Toυ ΤΑΚΗ ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΥ
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, οι ασφαλίσεις οφείλουν τη γένεσή τους στην αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που προκάλεσε η εκβιομηχάνιση τον 19ο αιώνα. Η εμφάνιση και η ανάπτυξή της στα καθ' ημάς, κατά τη δεκαετία του 1860, συμπίπτει χρονικά με τα πρώτα βήματα των κοινωνικών ασφαλίσεων
Από μια τέτοια οπτική, αυτοί που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή για τη λήψη των πρώτων ελληνικών ασφαλιστικών μέτρων ήταν οι εργάτες στα ορυχεία και μεταλλεία (photo). Συγκροτώντας έναν από τους πολυάριθμους κλάδους, που μάστιζαν τ΄ατυχήματα, προώθησαν την ίδρυση του πρώτου ταμείου εργαζομένων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ηταν επιπλέον οι πρώτοι που πέτυχαν, ώστε να γίνει αποδεκτό από την εργοδοσία το οκτάωρο, όταν οι άλλοι εργαζόμενοι δεν είχαν κατακτήσει ούτε το δεκάωρο και την κυριακάτικη αργία.
Ετσι, η αποκαλούμενη «Βουλή των Δημάρχων» (λόγω του όργιου της νοθείας κατά τις εκλογές του 1861 στους... εξοχικούς Δήμους) ψήφισε νόμο με τον οποίο προβλεπόταν η επιβολή ποσοστού επί του φόρου των μεταλλείων. Το ποσό αυτό (1%), μαζί με ισόποσες κρατήσεις από τα ημερομίσθια, προοριζόταν «ίνα εξ αυτού απαρτισθή αποθεματικόν κεφάλαιον προς βοήθειαν και περίθαλψιν των εργατών μεταλλείων και των οικογενειών αυτών εν περιπτώσει δυστυχημάτων»
Η λειτουργία του, όμως, καθυστέρησε απελπιστικά. Ενα από τα ιδεολογήματα της εποχής ακούγεται σήμερα αστείο, αλλά κάθε εποχή έχει τα... παραμύθια της. Σύμφωνα, λοιπόν, μ΄αυτό η καθιέρωση αποζημίωσης θα καθιστούσε τους εργάτες απρόσεκτους και επιρρεπείς στ΄ατυχήματα!
Θα περάσει μία εικοσαετία μέχρι να εκδοθεί το σχετικό βασιλικό διάταγμα. Μόνο τότε (1882) «συνεστήθη ειδικόν ταμείον, το των μεταλλευτών προς βοήθειαν και περίθαλψιν των εν τοις μεταλλίοις εργαζομένων και των οικογενειών τους».
Το ταμείο αρωγής κάλυπτε αποκλειστικά όσους δούλευαν κάτω από τη γη, μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα (1 χρόνο για μόνιμη αναπηρία) και χορηγούσε μια ελάχιστη σύνταξη (1 δραχμή ίση με το 1/3 του ημερομίσθιου).
Δυναμικές κινητοποιήσεις.
Τα επόμενα χρόνια θα ξεσπάσουν δυναμικές κινητοποιήσεις στα ορυχεία της Σερίφου και του Λαυρίου (τα μεγαλύτερα της εποχής), με αποκορύφωμα τις ιστορικές συγκρούσεις απεργών και στρατού το 1896. Θα χρειαστεί άλλη μία πενταετία μέχρι να πάρει υπόσταση στο Ταμείο Μεταλλωρύχων (1901) και να θεσπιστεί η χορήγηση μιας πενιχρής σύνταξης για τις χήρες και τα ορφανά των εργατών. Αλλά και μία ακόμη «εξέγερση» των μεταλλωρύχων (1906) μέχρι να παρθούν και κάποια προληπτικά μέτρα.
Εμπνευστής και εισηγητής του ασφαλιστικού νόμου για τους μεταλλεργάτες ήταν ο Φωκίων Νέγρης. Επιφανές μέλος της μεγαλοαστικής τάξης της εποχής (διευθυντής μεταλλείων, δήμαρχος Λαυρίου, υπουργός και ακαδημαϊκός) θα εκφράσει, με λόγια και έργα, την ανάγκη για ανεκτές κοινωνικές ασφαλίσεις στο πλαίσιο του τότε συστήματος.
«Εχοντας δει», γράφει ο ίδιος, «τη θλιβερή κατάσταση στην οποία περιέρχονται τα θύματα των ατυχημάτων στα ορυχεία και μεταλλεία, θεώρησα ότι ήταν καθήκον μου να βρω μια μέθοδο να εφαρμοστούν και στην Ελλάδα οι όροι που έθετε ο γαλλικός νόμος (ίσχυε από τη δεκαετία του 1890), δίχως να επιβραδυνθεί η ανάπτυξη της νεοσυσταθείσας βιομηχανίας... Σταδιακά και οι βιομήχανοι, τα συμφέροντα των οποίων θα προωθηθούν, θα διευκολύνουν τη διεύρυνσή του...».
Η διεύρυνση, όμως, αργούσε ακόμη, όπως και η τριμερής χρηματοδότηση του συστήματος (εργαζόμενοι, εργοδότες, κράτος).
Το πρώτο ασφαλιστικό ναυάγιο
Αφετηρία για την καθιέρωση γενικευμένης σύνταξης στο νεοελληνικό κράτος θ΄ αποτελέσει ο περίφημος νόμος ΧΝΒ της 3ης Αυγούστου 1861 «Περί συντάξεως των πολιτικών υπαλλήλων». Ηταν ένα αίτημα που εκκρεμούσε από τη δεκαετία του 1830. Τριάντα χρόνια από τότε είχε ωριμάσει στις επαναστατικές συνθήκες, που είχαν δημιουργηθεί, και καθώς η παραπαίουσα αυλή του Οθωνα αναζητούσε, ματαίως, κάποια στηρίγματα.
Στην αιτιολογική έκθεση διαβάζουμε ότι το νομοσχέδιο «περιλαμβάνει όλας τας τάξεις των υπαλλήλων, εκτός δύο μόνον κατηγοριών, των στρατιωτικών και των ναυτικών, περί ων προείδον προγενέστεροι νόμοι»
Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις, δικαίωμα σύνταξης αποκτούσαν οι υπηρετούντες στο Δημόσιο και το θεμελίωναν όσοι συμπλήρωναν 25 χρόνια εργασίας και ηλικία 60 χρόνων. Το δικαίωμα είχαν και «οι περιπεσόντες εις σωματικήν βλάβην ή νόσον, συνεπαγομένην προς το υπηρετείν ανικανότητα».
Η σύνταξη σε περίπτωση θανάτου μεταβιβαζόταν στη σύζυγο και τα νόμιμα ανήλικα παιδιά (μεγάλο... σκάνδαλο προέκυψε αν στη σύνταξη είχαν δικαίωμα και τα «νόθα»!). Το ύψος της σύνταξης οριζόταν ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας και «του κατά μέσον όρον μισθού και διαρκών επιμισθίων των τεσσάρων τελευταίων ετών της υπηρεσίας».
Ειδικό ταμείο.
Με τον ίδιο νόμο ορίστηκε η σύνταξη να καταβάλλεται από ειδικό ταμείο, που ιδρυόταν τότε ακριβώς για τον σκοπό αυτό. Οι πόροι του, πέραν της εισφοράς των υπαλλήλων, που έφτανε το 5% του μισθού τους, ήταν και κρατική επιχορήγηση με 100.000 δρχ. τον χρόνο. Ποσό πολύ μικρό και μάλλον για την... τιμή των όπλων. Με τον τρόπο αυτό λειτούργησε επί μία 15ετία το Ταμείο, οπότε οδηγήθηκε στη χρεοκοπία. Συγχωνεύτηκε τότε στο δημόσιο ταμείο, το οποίο και ανέλαβε την καταβολή συντάξεων.
Η αιτία του πρώτου ασφαλιστικού ναυαγίου ήταν η εδραιωμένη «αρχή» της εποχής ότι τα δημόσια έσοδα προορίζονται για την αυλή και τον εν λειτουργία κρατικό μηχανισμό. Τα υπόλοιπα ήταν... πολυτέλειες.
Το ζήτημα της βιωσιμότητας κλαδικών ασφαλιστικών ταμείων προκαλούσε όλη την ευρύτερη περίοδο διεθνώς συζητήσεις. Με δεδομένη την απροθυμία του κράτους να τα ενισχύει και να τα στηρίζει, το κυρίαρχο συμπέρασμα ήταν πως «τοιούτα ταμεία και εις άλλα, οικονομικώς ανθηρότερα κράτη, δεν ηδυνήθησαν να ευδοκιμήσωσιν, εφ' ώ και κατηργήθησαν.»
Εφταιγε, δηλαδή, ο θεσμός και όχι η ανεπάρκεια της κρατικής χρηματοδότησης. Γι' αυτό μαζί με τη συγχώνευση του 1877 μια πρώτη ενέργεια ήταν η αύξηση των υπαλληλικών κρατήσεων από το 5% στο 7,5%, αλλά χωρίς μια ανάλογη κρατική συμμετοχή.
Ο θεμελιώδης νόμος του 1861, με τις διάφορες τροποποιήσεις και συμπληρώσεις, θα ισχύει μέχρι το 1923, όταν θ΄ αντικατασταθεί από άλλον, καθώς πλέον είχαν αλλάξει ριζικά όλα τα σχετικά δεδομένα. Εδώ απλώς να σημειώσουμε ότι μέχρι το 1917 -χρονιά που κωδικοποιήθηκε η σχετική νομοθεσία- καταμετρήθηκαν 229 νομοθετήματα που τον συμπλήρωναν. Το αποσπασματικό και το ευκαιριακό στο νεοελληνικό ασφαλιστικό σύστημα ήταν μόνιμες ιδιότητες.
Η εμφάνιση της επικουρικής
Παραλλήλως, με τα πρώτα ασφαλιστικά ταμεία κατά τη δεκαετία του 1860, συγκροτούνται και τα πρώτα μετοχικά. Σκοπός της επικουρικής ασφάλισης είναι να καλύψει τις ανεπάρκειες της περιορισμένης βασικής ασφάλισης, που παρεχόταν ήδη. Στο πλαίσιο αυτό εμφανίζονται το «Μετοχικόν Ταμείον Πολιτικών Υπαλλήλων», το «Μετοχικόν Ταμείον του κατά του στρατού» και το «Μετοχικόν Ταμείον Πολεμικού Ναυτικού». Ειδικά, για τους πολιτικούς υπαλλήλους η επικουρική έτεινε να γίνει κύρια ασφάλιση, αφού δεν είχε θεσπιστεί ακόμη η μονιμότητα και κάθε κόμμα που ερχόταν στην εξουσία αντικαθιστούσε με τους «ημετέρους» την πελατεία του προηγούμενου.
Η δωροδοκία ως πρόσχημα
Δύο «γραμμές» συγκρούονται στη Βουλή κατά την ψήφιση του νόμου για τις συντάξεις των πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων. Η επίσημη και η λαϊκίστικη. Σύμφωνα με την πρώτη, το μέτρο, εκτός των άλλων, θα δώσει κίνητρα στους εργαζόμενους στο Δημόσιο να είναι πιο αφοσιωμένοι. Η δεύτερη υποστήριζε ότι δεν χρειάζεται να πάρουν σύνταξη άλλοι υπάλληλοι, εκτός από τους στρατιωτικούς, τους δικαστικούς και τους δασκάλους. Οι «πλείστοι ταμείαι, τελώναι, έφοροι κ.ά. δεν περιμένωσι να ζήσωσι εκ της ευτελούς μισθοδοσίας των. Διότι πολλοί υπάλληλοι έκαμον την τύχην των εις την υπηρεσίαν χωρίς να κληρονομούν συγγενείς πλουσίους ή να έχουν άλλα έσοδα...».
Δύο αντιλήψεις
Οι «ορθόδοξοι» και οι «προοδευτικοί»
Οι θεωρητικοί προβληματισμοί και οι πρακτικές στο ζήτημα των κοινωνικών ασφαλίσεων και της συνταξιοδότησης τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα κινούνταν προς δύο κατευθύνσεις. Αναλόγως της κοινωνικής οπτικής και της «οικονομικής σχολής»:
Οι «ορθόδοξοι» και πιστοί στο υπαρκτό καπιταλιστικό σύστημα διατείνονταν ότι ο καθένας πρέπει ν΄αφήνεται ελεύθερος ν΄ αποφασίζει για το μέλλον του. Να προνοεί, ώστε να καταστεί αυτάρκης, όταν δεν θα βρίσκεται σε θέση να εργάζεται. Επομένως, απορρίπτεται η αναγκαστική υπαγωγή σε κάθε είδους ταμεία πρόνοιας και ασφάλισης. Οι ειδικότεροι ισχυρισμοί είναι πως έτσι θα αναγκαστεί ν΄ αναπτύξει μεγαλύτερη δράση και να πάρει ατομικές πρωτοβουλίες. Η εξάρτηση καταστρέφει τη βούληση, την ελευθερία και την πρωτοβουλία. Οσο για το κράτος αυτό δεν επιτρέπεται να προχωρήσει στην υποχρεωτική ασφάλιση.
Οι «προοδευτικοί», που θέλουν είτε να βελτιώσουν το σύστημα είτε να το αλλάξουν ριζικά, θεωρούν επιβεβλημένη την ίδρυση των Ταμείων. Το ζήτημα της υποχρεωτικής ή μη συμμετοχής διχάζει, αλλά η κυρίαρχη αντίληψη είναι υπέρ του υποχρεωτικού. Η Πολιτεία έχει υποχρέωση να καθιερώσει τέτοιους νόμους χάριν της κοινωνικής αλληλεγγύης και σκοπιμότητας. Δεν δικαιούται, υποστηρίζεται, ν΄ αφήσει την κοινωνική πρόνοια για ηθικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς και λόγους δικαιοσύνης στην καλή θέληση των εργαζομένων. Απαντώντας στα επιχειρήματα των αντιπάλων αντιτείνουν ότι οι μισθοί δεν επιτρέπουν αποταμιεύσεις στους εργαζόμενους. Καθήκον και του κράτους και της εργοδοσίας είναι να εξασφαλίσουν τη συντήρηση όσων εργάστηκαν χρόνια πολλά και συντέλεσαν στην προαγωγή των επιχειρήσεων και της οικονομικής ζωής γενικότερα.
Στην πορεία και καθώς ο ένας αιώνας διαδέχεται τον άλλο οι αντιλήψεις των πρώτων θα ηττηθούν κατά κράτος.
Τα επαγγελματικά - κλαδικά ταμεία θα τους διαψεύσουν πανηγυρικά. Η διπλή χρηματοδότηση ενός νεογέννητου συστήματος ασφαλίσεων (εργαζόμενοι και κράτος) θα τους αφαιρέσει κάθε ιδεολόγημα, ενώ η τριμερής (εργαζόμενοι, εργοδότες και κράτος) θα εξαφανίσει κάθε ιδεολόγημα των απολογητών της μη ασφάλισης.
Αλλά γρήγορα στη θέση των παλιών ιδεολογημάτων θα προβάλουν διάφοροι άλλοι μύθοι στη διαρκή σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου