Του Θεόδωρου Δ. Παπαγγελή
(καθηγητή του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)
Δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ποια θα ήταν η απάντηση αν το ερώτημα «αλλάζει ο Ελληνας;» είχε σερβιριστεί την επομένη της εναρκτήριας τελετής των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Με τον οφθαλμό της οικουμένης εστιασμένο στη φαντασμαγορία μας, εννιά στους δέκα θα ανέμελπαν παιάνα στον Νέο Ελληνα της Νέας Εποχής.
Φανταστείτε τώρα το ίδιο ερώτημα σε χειμαζόμενο πελάτη κάποιας δημόσιας υπηρεσίας, και οι μισές απαντήσεις θα χρειάζονταν τουλάχιστον ένα δυο ντροπαλά «μπιπ». Τα «εμείς δε θα γίνουμε ποτέ άνθρωποι» και «αυτή η χώρα δε θ΄ αλλάξει ποτέ», με όλες τις θεωρητικές και καφενειακές παραλλαγές τους, αποτελούν το αρνητικό εμβατήριο με το οποίο πορευτήκαμε και πορευόμαστε προς τη Δύση της Επαγγελίας. Παρ΄ όλα αυτά, το ίδιο ερώτημα σήμερα ηχεί πιο μελαγχολικά υπαρξιακό από κάθε άλλη φορά. Γιατί;
Επειδή- μέρα με τη μέρα, με κάθε ειδησεογραφικό δελτίο, με κάθε πρωτοσέλιδο, με κάθε γκριμάτσα της Ανγκελα, με κάθε προνουντσιαμέντο από το εφιαλτικό εκείνο Οικοσύστημα Αξιολόγησης, με κάθε υπόκωφο πρωθυπουργικό ή υπουργικό στεναγμό- καταλαβαίνουμε ότι το «ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» δεν ανήκει στις ρητορικές παραφράσεις με τις οποίες οι πολιτικοί, χρόνια τώρα, διαχειρίζονταν ή εξόρκιζαν τα πιθανά και τα ενδεχόμενα, αλλά αποτελεί διαπεραστικό και επίμονο σήμα κινδύνου- και ελάχιστη σημασία έχει αν τον κίνδυνο τον δημιουργήσαμε μόνοι μας ή αν τον φιλοτέχνησαν εν μέρει και οι δυσμάχητοι εκείνοι κερδοσκόποι.
Για να μην αρχαιολογήσουμε και για να μείνουμε μέσα στα όρια της ζώσης μνήμης, είναι διδακτικό να θυμηθούμε μερικές πρόσφατες ρωμέικες ιστορίες αλλαγής.
Η πρώτη δεν ονοματίστηκε ποτέ έτσι, αλλά να μας αλλάξει με το στανιό οραματίστηκε ο μείζων Καραμανλής όταν αποφάσιζε να μας ρίξει άμαθους στα βαθιά της ευρωπαϊκής θάλασσας. Εκεί το πρώτο θαύμα: ούτε αλλάξαμε αλλά ούτε και πνιγήκαμε (απλώς καλομάθαμε).
Αλλαγή σε κοσμογονική διαπασών σάλπισε ο Ανδρέας: προέκυψε ο Μανολιός με τα ρούχα του αλλιώς.
Ο Κώστας Σημίτης, που δεν του πήγαινε ούτε το στανιό ούτε τα ταχυδακτυλουργικά, έσχισε το μπλοκάκι του εκσυγχρονιστικού πραγματισμού τη μέρα που είδε τη μη Αλλαγή με τα μάτια του και ανεφώνησε «αυτή είναι η Ελλάδα!».
Ο ελάσσων Καραμανλής, ιδιοσυγκρασιακά ησυχαστής, επινόησε την ήπια προσαρμογή επί τα αυτά.
Ο Γιώργος διεπίστωσε απλώς ότι χωρίς (δανεικά) λεφτά μη Αλλαγή δεν γίνεται.
Το αν η πολιτική μπορεί να αλλάξει τους υπηκόους της ή αν οι υπήκοοι μπορούν να εκμαυλίσουν την πολιτική είναι ζήτημα μακράς εμβέλειας που θα το αφήσουμε στους ειδήμονες. Μας ενδιαφέρουν τώρα πιο άμεσα ορισμένες εμπειρικές και επώδυνες αλήθειες που πρέπει να τις υποψιάζονται ειδήμονες και μη.
Η πρώτη είναι ότι την αλλαγή που δεν κατορθώσαμε από μόνοι μας, όπως και αν την εξειδικεύσουμε, μας την επιβάλλουν με το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» ξένοι αφέντες, και αυτό προσκρούει στην καλλιεργημένη μυθολογία του ανυπόταχτου τραχήλου της φυλής. Και το ντέρμπι μυθολογίας-πραγματισμού έχει δύσκολα προγνωστικά.
Η δεύτερη είναι ότι μας ζητούν να αλλάξουμε το συνολικό ήθος και τη συλλογική λειτουργία της κοινωνικής και πολιτικής μας ζωής σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία: ο δείκτης εμπιστοσύνης ανάμεσά μας και ανάμεσα σε όλους μας και την πολιτική τάξη της χώρας κυμαίνεται σε μηδενικά επίπεδα, για τους γνωστούς και μη εξαιρετέους λόγους· η χρόνια ασυδοσία του συντεχνιακού εγωισμού φετιχοποιεί και τοποθετεί «πέραν διαπραγματεύσεως» ποικίλα «κεκτημένα»· τα όρια ανάμεσα στη δυναμική διεκδίκηση και την αναρχική εκτροπή έχουν από καιρό ξεθωριάσει ενώ η έννοια της δημόσιας ευταξίας έχει διαβληθεί από κρούσματα αστυνομικού τσαμπουκά ή φαιδρές παλινωδίες μηδενικής ανοχής.
Η τρίτη (αλήθεια) είναι ότι μας ζητούν να παραιτηθούμε, για πρώτη φορά εντός ζώσης μνήμης, από την πιο απλή και ενστικτώδη φιλοδοξία που θέλει τη νεότερη γενιά τουλάχιστον ισόμοιρη με την προηγούμενη.
Τελευταίο αλλά διόλου αμελητέο. Οσο μπορούμε να καταλάβουμε, ο χρονικός ορίζοντας της αλλαγής η οποία υπόσχεται, στο μέτρο που υπόσχεται, ανάσταση και ανάταξη προβλέπεται βαθύς- πολύ βαθύς για όλους και κυρίως για μια φρέσκια γενιά που έχει εσωτερικεύσει το αγχωτικό αίτημα της γρήγορης επιτυχίας και έμαθε να βιώνει τον χρόνο χωρίς αναστοχασμό της ιστορικότητας των πραγμάτων και των καταστάσεων, σε μια ανέμελη διάσταση «παροντισμού»- της γενιάς που, αν ο μύθος αληθεύει, συνάχτηκε τις προάλλες στο μυκονιάτικο άσυλό της κραυγάζοντας με ρωμέικη λεβεντιά την αξιωματική αποχώρησή της από το ζήτημα της αλλαγής: Ολι Ρεν, Ολι Ρεν, δεν μας παίρνεις τα Καγιέν- ή κάτι τέτοιο. Ισως- για λίγο ακόμη- να βαυκαλιστούμε με το «ούτε θα αλλάξουμε ούτε θα βουλιάξουμε»· και μακάρι να μη χρειαστεί να πούμε «και αλλάξαμε και βουλιάξαμε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου