Ο Κεμάλ, ο στρατός και ο Ερντογάν

Του ΧΡΙΣΤΟΥ Κ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Οταν ο Μουσταφά Κεμάλ εγκαθίδρυσε το πολίτευμά του, η Τουρκία ήταν ένα από τα 22 κράτη που προέκυψαν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Ανάμεσα στα πρώτα μέτρα που πήρε ο αμφιλεγόμενος Θεσσαλονικιός μεταρρυθμιστής ήταν η κατάργηση του Σουλτανάτου, η διάλυση του Χαλιφάτου και η μεταφορά της πρωτεύουσας του νεόκοπου κράτους από την Κωνσταντινούπολη στην Αγκυρα. Με αυτές τις κινήσεις ματ ο Κεμάλ απέκοψε ακαριαία την Τουρκία από τα τρία ζωτικά και ζωντανά μέχρι τότε σύμβολα της οθωμανικής της κληρονομιάς: την εκφυλισμένη σουλτανική δυναστεία, τον θρησκευτικό φανατισμό και το διοικητικό κέντρο της παλιάς διεφθαρμένης επικράτειας. Ολα αλληλένδετα μεταξύ τους, ομοούσια και συνυπεύθυνα.

Ο τέταρτος καθεστωτικός πυλώνας παρέμεινε στο απυρόβλητο. Επρόκειτο για τον στρατό. Εύλογο. Χωρίς τις ένοπλες δυνάμεις στο πλευρό του, ο Κεμάλ δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα.

Ο στρατός ήταν μετά τον σουλτάνο (και κατόπιν τον Μουσταφά Κεμάλ) ένας από τους βασικότερους θεσμούς της Τουρκίας και ο μόνος που στη διάρκεια των αιώνων εκσυγχρονίστηκε ιδεολογικά. Οι ριζοσπαστικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και των θεωρητικών της βρήκαν πρόσφορο έδαφος ανάμεσα στους νεαρούς αξιωματικούς, που σχημάτισαν συνωμοτικούς πυρήνες από τη Θεσσαλονίκη και τα Σκόπια μέχρι τη Δαμασκό και τη Λιβύη. Οι τρεις απόπειρες συνταγματικών μεταρρυθμίσεων που έγιναν στις τελευταίες δεκαετίες του σουλτανικού απολυταρχισμού οφείλονται στους στρατιωτικούς. Μετά τον θάνατο του Κεμάλ και ιδίως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι στρατιωτικοί επέβαλαν μια καλά επεξεργασμένη ατζέντα αναφορικά με την αποστολή τους σε ό,τι αφορά την εσωτερική διοίκηση, την εθνική ασφάλεια της χώρας, την προάσπιση του κοσμικού κράτους, την οικονομική διαχείριση και την εξωτερική πολιτική.

Ολα αυτά που ακούγονται παράλογα στη δυτική πολιτική κουλτούρα, είναι θεσμικά κατοχυρωμένα στην Τουρκία και έχουν γίνει αποδεκτά από τον πολιτικό κόσμο της χώρας και την κοινωνία των πολιτών της. Παρά τα αλλεπάλληλα πραξικοπήματα ή ενδεχομένως και εξαιτίας αυτών, οι Τούρκοι τρέφουν υψηλά αισθήματα σεβασμού, ανοχής, υπερηφάνειας, θαυμασμού και φόβου -ανάλογα ο καθένας τους- για τις ένοπλες δυνάμεις. Πολλοί, χρωστάνε στον στρατό τη μόρφωσή τους, την επαγγελματική τους κατάρτιση, τη δουλειά τους, την εθνική αυτοπεποίθησή τους, το αίσθημα ότι δεν είναι πλέον ο περίγελος κανενός. Αλλοι υπομένουν τη δεσποτεία του βαθέος κράτους, ζουν με τις πικρές μνήμες διώξεων και προπηλακισμών, την απαγόρευση της γλώσσας τους, την περιστολή των δικαιωμάτων τους, την απόκρυψη της καταγωγής και της λατρείας τους, την εξαφάνιση των δικών τους...

Επίλογος: Στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα ήταν που ως κεραυνός εν αιθρία μπήκε στο «στρωμένο» παιχνίδι του στρατού και των παραφυάδων του ο κ. Ταγίπ Ερντογάν. Ενας μετριοπαθής ισλαμιστής πολιτικός, εκλεγμένος δίκαια, διάφανα και δημοκρατικά στο πρωθυπουργικό αξίωμα. Που ανέλαβε διαφορετικά μεν, άλλα αντίστοιχα με τον κοσμικό Κεμάλ, να υλοποιήσει έναν επίσης δύσκολο όσο και απαραίτητο μεταρρυθμιστικό άθλο: τη συνταγματική αναθεώρηση και τις δικαιοδοσίες του στρατού. Η σύγκρουσή του με τις ένοπλες δυνάμεις, που φάνταζε κάποτε βέβαιη, δείχνει τώρα κάπως να ξεθωριάζει. Είναι προφανές ότι οι στρατιωτικοί της Τουρκίας, που επαίρονται για το υψηλό πράγματι επίπεδο της κάστας τους, δεν μπορεί παρά να διαθέτουν σώφρονα στελέχη.

πηγη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου