Του Ρούσσου Βρανά
Μια έκθεση για το έγκλημα δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη αρχή: τον Κάιν. Ο πρώτος από τους προγόνους μας έγινε αδελφοκτόνος. Επειδή, όπως εξηγεί ο επιμελητής της έκθεσης Ζαν Κλερ, ιστορικός της τέχνης, ήθελε να μείνει μόνος, μοναδικός. Έλεγε ο κακός Φέιγκιν του Ντίκενς: «Άλλοι λένε πως το νούμερο τρία είναι μαγικό. Και άλλοι το επτά. Μα δεν είναι κανένα από αυτά φίλε μου, κανένα. Μονάχα το νούμερο ένα».
Η κοινωνία είναι σήμερα διαποτισμένη από «ένα κλίμα αχαλίνωτης και επιθετικής ιδιοτέλειας», όπου καθένας παίζει με τους δικούς του κανόνες, έλεγε η συγγραφέας Λιν Τρους. Η έκθεση που άνοιξε τις πύλες της στο Παρίσι- εμπνευστής της ήταν ο νομικός Ρομπέρ Μπαντεντέρ- έχει ως θέμα το έγκλημα και την τιμωρία του. Σώματα βασανισμένα, φυλακισμένα, ετοιμοθάνατα, εγκλήματα μεγάλα, θρυλικές συμμορίες, όλα απαθανατίζονται σε έργα μεγάλων καλλιτεχνών όπως ο Γκόγια και ο Μανέ, μέχρι τον εικοστό αιώνα, όταν πια καταρρέουν οι βεβαιότητες και τα όρια της ομαλότητας. Όπως καταρρέουν και οι καλύτερες προθέσεις: ακόμη και η γκιλοτίνα υπήρξε προϊόν του ανθρωπισμού, ένα λιγότερο επώδυνο εργαλείο για την εκτέλεση της θανατικής ποινής, στην οποία δεν μεσολαβούσε ανθρώπινο χέρι αλλά ένα κρυφό ελατήριο. Ωστόσο, ανάμεσα στο έγκλημα και στην τιμωρία, πάντα μεσολαβούσε η δίκη.
Οι δίκες ήταν κάποτε μυστικές και οι εκτελέσεις γίνονταν μπροστά στο κοινό. Σήμερα συμβαίνει το ανάποδο. Η κοινωνία γοητεύεται από τη δημοσιότητα μιας δίκης τόσο όσο χρειάζεται για να χάσει την ισορροπία ανάμεσα στο έγκλημα και στην τιμωρία του. Δεν σκύβουμε πια σε έναν αδέκαρο εγκληματία με την ίδια επιείκεια που δείξαμε κάποτε στη βασανισμένη ψυχή του Ρασκόλνικοφ. Γιατί η φτώχεια δεν αποτελεί ελαφρυντικό. Μονάχα τα πλούτη. Γι΄ αυτό είναι σήμερα οι ένοχοι που κυκλοφορούν ανάμεσά μας περισσότεροι από εκείνους που βρίσκονται στη φυλακή. Η κοινωνία γοητεύεται το ίδιο και από τη δημοσιότητα της αστυνόμευσης τόσο όσο χρειάζεται για να ξεχάσει πόσο είναι απροστάτευτη. Έτσι, τριγυρισμένο από κάμερες παρακολούθησης, περικυκλωμένο από φρουρούς και αστυνομικούς, παραζαλισμένο από ειδικές τηλεφωνικές γραμμές που περιμένουν τις καταγγελίες του, το κοινό μπορεί να ξεγελιέται από το θέαμα της αστυνόμευσης μολονότι το έγκλημα εξακολουθεί να σέρνεται στους δρόμους. Οι ηθικοί αυτουργοί του παραμένουν αθέατοι.
Ένας που για να καταλάβει το έγκλημα προσφεύγει και αυτός στην τέχνη, είναι ο Βιντσέντσο Ρουτζέρο, καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μιντλέσεξ. Το δοκίμιό του «Βρώμικες οικονομίες» για το οικονομικό έγκλημα στην Ευρώπη, σε κάποια σημεία του θυμίζει τις εξορμήσεις του Ευμόλπου και του Εγκολπίου κατά της οργανωμένης διαφθοράς των καλεσμένων στο σπίτι του Τριμαλχίωνα (στο «Σατυρικόν»). Βρίσκοντας ομοιότητες ανάμεσα στο οικονομικό έγκλημα των υπεράνω πάσης υποψίας επιχειρηματιών και το κοινό έγκλημα των μαφιόζων, ο Ρουτζέρο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον Μπρεχτ: «Πιο πολύ από τη φτώχεια, η αληθινή αιτία του εγκλήματος είναι τα πλούτη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου