Ο λόγος για τον ΜΕΓΑΛΟ μας ήρωα (με όλη την συμασία της λέξης) ΓΕΩΡΓΙΟ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ. Γράμματα πολλά δεν ήξερε, όπως και οι περισσότεροι πρωταγωνιστές της Επανάστασης. Ηξερε όμως και του άρεσε όσο τίποτε άλλο να βρίζει. Φίλους,συγγενείς και βεβαίως εχθρούς και αντιπάλους. Η αθυροστομία του ήταν ασύγκριτη και παροιμιώδης!
Όντας «γιος της καλογριάς» και καρπός παράνομου έρωτά της με κλέφτη καπετάνιο βίωσε απο παιδί έναν κοινωνικό αποκλεισμό, που συνοψιζόταν στον χαρακτηρισμό "μούλος" που του απέδιδε ο κοινωνικός του περίγηρος. Την διέξοδο, για να ξεπεράσει την οργή του και να επιβληθεί σ' ένα δύσκολο γι' αυτόν κοινωνικό περιβάλλον, την βρήκε στον βωμολοχικό λόγο
"Εμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψωλές ώσπου να με γεννήσει" συνήθιζε ο ίδιος να λέει
Ένα χαρακτηριστικότατο παράδειγμα της εντυπωσιακής βωμολοχίας του αποτελεί ήταν η λεκτική υποδοχή που επιφύλαξε στον στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα όταν εκέινος πήγε να τον συναντήσει στα Άγραφα για μια απο τις τεριμμένες "συνομιλίες κορυφής"
«Έλα, σκατότουρκε... έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους, έλα ν' ακούσεις τα κερατά σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε κερατάδες... Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην -να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!»
Ο αυτοσαρκασμός του δεν είχε όρια και στρεφόταν συχνά γύρω απο το θέμα της ασθενείας του (έπασχε απο φυματίωση) που κατα καιρούς τον έριχνε στο κρεβάτι. Μια μέρα που η ασθένεια είχε υποτροπιάσει δέχτηκε την επίσκεψη του γιατρού που ήθελε να τον εξετάσει. Για να τον δοκιμάσει ο Καραισκάκης έκρυψε κάτω απο τα σκεπάσματα έναν απο τους άνδρες του. Ο γιατρός έπιασε το χέρι του παλικαριού αντί για το δικό του και είπε: "Στρατηγέ οι δυνάμεις σου έχουν πέσει πολύ"
Εμφανίζεται τότε ο Καραϊσκάκης για να του απαντήσε: "Ο πούτσος μου έπεσε μωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!"
Η βωμολοχία του ήταν τόσο συνεχής και έντονη, που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμα του αυτό ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του. Η αυτοσυγκράτηση αυτή δεν επιτυγχανόταν, πάντως, απ' όλους τούς συμπολεμιστές του και σ' όλες τις περιστάσεις.
Να πώς απαντά ο Καραϊσκάκης στην πρόταση συμφιλίωσης που του στέλνει στα 1824 με επιστολή ο οπλαρχηγός της Ρούμελης Ν. Στορνάρης:
«Γενναιότατε αδελφέ καπετάν Νικόλα, ...είδα όσα με γράφεις. Έχει και τουμπλέκια [τουρκικά όργανα του ιππικού] ο πούτζος μου, έχει και τρουμπέτες [ελληνικά όργανα]. Όποια θέλω από τα δυο θα μεταχειρισθώ...».
Η ανταπάντηση ήρθε στο ίδιο κλίμα: «Επειδή έχεις και τουμπλέκια και τρουμπέτες βάστα, λοιπόν, διότι ο πούτζος μας και με τουμπλέκια και με τρουμπέτες θέλει σε κυνηγήσει...».
Κάποτε στα χρόνια του εμφυλίου τον πέρασαν απο δίκη. Όταν εκείνος αρματωμένος παρουσιάστηκε μπροστά τους για να δικαστεί τους είπε: «Γιατί μωρέ με φέρατε εδώ; Ποιο παράνομο έκανα;»
Εκείνοι κίτρινοι από ντροπή σαν είδαν την περήφανεια του, δειλά του είπαν: «Για τη γλώσσα σου θα σε δικάσουμε Καραϊσκάκη».
Τότε εκείνος απήντησε: «Φτου σας μωρέ, γιατί αν με δικάσετε για τη γλώσσα μου, εφτά ζωές να είχα, δεν θα τη γλύτωνα. Το έχω χούϊ μωρέ. Δεν είμαι όμως κακός Έλληνας εγώ».
Τότε ένας δικαστής του είπε: «Καραϊσκάκη σου είπαμε να το κόψεις αυτό το χούϊ».
Και ο Καραϊσκάκης απάντησε: «Κυρ - Πάνο είσαι περίπου 80 χρονών μα το χούι δεν τ αφήνεις να γαμείς και δεν μ' ακους».
Η διαδικασία κόπηκε λόγω ακατάσχετου γέλωτος, για να φύγει ελεύθερος κάτω απο τα εγκωμιαστικά σχόλια των κατοίκων του Μεσολογγίου που έλεγαν "Δεν ματαγίνεται άλλος τέτοιος πουτζαράς!"
Το χούι φυσικά δεν το εγκατέλειψε ούτε και στις τελευταίες του στιγμές. Τα τελευταία λόγια που ξεστόμησε στις 22 Απριλίου του 1827 όντας βαρύτατα τραυματισμένος είναι χαρακτηριστικά
"Αν γίνω καλά, θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε- εάν ψοφήσω, ε, τότε κλάστε μου τον πούτζον».
Κυριότερη πηγή για τα παράπάνω στοιχεία αποτέλεσε η "Ιστορία του Έθνους" της Πήγασος Εκδοτική και ειδικότερα κείμενα του ιστορικού ΙΑΣΟΝΑ ΧΑΝΔΡΙΝΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου