Γράφει ο Δημ. Ιω. Κουκουλομμάτης
Καθ. Παν/μίου
«Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. υμείς όψεσθε». Αν στα λόγια αυτά του Πιλάτου προσθέσουμε και την πράξη της πλύσης των χεριών ως απόδειξη αθωότητας, οδηγούμαστε στην υπέρτατη έκφραση της υποκρισίας, που είναι ο συνδυασμός λόγου και πράξης· αποτελούν και τα δύο αποδείξεις της μέγιστης υποκρισίας που διέκρινε τον Πιλάτο και τους από τότε «Πιλάτους» και μέχρι σήμερα.
Ο Πιλάτος της Σταύρωσης και οι «Πιλάτοι» των σταυρώσεων μέσα στους αιώνες ποτέ δεν κατάλαβαν ότι, για να αποδείξεις την αθωότητά σου, δεν αρκεί μια πρόχειρη ομολογία κι ένα κανάτι νερό. Το άγος από την ψυχή και τις Ερινύες από τη συνείδηση δεν τα αποδιώχνουν μεθοδευμένες υποκρισίες, αλλά η τιμιότητα και η καθαρή καρδιά.
Στους καιρούς μας η υποκρισία στη συμπεριφορά των ανθρώπων περισσεύει, το θράσος συνοδοιπορεί, η ψευτιά συμπορεύεται, η προσποίηση θριαμβεύει, το πλύσιμο των χεριών για την τάχα μου αθωότητα, στις δόξες του. Το ενδιαφέρον μας για το συνάνθρωπο εξαντλείται στα λόγια, τα πολλά, τα παχιά, τα κενά. Με λόγια συμπαραστεκόμαστε στην ανάγκη, με λόγια απεκδυόμαστε της ευθύνης, με λόγια ντυνόμαστε το ηθικό ρούχο, με λόγια φτιάχνουμε τον κόσμο μας, αλλά με πράξεις τον γκρεμίζουμε.
Όλοι μιλάμε, όλοι κηρύσσουμε, όλοι γράφουμε, όλοι δεν είμαστε «ως ούτος ο τελώνης». Η συνέχεια στην οθόνη της ζωής. Άλλοι κάνουν το κακό, άλλοι ανέχονται να γίνεται το κακό και άλλοι λυτρώνονται πλένοντας τα χεριά τους με αγίασμα… υποκρισίας.
Ο Θεάνθρωπος στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, που διαβάζεται τη Μ. Τρίτη το βράδυ στην ακολουθία του Νυμφίου, χρησιμοποιεί οκτώ «ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί…», τα οποία ως κεραυνοί λόγου επιπίπτουν επί των κεφαλών των Γραμματέων και Φαρισαίων και προκαλούν φόβο και τρόμο για όσους έχουν υπαγάγει τη ζωή τους σ’ ένα από τα φοβερά αυτά «ουαί».
Στους καιρούς μας ο Γιώργος Σεφέρης σε μια του δημιουργία, θα την έλεγα «δημιουργία της υποκρισίας» και ραπισμό των υποκριτών, βάλλει άμεσα εναντίον εκείνων που υποκρίνονται για να εξαπατήσουν, να ξεγελάσουν, να εμπαίξουν, να κοροϊδέψουν τα άκακα θύματά τους. Τα ερωτήματα που θέτει και οι απαντήσεις που δίνει ο ποιητής αποκαλύπτουν, εκθέτουν τον κόσμο της υποκρισίας και απογυμνώνουν τον υποκριτή από την προσωπίδα της κακής ηθοποιίας.
Η δημιουργία αυτή του Σεφέρη, που φέρει τον τίτλο «Επί σκηνής», έχει ως ακολούθως:
«Ποιος άκουσε καταμεσήμερα το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;
Ποιος καβαλάρης ήρθε με το προσάνεμα και το δαυλό;
Και ποιος ξεκοίλιασε τη γυναίκα, το βρέφος και το σπίτι;
Ποιος έφυγε χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;».
Στα ερωτήματα αυτά δίδονται οι ακόλουθες απαντήσεις: «Καθένας νίβει τα χέρια του και τα δροσίζει
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός
κατάργησαν τα μάτια τους, τυφλοί
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε».
Ο Σεφέρης με αυτές του τις επιλογές μαστιγώνει τους Πιλάτους κάθε εποχής, γιατί η υποκρισία είναι διαχρονικό φαινόμενο. Η σκέψη και ο λόγος του ποιητή σπάζουν κόκαλα. Ας παρακολουθήσουμε την επιχειρηματολογία του. Ενώ το κακό έγινε καταμεσήμερα και ο φονιάς που έκανε το έγκλημα έφυγε «χτυπώντας πέταλα στις πλάκες», που σημαίνει ότι τόσο η ώρα που έγινε το κακό όσο και ο τρόπος που έφυγε ο μακελάρης δεν δικαιολογούν άγνοια, εν τούτοις κανένας ούτε είδε ούτε άκουσε τίποτα. Κορύφωση της υποκρισίας. Μάλιστα, η υποκρισία έφθασε σε τέτοιο σημείο ανοησίας -οι υποκριτές είναι και ανόητοι-, ώστε να νίβουν τα χέρια τους, δείγμα της ικανοποίησης από το έγκλημα, και μάλιστα να συναισθάνονται και ευχαρίστηση από τις συνέπειές του -φαινόμενο σαδισμού. Και το χειρότερο σ’ όλη αυτή τη διαδικασία τέλεσης του φονικού είναι ότι δεν υπάρχουν μάρτυρες για τίποτα. Μάρτυρες που να καταγγείλουν το έγκλημα. Μάρτυρες που να θυσιαστούν για το δίκαιο.
Ο Πιλάτος ποτέ δεν πέθανε. Ζει και θα ζει ένοχος και υπεύθυνος για όλες τις δίκες που θα γίνονται στον κόσμο, θα ζει για να πλένει τα χέρια του και να ορκίζεται ότι είναι «αθώος του αίματος των δικαίων» διαχρονικά. Πιλάτος, το πρότυπο της υποκρισίας. Του Θεανθρώπου ο δικαστής. Ο φονιάς του Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου