Tης Mαριαννας Tζιαντζη
«Κοιτάζω γύρω μου και βλέπω ανθρώπους κατηφείς», λένε πολλοί – και η κατήφεια είναι μεταδοτική. Το πηγαίο, το λυτρωτικό γέλιο σπανίζει και τη θέση του παίρνει το πικρό υπομειδίαμα ή ο σαρκασμός, ενώ ακόμα και οι πολιτικοί, τουλάχιστον στις τηλεοπτικές εμφανίσεις τους, αποφεύγουν να χαμογελάσουν και να εκτεθούν, καθώς η ευθυμία θα υπονοούσε είτε ότι ζουν στον δικό τους κόσμο είτε ότι περιπαίζουν τον λαό από τον οποίο ζητούν θυσίες. Πέρασε η εποχή που οι υποψήφιοι πόζαραν στις προεκλογικές αφίσες με αστραφτερό χαμόγελο. Τώρα η επιθυμητή έκφραση είναι αυτή της περισυλλογής και της ολίγης συμπόνιας που την εικονογραφεί η φράση «αναγκαία αλλά άδικα» (τα μέτρα, εννοείται) ή «άδικα αλλά αναγκαία», γι’ αυτό και οι υπουργοί μοιάζουν με μέλη ερανικής επιτροπής που χτυπούν την πόρτα μας θλιμμένοι και αποφασισμένοι.
Ωστόσο, σ’ αυτήν την αγέλαστη εποχή, πληθαίνουν οι «ευτυχιολόγοι» και τα περί ευτυχίας λόγια. Μέσα σ’ ένα μόνο μήνα, τον Μάιο, δημοσιοποιήθηκαν ή σχολιάστηκαν τρεις έρευνες με θέμα την ευτυχία. Σύμφωνα με μια έρευνα ενός βρετανικού ινστιτούτου, του BSC, η χρήση του Διαδικτύου μάς κάνει πιο ευτυχισμένους, καθώς ενισχύει το αίσθημα της ατομικής ελευθερίας και της άσκησης επιρροής. Ομως την ευτυχία φέρνουν και οι κοινωνικοί αγώνες, όπως διαπίστωσαν δύο πανεπιστημιακοί, ένας Γερμανός κι ένας Αμερικανός, που δημοσίευσαν τα πορίσματα της έρευνάς τους σ’ ένα επιστημονικό περιοδικό. Η συμμετοχή στα κοινά, λένε, δίνει νόημα στη ζωή μας και ικανοποιεί βασικές ψυχολογικές ανάγκες. Μάλιστα, κάνουν διάκριση ανάμεσα στον «παραδοσιακό ακτιβισμό» (συλλογή υπογραφών, πορείες διαμαρτυρίας) και τον «ακτιβισμό υψηλού ρίσκου» (μολότοφ, καδρόνια κ.λπ.), εξαίροντας τις ευεργετικές ιδιότητες του πρώτου και αμφισβητώντας εκείνες του δεύτερου.
Σύμφωνα με μια άλλη αμερικανική έρευνα, που διεξήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πενηντάρης δεν είναι απλώς ο κατά Ζαμπέτα «γόης της εποχής», αλλά ο πιο ευτυχής ανάμεσα στους θνητούς: μακριά από την παραφορά της νεότητας, διαχειρίζεται κι ελέγχει καλύτερα τα συναισθήματά του.
Αν υποθέσουμε ότι και οι τρεις έρευνες έχουν δίκιο και αν τις συσχετίσουμε με τον παγκόσμιο άτλαντα της ευδαίμονος ανθρωπότητας, τότε οι πιο ζηλευτοί άνθρωποι είναι οι πολιτικοποιημένοι πενηντάρηδες που σερφάρουν μετά μανίας και κατοικούν, κατά προτίμηση, στη Βενεζουέλα ή τη Νιγηρία, αλλά όχι στα κράτη της Βαλτικής ή τη Μολδαβία, αφού σύμφωνα με τη «στατιστική του λαϊφστάιλ» (lifestyle statistics), η ευτυχία προσδιορίζεται και γεωγραφικά. Ετσι, πλάι στο ΑΕΠ, υπάρχει και ο δείκτης της Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας, ο οποίος προκύπτει από τη σύνθεση αρκετών αντικειμενικών δεικτών.
Αναρωτιέται κανείς πόσο ευτυχισμένος είναι στην Ελλάδα σήμερα ένας άνεργος ή υπό απόλυση μεσήλικας που πρέπει να εργασθεί άλλα 15-20 χρόνια μέχρι να συνταξιοδοτηθεί, που δεν σερφάρει συστηματικά και ούτε συμμετέχει στα κοινά, που πρέπει να πληρώνει φροντιστήρια ή γηροκόμους για τους ηλικιωμένους γονείς και που δεν έχει σπίτι ή κάποια βάση στο χωριό ώστε να επιστρέψει στη Μητέρα Φύση και να κάνει μια νέα αρχή. Ας μη μιλήσουμε για τους νέους ή τους ηλικιωμένους ή τις γυναίκες που βλέπουν τη μητρότητα σαν οικονομικό εφιάλτη και όχι σαν ευλογία.
Απιαστη, άυλη και στιγμιαία είναι η ευτυχία και, όπως είχε πει ένας φιλόσοφος του 19ου αιώνα, από τη στιγμή που σκεφτόμαστε αν είμαστε ευτυχισμένοι, παύουμε να είμαστε. Ωστόσο, μετρήσιμοι και ανατριχιαστικά ορατοί και υλικοί είναι οι στοιχειώδεις όροι που απομακρύνουν ή δυναμώνουν την Ακαθάριστη Εθνική Δυστυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου