Της Ελίζας Παπαδάκη
Μια δραστική µείωση µισθών και συντάξεων είναι οπωσδήποτε η οδυνηρότερη άµεση συνέπεια των όρων που αναγκάστηκε να συµφωνήσει η ελληνική κυβέρνηση µε την ευρωζώνη και το Διεθνές Νοµισµατικό Ταµείο, προκειµένου να χορηγήσουν στη χώρα µας τα απαιτούµενα δάνεια ώστε να αποφύγουµε την πτώχευση, τουλάχιστον για δύο χρόνια.
Επονται µια άνοδος της ανεργίας σε επίπεδα που δεν έχουµε δει τα τελευταία σαράντα χρόνια, 14,1% την προβλέπει το 2011 ο ΟΟΣΑ, οι αλλαγές στο εργασιακό καθεστώς που µόλις άρχισαν να συζητούνται: κατάργηση θεσπισµένων µορφών προστασίας που είχαµε µάθει να θεωρούµε απαραβίαστες, όσο κι αν βλέπαµε γύρω µας να παραβιάζονται διαρκώς, µε πρώτο τον κατώτατο µισθό της εθνικής γενικής συλλογικής σύµβασης εργασίας. Πόσους, νέους προπάντων, δεν έχουµε συναντήσει να αµείβονται πιο κάτω από 600 ευρώ τον µήνα ή µε λιγότερα, καθόλου ΙΚΑ, χωρίς κανένας να το καταγγέλλει πουθενά; Μία από τις πολλές εκδοχές παρανοµίας µε τις οποίες µάθαµε να συµβιώνουµε...
Αλλά µπροστά στις πραγµατικές δυσκολίες που αντιµετωπίζουµε - πολιτεία και κοινωνία - για να εφαρµόσουµε τους όρους του µνηµονίου, µπροστά στις µεγάλες αδικίες, την αναστάτωση της ζωής και τη διάψευση των προσδοκιών εκατοντάδων χιλιάδων που συνεπάγεται, κάποιοι προτείνουν επίµονα µιαν άλλη διέξοδο: Απλώς να µην τους εφαρµόσουµε. Να διαµηνύσουµε στους δανειστές µας ότι αδυνατούµε να καταβάλουµε τις υπέρογκες δόσεις των χρεολυσίων και όλους τους τόκους κα λώντας τους να «αναδιαπραγµατευθούµε» το χρέος µας. Να επιµηκύνουµε τις προθεσµίες ή/και να «κουρέψουµε» τις υποχρεώσεις µας κατά ένα ποσοστό, να συγκατατεθούν δηλαδή οι δανειστές ότι ένα µέρος των χρηµάτων που είχαν δανείσει στο Ελληνικό Δηµόσιο δεν θα το πάρουν ποτέ πίσω, θα πρέπει να το παραγράψουν.
Υπέρ αυτής της µαγικής λύσης προβάλλεται µάλιστα και ένα ηθικό επιχείρηµα: Στην κρίση της υπερχρέωσης δεν έφτασε µόνη της η Ελλάδα αλλά µε τις τράπεζες που την δάνειζαν για να κερδίσουν. Δεν είναι δίκαιο εποµένως το κόστος της κρίσης να το επωµιστεί ολόκληρο η ελληνική κοινωνία µε βαριές απώλειες, θα πρέπει να το µοιραστεί µε τις τράπεζες, να χάσουν και αυτές κάτι.
Η πρόταση αυτή υποστηρίζεται από δύο εντελώς διαφορετικές πλευρές.
Αφενός από συντηρητικούς κατά κανόνα, αµερικανούς κυρίως ή και άγγλους οικονοµολόγους, πανεπιστηµιακούς συχνά συνδεόµε νους επαγγελµατικά µε επενδυτικές τράπε ζες οι οποίες τους τελευταίους µήνες µετεί χαν ενεργά στο παιχνίδι κατά της Ελλάδας στις αγορές, στοιχηµατίζοντας στη χρεοκοπία της χώρας.
Αφετέρου από εγχώριους παράγοντες που εµφανίζονται να εκπροσωπούν µιαν ιδιαίτερα ριζοσπαστική Αριστερά.
Και οι δύο δεν κρύβουν ότι η πρότασή τους θα οδηγούσε την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης, το θεωρούν µάλιστα συµφέρον για τη χώρα, οι πρώτοι άλλωστε πάντα αµφισβητούσαν τη βιωσιµότητα του ευρώ.
Αυτό που δεν αποκαλύπτουν είναι πόσο βαρύτερες θα ήταν οι απώλειες την ώρα που το κράτος θα εξαναγκαζόταν σε στάση πληρωµών, καθώς και χωρίς την εξυπηρέτηση του χρέους οι δαπάνες υπερβαίνουν τα έσοδά του - από εδώ ξεκινά όλο το πρόβληµα. Ούτε προµηθευτές θα είχε να πληρώσει, θα εξαφανίζονταν τα φάρµακα πριν απ όλα, ο κόσµος θα έτρεχε να σηκώσει τα λεφτά του από τις τράπεζες που δεν θα είχαν πια να δανείζουν ούτε επιχειρήσεις ούτε νοικοκυριά, σε συνθήκες κατάρρευσης δε ποιος θα πήγαινε να πληρώσει τους φόρους του;
Τους ξένους εισηγητές της αναδιαπραγµάτευσης ίσως να µην τους πολυνοιάζει, οι ντόπιοι είτε δεν καταλαβαίνουν τον εφιάλτη που θα ερχόταν είτε το φαντάζονται αλλιώς... Αν όµως τα βάλει κανείς όλα στο τραπέζι, τους σκληρούς όρους ευρωζώνης - ΔΝΤ και τις εναλλακτικές τους, είναι φανερό ότι το συµφέρον της Ελλάδας είναι να µείνει κάτω από την οµπρέλα προστασίας του ευρώ, στα πλαίσια της αλληλεγγύης που, έστω και πολύ απρόθυµα από κάποια κράτη - µέλη, της παρέχεται. Μόνο που σε κρίση δεν βρίσκεται µόνο η χώρα µας, έχουµε κρίση της Νοµισµατικής Ενωσης συνολικά.
«Χρειαζόµαστε τώρα το ισοδύναµο µιας δηµοσιονοµικής οµοσπονδίας» τόνιζε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν-Κλοντ Τρισέ σε συνέντευξη στη χθεσινή «Le Μonde», για πρώτη φορά ρητά. Και υπενθύµιζε ότι η Ευρώπη ως ιστορικό οικοδόµηµα συχνά προχώρησε σε φάσεις δύσκολες και κρίσης. Η χρηµατοπιστωτική κρίση είναι ακόµα εδώ, σύµφωνα µε την εξαµηνιαία έκθεση της ΕΚΤ, οι τράπεζες έχουν ακόµα 228 δισ. κακά δάνεια να παραγράψουν και κάπου 800 δισ. να αναχρηµατοδοτήσουν ώς το 2012, που µαζί µε τα µεγάλα χρέη των κρατών αλλά και αρκετών επιχειρήσεων κινδυνεύουν να ωθήσουν τα επιτόκια προς τα πάνω.
Αλλά στην πολιτική οι διαφωνίες και εθνικοί εγωισµοί επιµένουν. Κρίσιµο επόµενο βήµα, το Εurogroup της 7ης Ιουνίου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου