στα μέσα του 19ου αιώνα η καθιέρωση της χορήγησης αναισθησίας κατέστησε δυνατές τις ανώδυνες επεμβάσεις. Σχεδόν ταυτοχρόνως οι γιατροί διαπίστωσαν πόσο σημαντική είναι η τήρηση σχολαστικής καθαριότητας σε οιαδήποτε ενασχόληση με ανοιχτές πληγές. Η επιτυχής προσπάθεια ενός από τους διασημότερους χειρουργούς της εποχής, του Βερολινέζου Γιοχ. Φρ. Ντίφεντμπαχ, άφησε πίσω ενθουσιώδη σχόλια και στιχάκια σε λαϊκά τραγουδάκια. Βάση των εργασιών του Ζ. Γιόζεφ υπήρξε η ιδεολογία του Διαφωτισμού- ο ατομικός αγώνας για ευτυχία, αυτοδιάθεση και δημιουργία μιας προσωπικής εικόνας του καθενός για τον εαυτό του. Το επιθυμητό δεν περιοριζόταν πλέον στο να είναι κανείς αρτιμελής και υγιής, αλλά να είναι και όμορφος.

Ο Ζακ Γιόζεφ αποδείχθηκε πως είχε τη «σωστή μύτη». Το 1904 εκπόνησε μια μέθοδο, που του επέτρεπε να χειρουργεί μέσω των ρινικών οπών χωρίς να αφήνει εξωτερικές ουλές. Γι' αυτή χρησιμοποιούσε ειδικά εργαλεία -μικρά νυστέρια και πριόνια, που απαντούν ακόμη στις αίθουσες χειρουργείων- μάλιστα ένα εργαλείο απόξεσης φέρει το μικρό του όνομα. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου ο Γερμανός ειδικός ασχολήθηκε με την αναμόρφωση ολόκληρων προσώπων στρατιωτών που στα πεδία της μάχης είχαν παραμορφωθεί μέχρι σημείου να μην αναγνωρίζονται. Παράλληλα στράφηκε και στην πλαστική μαστών κι επιδερμίδας και χρησιμοποίησε ελεφαντόδοντο του κατασκευαστή πιάνων «Bechstein» ως υποκατάστατο των οστών. Ο κυρίως στίβος του, όμως, παρέμειναν οι μύτες.

Σε ρεπορτάζ του 1922 ο δημοσιογράφος Εγκ. Ερβ. Κις χαρακτήριζε την αίθουσα αναμονής του Ζ. Γιόζεφ «οίκο της αλλαγμένης μύτης», «όπου ο γιατρός έδιδε βάρος στην προσωπικότητα των ασθενών του και διαλεγόταν μαζί τους με τη βοήθεια φωτογραφικού άλμπουμ για το μελλοντικό σχήμα του οσφρητικού οργάνου», αναφέρει το άρθρο του «Σπίγκελ». Η επέμβαση ακολουθούσε τρεις μέρες μετά την επίσκεψη με τοπική αναισθησία, ο ασθενής παρέμενε «μπανταρισμένος» μ' ένα σταυροειδή επίδεσμο επί τριήμερο - και μετά έβγαινε στον κόσμο με καινούργια αυτοπεποίθηση. Στο ιατρείο της Μπίλοβστρασε συνέρρεαν φιλάρεσκα άτομα από όλη την Ευρώπη, τις ΗΠΑ ακόμη και την Ινδία.

Σήμερα στον ίδιο χώρο της Μπίλοβστρασε εξετάζει ο ειδικός Χ. Μπέρμπομ, επίσης πλαστικός, με άπειρη εκτίμηση στον προκάτοχό του, του οποίου αναγνωρίζει όχι μόνο την τεχνική, αλλά και το επιχειρηματικό πνεύμα- ο Ζ. Γιόζεφ χρέωνε τους ασθενείς του ανάλογα με το βαλάντιό τους. Ετσι, υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες για Τσέχα εργοστασιάρχισσα που κατέβαλε χιλιάδες κορόνες, σημερινά 6.000 ευρώ περίπου, για διόρθωση μύτης, ενώ ο γιατρός δεν δίσταζε να χειρουργεί και δωρεάν- ιδιαιτέρως ομοθρήσκούς του Εβραίους που ήθελαν να απαλλαγούν από εξωτερικά χαρακτηριστικά της φυλής, κυρίως στο διάστημα από την ανάληψη της εξουσίας από τους ναζί έως τον θάνατό του, το 1934.

Από τη Γερμανία η πλαστική χειρουργική εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Ο Ζ. Γιόζεφ δεχόταν στα χειρουργεία του επισκέπτες άλλους ειδικούς- με το αζημίωτο, βεβαίως, χωρίς διευκρινίσεις και απορίες και πολλοί απ' αυτούς θεωρήθηκαν μαθητές του που προέρχονταν από την άλλη πλευρά του ωκεανού και επέστρεφαν εκεί διαδίδοντας τις μεθόδους του. Στο Χόλιγουντ η πλαστική χειρουργική είχε πολλούς οπαδούς: η Μάρλεν Ντίντριχ θυσίασε τους γομφίους της για να τονίσει τα κάπως ρουφηχτά της μήλα, η Ρ. Χέιγουορθ υποβλήθηκε σε επώδυνη εξάμηνη διαδικασία με ηλεκτρόλυση για να μετατοπίσει προς τα πίσω τις ρίζες των μαλλιών της, ενώ η Μ. Μονρόε αφαίρεσε γρομπαλάκι στην άκρη της μύτης και διόρθωσε τμήμα της κάτω σιαγόνος.

Το επόμενο βήμα, στις αρχές της δεκαετίας του '60, είχε στόχο τη μεγέθυνση των μαστών. Οι χειρουργοί Φρ. Γκέροου και Τομ. Κρόνιν δοκίμασαν αρχικώς με εμφυτεύματα με διάλυμα χλωριούχου νατρίου. Ομως, η μειωμένη τους ανθεκτικότητα τους οδήγησε γρήγορα στη σιλικόνη. Από τότε, βεβαίως, έχουν αλλάξει πολλά και με αυτό το υλικό. Ωστόσο, η κεφαλαιώδης συμβολή του δρος Ζ. Γιόζεφ παραμένει ιστορικώς καταγεγραμμένη.

Δημόσιος μύθος

Του JOE MYSAK / BLOOMBERG



Oι πολίτες της Μπελ, μιας κωμόπολης στην Καλιφόρνια έξω από το Λος Αντζελες, εξανάγκασαν την περασμένη εβδομάδα σε παραίτηση τρεις αξιωματούχους του Δημοσίου, επειδή έπαιρναν υπερβολικές αμοιβές. Η «Los Αngeles Τimes» έθεσε στις 15 Ιουλίου το ερώτημα «Αξίζει 800.000 δολάρια ένας κυβερνήτης μιας πόλης;» , αλλά νομίζω ότι όλοι μας ξέρουμε την απάντηση.

Ο κόσμος είναι ήδη πολύ θυμωμένος με τις συντάξεις που εξασφαλίζουν τόσοι πολλοί αξιωματούχοι στην κεντρική και τοπική αυτοδιοίκηση. Αποτελεί όμως έκπληξη το ότι μερικοί από αυτούς λαμβάνουν υπέρογκες αμοιβές. Γεγονός το οποίο επιτείνει τη λαϊκή οργή. Και αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με τα μπόνους των τραπεζιτών, είναι πολύ πιθανό να δούμε τους φορολογούμενους να αντιδράσουν έμπρακτα σε αυτήν την περίπτωση.

Η οργή για τα μπόνους των τραπεζιτών ήταν πολύ παροδικό φαινόμενο, το οποίο τροφοδοτήθηκε από τη διάσωση με δημόσιο χρήμα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας. Ωστόσο οι αμερικανοί πολίτες δείχνουν να σέβονται παρά να κατακρίνουν τις μεγάλες αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα. Αλλωστε στις περισσότερες περιπτώσεις οι αμοιβές αυξάνονται όταν οι επιχειρήσεις πηγαίνουν καλά.

Η δυναμική είναι διαφορετική στο Δημόσιο. Οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι αντισταθμίζουν σε ασφάλεια αυτό που χάνουν σε αμοιβή και ότι, κατά το πλείστον, αυτό είναι σωστό. Τώρα ανακαλύπτουν ότι αυτό ισχύει μόνο εν μέρει. Διότι οι κυβερνήσεις δεν χρεοκοπούν και απολύουν εργαζομένους μόνο ως ύστατο μέσο, ενώ, όπως καταγράφει η στατιστική, η ωριαία αμοιβή στον ιδιωτικό τομέα είναι 27,73 δολάρια, ενώ στο Δημόσιο 39,81 δολάρια.

Για χρόνια έλεγαν στους πολίτες ιστορίες για το ότι οι συντάξεις θα προκαλέσουν την κατάρρευση των δημοσίων οικονομικών. Τώρα ανακαλύπτουν ότι και οι σημερινοί μισθοί του Δημοσίου επίσης στο ίδιο συμβάλλουν. Υποθέτω ότι μπορεί να γίνει επίκληση άγνοιας. Το οποίο δεν είναι περίεργο, καθώς μεγάλο τμήμα της δημόσιας διαχείρισης γίνεται από ιδιώτες. Το χειρότερο είναι ότι κανένας δεν ανησυχεί. Για χρόνια ο κόσμος έδειχνε βαθιά αδιαφορία για όλες τις πλευρές των δημόσιων και τοπικών οικονομικών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα δάνεια, οι αμοιβές, οι συντάξεις. Η μόνη εξαίρεση ήταν οι φόροι, για τους οποίους όλοι ενδιαφέρονταν.

Ισως η λέξη αδιαφορία να είναι υπερβολική. Ισως απλώς ο κόσμος εμπιστευόταν το Δημόσιο για το ότι κάνει σωστά τη δουλειά του. Και αυτό είναι καιρός να αλλάξει.

Κανονισμός ανέκδοτο(ς)

Tου Γιωργου Σ. Μπουρδαρα

Υπάρχουν κάποια πράγματα που όσο κι αν προσπαθήσει κανείς, δεν πρόκειται να τα βρει ποτέ στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ενα εξ αυτών, είναι και το «Β΄ μέρος του Κανονισμού» λειτουργίας του. Το γεγονός αιφνιδιάζει δυσάρεστα, καθώς πρόκειται για τον Κώδικα Οργανώσεως των Υπηρεσιών της Βουλής, δηλαδή, ουσιαστικά και τυπικά για το «Βιβλίο Οδηγιών», αναφορικά με τη λειτουργία της (υπηρεσίες, τμήματα, δικαιώματα και υποχρεώσεις υπαλλήλων κ.ά.). Τέτοιο βιβλίο, λοιπόν, δεν υπάρχει! Οποιος επιχειρήσει να το αναζητήσει, θα συναντήσει απαντήσεις «αρμοδίων» και αναρμοδίων, όπως «αναζήτησε στο Ιντερνετ τις κατά καιρούς αποφάσεις για τροποποιήσεις», «μόνο διάσπαρτα χαρτιά θα βρεις».

Το «αδερφάκι» του, που αφορά το «Κοινοβουλευτικό Μέρος», υπάρχει ως μικρός τόμος, ο οποίος κατά καιρούς ανατυπώνεται σε όμορφες εκδόσεις. Το επίμαχο, όμως, παραμένει στη σφαίρα του χάους, γεγονός το οποίο θεωρητικώς δίνει την ευχέρεια για πολλές αφανείς αλλαγές, που είναι αδύνατο να τις ελέγξει κάποιος!

Το αδιαφανές του πράγματος επιτείνεται, καθώς προστίθενται δύο ακόμη «χαώδεις» παράμετροι: η πρώτη έχει σχέση με την εξαιρετικής ασάφειας φρασεολογία, η οποία χρησιμοποιείται στις κατά καιρούς αναθεωρήσεις. Διαβάζουμε σε μια τέτοια απόπειρα: «Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της δεύτερης παραγράφου 4 του άρθρου 114Α του Κανονισμού, όπως προστέθηκε με την παράγραφο Δ4 του άρθρου 14 της απόφασης 6483/6-12-2001 της Ολομέλειας «για την τροποποίηση διατάξεων του Κανονισμού της Βουλής και αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 της απόφασης 6573/4060/18-6-2003 της Ολομέλειας, προστίθεται εδάφιο ως εξής...». Και αλλού: «Οι διατάξεις του ν. 2470/1997 που έχουν εφαρμογή και επί των υπαλλήλων της Βουλής σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος άρθρου, ισχύουν και γι’ αυτούς από 1/1/97, εφόσον δεν ορίζεται άλλως στον παρόντα Κανονισμό».

Το στοιχείο της «εξαίρεσης» που κρύβεται πίσω από την τελευταία αυτή φράση, εντοπίζεται και στην δεύτερη παράμετρο, εκείνη που παραπέμπει σε αποφάσεις του εκάστοτε προέδρου: «Κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων επιτρέπεται με απόφαση του προέδρου της Βουλής...» (και ακολουθεί η αναφορά σε επιμέρους υπόθεση). Και αλλού: «Οι αποδοχές αποσπώμενων υπαλλήλων βαρύνουν την υπηρεσία απόσπασης, εκτός αν άλλως ορίζει η απόφαση του προέδρου»...

Οχι πως τηρούνται από τους βουλευτές χειροπιαστά κείμενα, όπως ο κανονισμός για τη νομοθετική λειτουργία. Είναι ακόμα χειρότερο, όμως, το να μην υπάρχει κωδικοποιημένος Κανονισμός και για τις «εσωτερικές υποθέσεις» του Κοινοβουλίου. Μπορεί να διατηρείται έτσι, διότι προφανώς «βολεύει». Σίγουρα, όμως, δεν περιποιεί τιμή για τον Ναό της Δημοκρατίας.

Τα σκουπίδια «πνίγουν» τα αρχαία μνημεία

Δεκάδες εκατομμύρια ευρώ έχει δαπανήσει το υπουργείο Πολιτισμού για τη συντήρηση και ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου Βούντενης Αχαΐας. Ωστόσο, δίπλα λειτουργεί ΧΥΤΑ που αποτρέπει τις επισκέψεις στον χώρο. «Ουδείς τουρίστας πρόκειται να πάει πίσω από τα απορριμματοφόρα και περνώντας από τα βουνά των σκουπιδιών με την έντονη δυσοσμία και τα μαύρα υγρά στον παρακείμενο χείμαρρο» λένε οι κάτοικοι.

Το θέμα της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων επρόκειτο να εξεταστεί στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, ωστόσο προέκυψε πως ο φάκελος δεν είναι πλήρης και έτσι αναβλήθηκε.

Σύμφωνα με τους κατοίκους που διαμαρτύρονται, το 1993 άρχισε να λειτουργεί ο ΧΥΤΑ σε απόσταση 1,5 χιλ. από κατοικημένες περιοχές και έως το 1998 η λειτουργία του πληρούσε τους περιβαλλοντικούς όρους.

«Σταδιακά όμως, λόγω της μη καθημερινής κάλυψης των σκουπιδιών και της ανεξέλεγκτης απόρριψης κάθε είδους υλικού, άρχισαν τα προβλήματα. Τα σκουπίδια μένουν άταφα επί μήνες και μόνο μετά από κινητοποιήσεις στα τοπικά ΜΜΕ φιλοτιμούνται να τηρήσουν για λίγες μόνο μέρες τον βασικό κανόνα της ταφής. Οι τόνοι των άταφων σκουπιδιών συντηρούν πλήθος γλάρων, χάσκουν στα πρανή των παλιών ταμπανιών, δημιουργούν ασταθές υπόβαθρο με κίνδυνο κατολισθήσεων, το καλοκαίρι έχουμε συχνά φαινόμενα αυτανάφλεξης. Η εικόνα θυμίζει ‘ελεγχόμενη’ χωματερή.
Σε απόσταση 500 μέτρων υπάρχει το τεράστιο μυκηναϊκό νεκροταφείο με πολλούς ανασκαμμένους θαλαμωτούς τάφους και τάφους μνημειακής αρχιτεκτονικής, το μεγαλύτερο του είδους του, τεράστιας αξίας, αναγνωρισμένο από το ΥΠΠΟ από το 1992, οργανωμένο με κοινοτικά χρήματα ως αρχαιολογικό πάρκο».

Συνήγορος των επιχειρημάτων των κατοίκων είναι και ο πρώην γενικός γραμματέας του υπουργείου Γιώργος Θωμάς.

Ο δήμος Πατρέων εκπροσωπήθηκε από τον ίδιο τον δήμαρχο, Αν. Φούρα. Βασικό επιχείρημα είναι πως ο ΧΥΤΑ διαθέτει «την πλέον σύγχρονη υποδομή περίφραξης και περιφρούρησης του χώρου, ζύγιση και έλεγχο των εισερχομένων φορτίων απορριμμάτων, γραφεία και χώρους εξυπηρέτησης του προσωπικού, οδικό δίκτυο πρόσβασης στον χώρο, δίκτυα ύδρευσης και πυρόσβεσης, δίκτυα τηλεφώνου και ηλεκτροφωτισμού, μετεωρολογικό σταθμό και εξοπλισμένο βιοχημικό εργαστήριο».

ΠΗΓΗ ΕΘΝΟΣ

Με κέρματα πληρώνουν οι Ιρλανδοί

Τα νομίσματα που κυκλοφορούν εσχάτως στην Ιρλανδία είναι τόσο πολλά, που η κεντρική τράπεζα της χώρας αναγκάστηκε με το τέλος της προηγούμενης χρονιάς να αποσύρει από την αγορά σχεδόν 23 εκατομμύρια ευρώ σε κέρματα.
Το φαινόμενο έχει λογική εξήγηση: για να αντιμετωπίσουν τις σοβαρότατες οικονομικές δυσκολίες τους, οι Ιρλανδοί έσπασαν τους κουμπαράδες τους και άρχισαν να πληρώνουν με κέρματα.
Στην ετήσια έκθεσή της, η κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας ανέφερε ότι η μικρή ζήτηση για κέρματα «αντικατοπτρίζει πιθανώς μείωση στην αποθησαύριση κερμάτων καθώς η οικονομική δραστηριότητα αποδυναμώθηκε».
Σε δημοσίευμά της χθες, η ιρλανδική εφημερίδα «Μπίζνες Ποστ» έγραψε ότι η ζήτηση για κέρματα από τα καταστήματα προς τις τράπεζες μειώθηκε αφού ο κόσμος πληρώνει πια με όλο και περισσότερο κέρματα και οι τράπεζες αντί να πληρώνουν για την αποθήκευσή τους και τελικά να μην τα διαθέτουν, τα επιστρέφουν στην κεντρική τράπεζα.
Επιπλέον, το υπουργείο Οικονομικών της Ιρλανδίας, χώρα που έχει ένα από τα υψηλότερα ελλείμματα στην Ευρώπη, αναγκάστηκε να αναλάβει κόστος 30 εκατομμυρίων ευρώ για το κόψιμο κερμάτων χάνοντας έτσι κέρδη που είχε σημειώσει από παρελθούσα κοπή νομισμάτων. «Το κράτος έχασε λεφτά βγάζοντας λεφτά» έγραψε χαρακτηριστικά η «Μπίζνες Ποστ».

(Πηγή: Ρόιτερς)

Η "ιστορική πρόβλεψη" της ημέρας (1)

Το 1876 ο William Orton, πανίσχυρος πρόεδρος της τηλεγραφικής εταιρείας Western Union (μιας εταιρείας που μόλις είχε δικτυώσει ολόκληρη την Aμερική) έριξε μια ματιά σε ένα περίεργο ηλεκτρικό κατασκεύασμα που είχε πάνω στο γραφείο του.
«Tι χρησιμότητα μπορεί να έχει στην εταιρεία μας αυτό το ηλεκτρικό παιχνίδι;» ρώτησε τους παριστάμενους υποτακτικούς του. Kάποιοι χασκογέλασαν και κάποιοι πανηγύρισαν. Oι τελευταίοι είχαν συντάξει μια αναφορά προς τον πρόεδρό τους όπου επί λέξει έγραφαν: «Aυτό το πράγμα που ονομάζεται «τηλέφωνο» έχει τόσες ανεπάρκειες που δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρό μέσο επικοινωνίας, και φυσικά δεν έχει καμιά αξία για μας Δεν ήταν δα και λίγο, κοτζάμ πρόεδρος να ενστερνίζεται την άποψή τους.

O 29χρονος Alexander Graham Bell που στις 14 Φεβρουαρίου του ίδιου έτους είχε υποβάλει αίτηση για να πάρει την την πατέντα του «ηλεκτρικού τηλέφωνου», μάζεψε το «παιχνίδι» και αποφάσισε να προχωρήσει μόνος. H εταιρεία του Graham Bell, ονόματι AT&T, κυριάρχησε στις τηλεπικοινωνίες των HΠA, ενώ η Western Union παρέμεινε μιας δεύτερης τάξης τηλεγραφική εταιρεία.

Στην άλλη άκρη του Aτλαντικού, ο διευθυντής των βρετανικών ταχυδρομείων, Sir William Preece, δήλωνε περήφανα το 1876: «Oι Αμερικανοί μπορεί να χρειάζονται αυτήν τη νέα εφεύρεση που ονομάζεται τηλέφωνο. Eμείς όμως όχι! Εχουμε πολλά παιδιά για να μεταφέρουν μηνύματα...»

Συνεχίζεται...

"Επίγεια σοφία"

"Να συγχωρείς τους εχθρούς σου. Αυτό τους κάνει να σε μισούν περισσότερο."
Oscar Wilde (1854-1900,Ιρλανδός συγγραφέας)

"Η ζωή είναι κωμωδία γι’ αυτούς που σκέφτονται και τραγωδία γι’ αυτούς που αισθάνονται."
Horace Walpole (1717-1797,Άγγλος συγγραφέας)

"Δεν υπάρχει σιγουριά σ’ αυτόν τον κόσμο. Υπάρχουν μόνο ευκαιρίες."
Douglas McArthur (1880-1964,Αμερικανός στρατηγός)

Σαν σήμερα (31/7/2010)

904: Οι Σαρακηνοί καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη.

1922: Ο 18χρονος Ραλφ Σάμουελσον είναι ο πρώτος άνθρωπος στον κόσμο που κάνει θαλάσσιο σκι.

1976: Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, με επιστολή του προς τον πρόεδρο της ΔΟΕ, λόρδο Κιλάνιν, προτείνει τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα.

1992: Ο Πύρρος Δήμας κατακτά το πρώτο του χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης. Συμμετέχει στην κατηγορία των 82,5 κιλών και σηκώνει 370 κιλά στο σύνολο.

Ο μικρός παράδεισος (που θα μπορούσαμε να γίνουμε)

Γράφει η ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Κοιτάζω, μέσα από γυαλιά ηλίου, τα λιπαρά πλήθη των παραθεριστών, των «λουομένων»: είμαστε θορυβώδης λαός, σωματικά και συμπεριφορικά απελεύθερος, χωρίς εμφανή συμπλέγματα, χωρίς αυστηρούς κώδικες. Η καλαισθησία μάς λείπει, η ευαισθησία το ίδιο: οι τραγωδίες διαδέχονται η μία την άλλη, τις ξεχνάμε όλες, η μνήμη μας είναι επιλεκτική μ’ ένα διεστραμμένο τρόπο: για παράδειγμα, ο θάνατος των υπαλλήλων στη Μarfin πέρασε στη λήθη, η δολοφονία του δημοσιογράφου Σωκράτη Γκιόλια (τι βαρβαρότητες είναι αυτές;) δεν φάνηκε να αφορά κανέναν.

Οι διακοπές, τα μπάνια uber alles: στο γενικό κέφι συντελεί η κατανάλωση οινοπνευματωδών από το πρωί. Παρότι το καλοκαιρινό τοπίο, τόσο στην πόλη όσο και έξω απ’ αυτή, προδίδει όλα μας τα μειονεκτήματα -τάση προς το απόλυτο far niente (για παράδειγμα, ελάχιστοι «παραθεριστές» διαβάζουν βιβλία: οι περισσότεροι ξεφυλλίζουν κουτσομπολίστικα περιοδικά), υπερκατανάλωση φαγητού και ποτού, παχυσαρκία, γλωσσικό ιδίωμα που θυμίζει τηλεοπτικά σίριαλ, γενικευμένη αναλγησία-, δείχνει επίσης ότι θα μπορούσαμε, με αρκετή προσπάθεια είναι η αλήθεια, να γίνουμε «η Δανία του Νότου», όπως συνηθίζει να λέει ο πρωθυπουργός, με όλα τα ευχάριστα και συμπαθητικά στοιχεία που έχει ο Νότος.

Η εικόνα των Ελλήνων στις διακοπές μού θυμίζει ότι «δεν ανήκομεν εις την Δύσιν», όμως ούτε στην Ανατολή «ανήκομεν», διαφέρουμε ακόμη και από τους Βαλκάνιους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, δεν αποτελούν ομοιογενές σύστημα. Οποιος πιστεύει, για παράδειγμα, ότι είμαστε una faccia, una razza είτε με τους Ιταλούς, είτε με τους Αλβανούς, νομίζω πως κάνει λάθος: η ελληνική γλώσσα, αυτό το ολοκληρωτικά τεχνητό πλην όμως συναρπαστικό φαινόμενο που αναδύθηκε μετά την τουρκοκρατία, καθορίζει την ταυτότητά μας. Μια ταυτότητα εύθραυστη και αντιφατική: έτσι, ενώ στο beach bar ακούγεται όλη την ημέρα ροκ μουσική -σε εκκωφαντική ένταση όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα- ζω με τον φόβο ότι ο DJ θα το γυρίσει στα σκυλάδικα. Κανείς δεν εγγυάται μια συγκεκριμένη αισθητική επιλογή: υπάρχει χώρος για όλα, αυτό είναι το προσόν και το πρόβλημά μας.

Οταν υπάρχει χώρος για όλα, δεν υπάρχει για τίποτα. Παρατηρώ τους ανθρώπους στην επαρχία, καθώς και στις αθηναϊκές φτωχοσυνοικίες που είναι και οι περισσότερες: δεν τίθεται θέμα «διακοπών», τίθεται ίσως θέμα παραθερισμού στο χωριό, δεν είναι το ίδιο με τις «διακοπές». Στο χωριό οι γυναίκες υπηρετούν μείζονες οικογένειες, σόγια,·στα σαράντα είναι κιόλας γιαγιάδες. Πάντα πίστευα ότι οι δικές μας γιαγιάδες, δηλαδή οι γυναίκες που γεννήθηκαν στην αρχή του 20ού αιώνα θα ήταν οι τελευταίες αναλφάβητες και τσεμπεροφόρες γριές της ελληνικής επικράτειας: πόσο λάθος έκανα! Τα χωριά είναι γεμάτα γυναίκες χωρίς φύλο, μάνες, γιαγιάδες, θείες και αδελφές που δεν έχουν δικές τους ζωές, αλλά που συμπληρώνουν και στηρίζουν τη ζωή των ανδρών. Το σύστημα διαιωνίζεται κι ενώ διατρέχουμε περίοδο κραυγαλέας γυναικείας σεξουαλικότητας, μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού ζει με την πολιτιστική κληρονομιά του οθωμανικού κράτους. Δεν είναι άραγε το τσεμπέρι μια μορφή μαντίλας; Ανάμεσα στα προσβλητικά χρώματα του καλοκαιριού -τα φανταχτερά φλούο των μαγιό και των παρεό- εμφανίζεται το μαύρο της χήρας, η κουζινοποδιά της αιώνιας νοικοκυράς, τα σύμβολα μιας αρχαϊκής νοοτροπίας.

Και παρ’ όλ’ αυτά, θα μπορούσαμε να γίνουμε ένας μικρός παράδεισος. Αν εργαζόμασταν σωστά, με συνέπεια, με δικαιοσύνη. Αν αποκτούσαμε κοινωνική ευαισθησία σχετική με τα ατομικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Αν βάζαμε το μυαλό μας να δουλέψει ώστε να παράγουμε καινούργια προϊόντα και υπηρεσίες. Αν σεβόμασταν τους νόμους: για παράδειγμα, στους τόπους διακοπών η παιδική εργασία αποτελεί κάτι φυσικό, όπως σ’ ολόκληρο τον Τρίτο Κόσμο και όπως στην Αγγλία την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης (τον 18ο και τον 19ο αιώνα). Θα μπορούσαμε να γίνουμε ένας μικρός παράδεισος αν ήμασταν καλύτεροι διαχειριστές της μικρο- και μακρο-οικονομίας: πράγματι, οι Γάλλοι, για παράδειγμα, είναι τσιγκούνηδες, εμείς όμως είμαστε σπάταλοι κι ελαφρόμυαλοι. Ετσι, δεχόμαστε τιμές τουριστικών υπηρεσιών που δεν αντιστοιχούν στα εισοδήματά μας. Κοιτώντας γύρω μου, μέσα από τα μαύρα γυαλιά, αναρωτιέμαι πόσοι άνθρωποι υπερχρεώνονται κάνοντας, έστω ολιγοήμερες, διακοπές: για πόσους μήνες θα πληρώνουν πιστωτικές κάρτες.

Ετσι κι αλλιώς, οι πόλεις -η Αθήνα κυρίως- δεν αδειάζουν τους καλοκαιρινούς μήνες όπως παλαιότερα: οι μεγαλουπόλεις δεν «αδειάζουν», λειτουργούν όλο το χρόνο και, όταν πρόκειται για μητροπόλεις, λειτουργούν όλο το 24ωρο. Η Αθήνα, όπως οι Ελληνες, είναι ένα υβρίδιο: κατοικείται, «γεμίζει» από φτωχούς, από χωρικούς που επιστρέφουν μόνο για λίγες μέρες στα χωριά τους, από μετανάστες που ίσως επισκεφτούν (ταξιδεύοντας με λεωφορεία) τις πατρίδες τους, καθώς κι από μια πολυμελή υπο-τάξη, άεργη και απάτριδα, που μπαίνει στον πειρασμό της παραβατικότητας.

Το καλοκαίρι, στην Αθήνα, εμφανίζονται με θεαματικό τρόπο τόσο τα θετικά, όσο και τα αρνητικά της πόλης και κατ’ επέκταση του πολιτισμού μας: για παράδειγμα, η επαιτεία, σε καφέ κεντρικής πλατείας όπου έμεινα για μιάμιση ώρα πέρασαν τρεις μικροπωλητές αχρήστων αντικειμένων (πλαστικά ντοματάκια που κολλάνε σε επιφάνειες, υπερμεγέθη μπρελόκ…), δύο παιδάκια με λουλούδια, ένας τοξικομανής με χαρτί από γιατρό, δυο ακορντεονίστες, τρεις πωλητές πειρατικών DVD. Παραλλήλως, στο δρόμο και στο διπλανό παρκάκι κυκλοφορούσαν άνθρωποι που δεν εντάσσονται στην κουλτούρα των καλοκαιρινών διακοπών, που είναι αποκλεισμένοι απ’ αυτές όπως είναι αποκλεισμένοι από την εργασία, από την κοινωνική πρόνοια και τον πολιτισμό (το καλοκαίρι, στις αθηναϊκές πολιτιστικές εκδηλώσεις παρευρίσκεται η κοινωνική ελίτ και ουδείς άλλος·-οι εξαιρέσεις είναι λιγοστές).

Ολα αυτά τα προβλήματα είναι επιλύσιμα. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα με ενδιαφέρουσες πλουτοπαραγωγικές και πολιτιστικές δυνάμεις, αν, για παράδειγμα, μπει στην παραγωγή το τεράστιο πλήθος που βρίσκεται εκτός του συστήματος είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα αποκτήσουμε αυτάρκεια προϊόντων, αν, πάλι για παράδειγμα, όλες αυτές οι γιαγιάδες των χωριών έπαυαν να σιδερώνουν για ανεπρόκοπους Νεοέλληνες και μάθαιναν πώς να παρασκευάζουν τοπικά προϊόντα, η εικόνα της ελληνικής επαρχίας καθώς και η εικόνα των ίδιων των γυναικών θα ήταν ελκυστικότερη.

Χρειαζόμαστε μεταρρύθμιση των κοινωνικών δομών: ακούγεται ασύλληπτο, ασαφές και ανησυχητικό για μερικούς, όμως, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Αν θέλουμε να αποφύγουμε την ολίσθηση σε μια νοτιοβαλκανική μπανανία, πρέπει να αξιοποιήσουμε όσα έχουμε -το «καλό» κλίμα, ορισμένες συλλογικές αρετές (το φιλότιμο, τη ρευστότητα της κοινωνικής συμπεριφοράς, τη φιλοξενία)- και να ανατρέψουμε όσα μάς κάνουν την αργόσυρτη, απερίσκεπτη, αυτοκαταστροφική χώρα που είμαστε.

Διαβρωτική καχυποψία

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΣΤΡΙΩΤΗ

(...)Αξίζει να θυμηθούμε ένα αρχαίο κείμενο. Είναι πιο δύσπεπτο και λιγότερο κολακευτικό για τον λαό (αν και δεν χαρίζεται στους πολιτικούς), αλλά ίσως διδακτικότερο:

« Πιο επικίνδυνοι όμως απ΄ όλους είναι όσοι κατηγορούν τους άλλους ότι μιλούν με σκοπό το χρηματικό όφελος. Γιατί, αν τους κατηγορούσαν για αμάθεια, όποιος (ενν. από τις δύο πλευρές) δεν έπειθε, θα αποχωρούσε έχοντας κριθεί ανόητος, όχι ασυνείδητος. Οταν όμως αποδοθεί σε κάποιον η μομφή της ασυνειδησίας, τότε, εάν μεν πείσει τους ακροατές του, καθίσταται ύποπτος, εάν δε αποτύχει φαίνεται και ανόητος και ασυνείδητος.

Από αυτήν την κατάσταση δεν ωφελείται η πόλη, γιατί εξαιτίας του φόβου της διαβολής χάνει τους συμβούλους της, ενώ θα ήταν για αυτήν επωφελέστατο να μην μπορούν καθόλου να μιλούν εκείνοι οι πολίτες της που αγαπούν τις διαβολές- μια που τότε σπανιότατα θα παρασυρόταν η πόλη να διαπράξει σφάλμα. Ο αγαθός πολίτης δεν πρέπει, λοιπόν, να εκφοβίζει όσους πρόκειται να εκφράσουν αντίθετη γνώμη από εκείνον, αλλά να δείχνει ότι εκφράζει σωστότερες θέσεις υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τον αντίπαλό του. (...)

»Εμείς όμως κάνουμε το αντίθετο και ακόμη, αν κάποιος είναι ύποπτος πως ενεργεί για το κέρδος, λέει όμως τα πλέον ωφέλιμα, εμείς φθονώντας τον για την αβέβαιη υποψία του κέρδους διαγράφουμε και το φανερό όφελος για την πόλη. Κατάντησε έτσι (...) τα ωφέλιμα να είναι εξίσου ύποπτα με τα επιβλαβή, ώστε και όποιος θέλει να συμβουλεύσει το κακό προσελκύει το πλήθος με απάτη, αλλά και όποιος θέλει να προτείνει τα άριστα γίνεται πιστευτός μόνο αν πει ψέματα.

Η πόλη μας, δηλαδή, από την υπερβολική ευφυΐα της, έγινε η μόνη που δεν μπορεί κανείς να την ευεργετήσει χωρίς να καταφύγει στην απάτη. Γιατί, όποιος προτείνει φανερά κάτι καλό, γίνεται αμέσως ύποπτος ότι επιδιώκει κάποιο κρυφό όφελος για τον εαυτό του».

Το απόσπασμα είναι από τη δημηγορία του Διόδοτου (Θουκυδίδης Γ, 42-43) για τη στάση της Αθήνας έναντι των Μυτιληναίων, που είχαν αποστατήσει, και θυμίζει πόσο κακό είναι να σβήνει ο ουσιαστικός πολιτικός διάλογος μέσα σε αλληλοκατηγορίες χρηματισμού και διαφθοράς, αλλά και τις ευθύνες των ψηφοφόρων που τόσο θέλγονται από την... κλεπτολογία ώστε να απαξιώνουν ως ύποπτο ακόμη και όποιον εισηγείται τα προδήλως σωστά.

Δεν θα μπορούσε, δυστυχώς, να υποστηρίξει κανείς ότι οι πολιτικοί μας είναι άμωμοι και οι εις βάρος τους υπόνοιες ανυπόστατες. Γεγονός παραμένει όμως ότι η διάχυση της υποψίας εναντίον όλων δεν υπηρετεί «την φανεράν ωφελείαν της πόλεως». Και ότι, εν μέσω των εξεταστικών επιτροπών, εξοβελίζεται σε δεύτερη μοίρα το κρίσιμο ζητούμενο: οι προτάσεις για το τι μπορεί και τι πρέπει να γίνει προκειμένου να σωθεί η χώρα.

Ο παγκόσμιος πλούτος συνεχίζει να παγκοσμιοποιείται

Του Αλέν Φοζάς*
Les richesses aussi se mondialisent
© Le Monde/ Le Mensuel
Μετάφραση από την Ομάδα του PPOL

-επανω η κατασταση το 2007 / κάτω η κατάσταση το 2000

-Με μπλε: «φτωχές» χώρες, με ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης μικρότερους από το διπλάσιο εκείνων των «πλουσίων» κρατών κι ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα μικρότερο από 775 δολάρια για το 2000 και 935 για το 2007.

-Με γαλάζιο: «αργοπορούσες» χώρες, με ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης μικρότερους από το διπλάσιο εκείνων των «πλουσίων» κρατών κι ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα μεταξύ 755 και 9,265 δολάρια για το 2000 και μεταξύ 935 και 11,455 για το 2007

-Με κίτρινο: «αναδυόμενες» χώρες, με ετήσιους ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3.75% τη δεκαετία του 1990 και άνω του 3% τη δεκαετία του 2000.

-Με κόκκινο: «πλούσιες» χώρες, με ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα άνω των 9,265 δολαρίων το 2000 και άνω των 11,455 δολαρίων από το 2007

Ο οικονομικός άξονας του κόσμου συνεχίζει να απομακρύνεται από τις πλούσιες χώρες. Τα κράτη-μέλη του «οργανισμού οικονομικής συνεργασίας και ανάπτυξης» (ΟΟΣΑ) παρήγαγαν το 60% του παγκοσμίου ακαθαρίστου προϊόντος το 2000, το 51% το 2010 και το 2030 δε θα συνεισφέρουν παρά μόνο το 43% του παγκοσμίου πλούτου.

Οι χάρτες που δημοσίευσε ο ΟΟΣΑ την Τετάρτη 16 Ιουνίου, στο πλαίσιο της έκθεσής του «η μετακίνηση του πλούτου» αποδεικνύουν πως τα μη κράτη-μέλη του οργανισμού -οι λεγόμενες «υπό ανάπτυξη» χώρες- καλύπτουν ταχύτατα το χάσμα που τις καλύπτει από τους δυτικούς θύλακες της ευημερίας.

Αν και η κατηγορία των «πλουσίων» χωρών ελάχιστα διευρύνθηκε, εκείνη των «αναδυόμενων» κρατών γνωρίζει εντυπωσιακή άνθηση, με το σύνολο σχεδόν των χωρών της Ασίας να έχουν πια ακολουθήσει τα βήματα της Κίνας και να έχουν ενταχθεί στην κατηγορία αυτή. Τη δεκαετία 2000-2010, ο αριθμός των κρατών που γνώρισαν ρυθμούς ετήσιας ανάπτυξης υπερδιπλάσιους των πλουσίων κρατών πέρασε από τα 12 στα 65. Τα κράτη που ανήκουν στην κατηγορία των «φτωχών» είναι πια μόλις 25, έναντι 55 τη δεκαετία του 1990.

Η έκθεση αναδεικνύει ένα νέο φαινόμενο: η Κίνα απλά προηγήθηκε μιας πορείας σύγκλισης με τις πλούσιες χώρες, που σήμερα πια την ακολουθούν ολοένα και περισσότερα κράτη. Στην πορεία αυτή βρίσκουμε απροσδόκητα ακόμα και ένα μεγάλο τμήμα της υποσαχάριας Αφρικής και το σύνολο της νοτιοανατολικής Ασίας, δύο περιοχές δηλαδή που είχαν αφεθεί εν πολλοίς στην τύχη τους την περασμένη δεκαετία.

Το δεύτερο σημαντικό συμπέρασμα είναι πως η κρίση επιταχύνει τη διαδικασία της σύγκλισης των «υπό ανάπτυξη» με τις πλούσιες χώρες. Παρά την κρίση, οι ρυθμοί ανάπτυξης σε πολλά αναδυόμενα κράτη, μειώθηκαν ελάχιστα, ανεπαίσθητα. Η διαδικασία της σύγκλισης άρα «δεν είναι παροδική», όπως προειδοποιούν οι συντάκτες της έκθεσης και αποδεικνύουν οι ρυθμοί ανάπτυξης του συνόλου σχεδόν των αναπτυσσομένων κρατών.

Την πρώτη αιτία αυτής της ανατροπής τη βρίσκουμε τη δεκαετία του 1990, όταν οι Κινέζοι και οι Ινδοί εργαζόμενοι εμφανίστηκαν με αξιώσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, επιτρέποντας στις χώρες τους να αυξήσουν τις εξαγωγές τους και να μετατρέψουν τους ελλειμματικούς έως τότε προϋπολογισμούς τους σε πλεονασματικούς. Τη δεκαετία του 2000, η ίδια διαδικασία επεκτάθηκε στις υπόλοιπες υπό ανάπτυξη χώρες.

Πρώτη επίπτωση της ευτυχούς αυτής κίνησης του κεφαλαίου ήταν η δραστική μείωση της φτώχειας. Από το 1990 ως σήμερα, ο αριθμός των ανθρώπων που διαβιούν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα μειώθηκε κατά 25% ή -σε απόλυτους αριθμούς- κατά 500 εκατομμύρια άτομα.

Η δεύτερη επίπτωση όμως είναι πολύ λιγότερο χαροποιός: οι κοινωνικές ανισότητες αυξάνουν στο σύνολο των αναδυόμενων οικονομιών, ενώ πολλαπλασιάζονται οι έρευνες που αποδεικνύουν πως το φαινόμενο αυτό επιβραδύνει με τη σειρά του την αναπτυξιακή τους δυναμική.

Πάντως η προοπτική να φθάσουν τις δυτικές χώρες μια σειρά από κράτη που έως πρόσφατα αντιμετωπίζονταν από τον αναπτυγμένο κόσμο με υπεροψία ή συμπάθεια, δεν μπορεί παρά να ενδυναμώσει τις ανησυχίες περί «παρακμής της δύσης». Οι συντάκτες της έκθεσης όμως, κ.κ. Γιούτινγκ (Jütting) και Μολντ (Mold) εκτιμούν πως «αυτή η σύγκλιση δεν είναι επικίνδυνη, καθώς η παγκόσμια "πίτα" μεγαλώνει ενώ η προοπτική να μεταβληθούν η Ινδία και η Κίνα σε καταναλωτικές κοινωνίες, θα αποδειχθεί ευεργετική για ολόκληρο τον κόσμο».

*Alain Faujas είναι δημοσιογράφος της «Le Monde»

Το πιο δύσκολο έλεος...

Του Ρούσσου Βρανά

Για το έλεος είχε γράψει κάποτε ο συγγραφέας Ντάνιελ Σίλιµαν στο περιοδικό «Σκοτώνοντας τον Βούδα». Για κάτι καλογεράκια, σε ένα βουνό, σε ένα νησί, σε µια θάλασσα, που άλλο δεν κάνουν παρά να προσεύχονται µε αυτές τις δύο λέξεις, ξανά και ξανά: κύριε ελέησον, κύριε ελέησον, κύριε ελέησον. Με την ελπίδα πως, ώσπου να ξοδέψουν πια το λάδι στο καντήλι τους, ίσως να µπορέσουν να πουν έστω µια φορά αυτά τα δυο λόγια τόσο αληθινά, που να ανοίξουν µε αυτά µια χαραµάδα στο κελί τους για να µπει µέσα το έλεος. Το έλεος του θεού είναι πιο εύκολο από το έλεος των ανθρώπων.

Μια τέτοια χαραµάδα είχε δει µια φορά ο Ντάνιελ Σίλιµαν σε έναν δρόµο στη Φιλαδέλφεια. Είδε αυτόν τον γέρο φορτηγατζή, τόσο γέρο που τα µάγουλά του είχαν σταφιδιάσει από τις ρυτίδες και που το πρόσωπό του έµοιαζε µε περγαµηνή που είχαν περάσει από πάνω της εκατοντάδες χρόνια, να είναι σταµατηµένος στον δρόµο, µπροστά σε ένα κόκκινο φανάρι, καθισµένος στη θέση του οδηγού, σε ένα γαλάζιο φορτηγό χωρίς πόρτα:
«Μέσα από την πόρτα που έλειπε ξεχώριζε το καρό σακάκι του πάνω από το παντελόνι, µε το ένα κοκαλιάρικο πόδι του πάνω στο φρένο και το άλλο στον συµπλέκτη. Με το δεξί του χέρι ριγµένο πάνω στο λεβιέ και το αριστερό του απλω µένο πά νω στο τιµόνι, όπως τεντώνε ται ο ήλιος στα τέσσερα σηµεία του ορίζοντα λίγο πριν πέσει για ύπνο, αυτός ο ανθρωπάκος ακουµπούσε εκεί την κούραση µιας ολόκληρης µέρας. Κοίταζε τον ουρανό, περίµενε να ανάψει το πράσινο, να τε λειώσει η βάρδια. Και όπως τον έβλεπε κανείς µέσα από το άνοιγµα της πόρτας, πάνω στο ψηλό του κάθισµα να ατενίζει τον γαλανό ουρανό που έσβηνε σιγά σιγά, ήταν σαν να είχαν εισακουστεί ξαφνικά χιλιάδες προσευχές, που από στιγµή σε στιγµή θα άνοιγαν µια χαραµάδα στον απαραβία στο ουρανό για να περάσει το έλεος. Μέχρι την επόµενη µέρα».

Και θυµηθήκαµε µε όλα αυτά ένα µήνυµα δίχως έλεος, αυτό που είχε τοιχοκολλήσει κάποτε ένας ταλαιπωρηµένος και οργισµένος επιβάτης σεµια σήραγγα του Μετρό της Νέας Υόρκης,µε παραλήπτες τους απεργούς µηχανοδηγούς: «Αγαπητά καθάρµατα, αν ήµουν αφεντικό σας, θα παίρνατε όλοι πόδι. Και θα έβαζα στις θέσεις σας µηχανές. Ενα τσούρµο εκπαιδευµένες µαϊµούδες θα έκαναν καλύτερα τη δουλειά σας. Και θα έδειχναν περισσότερη ευγνωµοσύνη. Καταλαβαίνετε πόσο αλλόκοτα είναι τα αιτή µατά σας; Σύνταξη στα 55! Αστειεύεστε; Κάντε µας τη χάρη και µην ξαναγυρίσετε στη δουλειά!».

«Κ επειδή καθένας αποµονώθηκε µες τη δική του µάντρα και ζούσε µονάχα µε τον εαυτό του και σκεφτό ταν µονάχα τον εαυτό του, έβρισκε φυσικά, πως ο εαυτός του ήταν το κέντρο κι ο σκοπός της δηµιουργίας, άρα πως άξιζε περισσότερο από τους άλλους, κι είχε περισσότερα δικαιώµατα να ζήσει και να ευτυχήσει». (Κώστα Βάρβαλης, «Ο λαός των µουνούχων»)

Φορτηγατζήδες...

ΔΥΟ "ιδιαίτερα" άρθρα που έχουν αρκετό ενδιαφέρον

Aπό το αμαξάκι στο τριαξονικό
Tης Μαριαννας Τζιαντζη

Η ταινία «Το αμαξάκι» (1957) ήρθε στον νου μου με αφορμή τα όσα λέγονται αυτές τις μέρες στα δελτία γύρω από την απεργία και, στη συνέχεια, την επιστράτευση των ιδιοκτητών φορτηγών. Εδώ ο Ορέστης Μακρής υποδύεται τον κυρ Ανέστη, τον αμαξά που δεν θέλει να αλλάξει επάγγελμα, αν και η άμαξά του είναι πια ένας τεχνολογικός δεινόσαυρος. Ο κυρ Ανέστης χάνει το αγαπημένο γέρικο άλογό του και αναγκάζεται να ξεπουλήσει την άμαξά του. Βγαίνει στους δρόμους με ένα κασελάκι και πουλάει τσιγάρα, πνίγει τον πόνο του στο κρασί και σύντομα πεθαίνει από τον καημό του. Ενα αθάνατο, αλλά διόλου ευτελές μελόδραμα.

Τελευταία μίλησαν στην τηλεόραση αρκετοί ιδιοκτήτες φορτηγών. Ανθρωποι μεσόκοποι, ψημένοι, περπατημένοι και, μέχρι χθες, πετυχημένοι. Οικογενειάρχες, νοικοκύρηδες, με την αυτοπεποίθηση του αυτοδημιούργητου οι περισσότεροι. Καμία σχέση με τον γραφικό κυρ Ανέστη. Επιπλέον, το εργαλείο της δουλειάς τους δεν είναι το γοητευτικό αναχρονιστικό αμαξάκι και το πράο άλογο, αλλά σύγχρονα και πανάκριβα φορτηγά, ενώ ακόμα πιο πανάκριβη ήταν η άδεια με την οποία τα απέκτησαν. Το κοινό σημείο τους με τον κεντρικό ήρωα της ταινίας είναι το «τέλος», ένα τέλος που δεν έχει σχέση με την πρόοδο της τεχνολογίας αλλά με την κατάργηση των κλειστών επαγγελμάτων και με μια διαφορετική μορφή οργάνωσης των οδικών εμπορευματικών μεταφορών.

Ανεξάρτητα από το αν η αλλαγή αυτή θα ωφελήσει ή θα ζημιώσει το κοινωνικό σύνολο, βλέπει κανείς ότι σήμερα συντρίβεται όχι απλώς ένας κλάδος (προνομιούχος ή όχι, συμπαθής ή όχι, δεν έχει σημασία), αλλά ένα όνειρο που πολλοί κυνήγησαν, το όνειρο της «δικής σου δουλειάς». Να πάψεις να είσαι μισθοσυντήρητος, να αποκτήσεις το δικό σου μαγαζί, το δικό σου φροντιστήριο, το δικό σου φορτηγό, το δικό σου ταξί – ας είναι και μισό. Αρκετά χρόνια δούλευε στα καράβια ένας φορτηγατζής, τρίτη γενιά αυτοκινητιστών, που εμφανίστηκε χθες στην «Πρωινή ενημέρωση» (ΝΕΤ) και είπε ότι με τις οικονομίες του αγόρασε το πρώτο του φορτηγό. Ακολούθησαν άλλα δύο. Σήμερα το μετανιώνει. «Αντί να παίρνω φορτηγά, θα μπορούσα να ’χα φτιάξει τρία - τέσσερα σπίτια με 16 κολόνες το καθένα». Οι φορτηγατζήδες πρόκοψαν με τον νόμιμο τρόπο, δεν είναι τα συνήθη «άτακτα παιδιά» της κοινωνίας, αλλά συγκαταλέγονταν στους στυλοβάτες της, σ’ αυτούς που διαμαρτύρονταν όταν απεργούσαν οι λιμενεργάτες ή οι αγρότες έστηναν μπλόκα στους δρόμους.

Απότομα, άδοξα διαψεύδεται το όνειρο της «δικής σου δουλειάς», όπως εδώ και χρόνια (αλλά όχι τόσο απότομα) έχει διαψευστεί η προτροπή «μάθε, παιδί μου, γράμματα».

Ούτε μια γρατσουνιά δεν έχουν τα μεταλλικά θηρία της ασφάλτου, όλο σφρίγος καλπάζουν τα μηχανικά άλογα, όμως συντρίβεται ο κυρ Ανέστης. Σβήνει η μικρή ιδιοκτησία, τελειώνει το μικρό και το μεσαίο μαγαζί, εκτοπίζεται πανηγυρικά από το πολύ μεγάλο.

Το φιλελεύθερο σοκ
Tου Παναγη Γαλιατσατου

Το 1990 ο αριθμός των αδειών φορτηγών δημοσίας χρήσεως ανερχόταν στις 35.000. Εκτοτε το ΑΕΠ έχει διπλασιαστεί, όμως ο αριθμός των αδειών παραμένει ο ίδιος. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να αντιληφθεί τις στρεβλώσεις που προκαλούν αυτά τα δύο δεδομένα. Οταν το μεταφορικό έργο αυξάνεται, ενώ ο αριθμός των αδειών παραμένει σταθερός, επιβαρύνεται πρώτα από όλα το κόμιστρο. Κάπως έτσι προκύπτει ένα μέρος του λεγόμενου δομικού πληθωρισμού της ελληνικής οικονομίας.

Οι στρεβλώσεις όμως δεν σταματούν εδώ. Μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του ΙΟΒΕ, από τον Σεπτέμβριο του 2006 δείχνει, ότι για να αντιμετωπίσουν τη μεταφορική στενότητα οι ελληνικές εταιρείες δημιούργησαν και συντηρούν ιδιόκτητους στόλους φορτηγών, οι οποίοι και το λειτουργικό τους κόστος επιβαρύνουν και ως πάρεργο αντιμετωπίζονται. Ολα αυτά είναι γνωστά εδώ και πολλά χρόνια. Επίσης, γνωστό είναι, ότι αντιβαίνουν τις τάσεις που διαμορφώθηκαν εδώ και δύο δεκαετίες διεθνώς, να ανατίθεται το μεταφορικό έργο σε εξειδικευμένους μεταφορείς.

Η φιλελεύθερη προσέγγιση σε ένα τέτοιο πρόβλημα θα ήταν η απελευθέρωση των αδειών. Η φιλελεύθερη προσέγγιση όμως λογίζονταν ως αιρετική στην Ελλάδα ώς τον Μάιο του 2010.

Αυτό που ευαγγελίζονταν τα δύο κόμματα εξουσίας ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι που ίσως να αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο ο νεόκοπος όρος «κοινωνικός φιλελευθερισμός», τον οποίο εισήγαγε προσφάτως ο αρχηγός της αντιπολίτευσης στα πολιτικά μας πράγματα.
Τι ακριβώς είναι ο «κοινωνικός φιλελευθερισμός»; Στην πράξη, γιατί αυτή μας ενδιαφέρει, σημαίνει στα λόγια να τάσσεσαι υπέρ της ελεύθερης αγοράς -κάτι που είσαι υποχρεωμένος να κάνεις ως μέλος της Ε.Ε. και της ΟΝΕ- αλλά με τον προσδιορισμό «κοινωνικός» να κλείνεις το μάτι σε όλες τις αναξιοπαθούσες κοινωνικές ομάδες ότι δεν θα θιγούν. Ιδιαίτερα μάλιστα σε εκείνες που είτε έχουν εκλογική ισχύ, είτε μπορούν να σου κάνουν τη ζωή πολύ δύσκολη, όπως οι μεταφορείς.

Αυτό που επιθυμεί να δηλώσει άλλωστε ένας φιλελευθερισμός με επιθετικό προσδιορισμό είναι ότι δεν είναι φιλελευθερισμός. Το διαπιστώσαμε στην πράξη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως όλες οι λύσεις ήταν βραχύβιες και όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές σταματούσαν εκεί που έθιγαν ισχυρά οργανωμένα κοινωνικά συμφέροντα.

Σε μια τέτοια πολιτική πραγματικότητα, ήταν εύλογο το Μνημόνιο να αποτελέσει ένα φιλελεύθερο σοκ. Και δεν είναι τυχαίο, ότι και τα δύο κόμματα εξουσίας έσπευσαν είτε να το απαξιώσουν ως «νεοφιλελεύθερο» είτε να δηλώσουν την απαρέσκειά τους για τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμόσουν. Δεν τους προβληματίζει όμως καθόλου, το γεγονός όλες αυτές οι πολιτικές λειτουργούν σε χώρες με το διπλό βιοτικό επίπεδο και ανταγωνιστικότητα από τη δική μας, σε χώρες όπου δεν χρειάζεται να είσαι πλούσιος για να ζεις σαν άνθρωπος...

ΠΗΓΗ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ