Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΓΚΙΩΝΗ
«Τον επικόν αγώνα του '21 δεν ύμνησαν μόνον οι λόγιοι και οι εθνικοί ποιηταί, όπως ο Σολωμός και άλλοι, αλλά και πολλοί λαϊκοί ποιηταί [...] Ενας από τους λαϊκούς ποιητάς του '21 είναι και ο Δημητσανίτης λαϊκός στιχουργός Παναγιώτης Κάλλας, ο γνωστός με το όνομα Τσοπανάκος», γράφει ο ιστορικός Β. Χ. Χαραλαμπόπουλος (στον Α' τόμο των «Γορτυνιακών», εκδ. Βιβλιοθήκης Δημητσάνας, 1972).
Ο επικείμενος εορτασμός της εθνικής επετείου προσφέρει την ευκαιρία (ελάχιστη, αν αγαπάτε, συνεισφορά στην ενίσχυση του στραπατσαρισμένου στις μέρες μας εθνικού φρονήματος) να μνημονεύσω τον λαϊκό αυτόν στιχουργό, που παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον.
Ο Τσοπανάκος γεννήθηκε το 1789 στη Δημητσάνα και πέθανε το 1825, σε ηλικία μόλις 36 ετών. Γραφή και ανάγνωση έμαθε στη σχολή της γενέτειράς του, όπου «διήρχετο τας ημέρας του εις την αγοράν σατιρίζων συχνά τους συμπολίτας του με κωμικούς και έξυπνους στίχους και προκαλών τον γέλωτα», γράφει ο Χαραλαμπόπουλος.
Μολονότι δύσμορφος...
Ο Τσοπανάκος είχε αδικηθεί από τη φύση. Ηταν ραχιτικός, δύσμορφος, κοντός και στραβοπόδης. Και καθώς στα χωριά ο περισσότερος κόσμος ήταν γνωστός με παρατσούκλια, στον Παναγιώτη Κάλλας είχαν κολλήσει το παρατσούκλι Τσοπανάκος -κατά μια εκδοχή επειδή η φωνή του έμοιαζε με του πετροκότσυφα, κατά άλλη επειδή περπατούσε ακουμπώντας σε μια γκλίτσα τσοπάνη.
«Είχε μεγάλον το Ελληνικό αίσθημα κατά των τυράννων», γράφει ο Φ. Φωτάκος στους «Βίους Πελοποννησίων ανδρών». Και αφού, λόγω της αναπηρίας του, δεν μπορούσε να πολεμήσει, ενθάρρυνε και ψυχαγωγούσε με πατριωτικούς στίχους και τραγούδια τους αγωνιστές. Σε αρκετά από τα στιχουργήματά του υπήρχαν αναφορές στους αρχαίους πρόγονους:
«Οι πρόγονοί μας μια φορά / έκαναν θαύματα πολλά / μιμηθώμεν Λεωνίδα / και λυτρώσωμεν πατρίδα».
Ο στρατηγός Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος ήταν από τους αγωνιστές που θαύμαζε ιδιαίτερα ο Τσοπανάκος και τον ακολουθούσε στις μάχες (στα μετόπισθεν, εννοείται). Ιδού μερικοί από τους στίχους που του είχε αφιερώσει:
1. «Γεια σου καπέ Νικηταρά / πούχουν τα πόδια σου φτερά».
2. «Του Λεωνίδα το σπαθί / Νικηταράς θα το φορεί / Τούρκος σαν το ιδεί λιγώνει / και το αίμα του παγώνει».
3. (τραγούδι) «Ο καπετάν Νικηταράς / πολέμα σαν παλληκαράς / μες στους κάμπους πάει κοιμάται / και κανένα δεν φοβάται».
Ανταποδίδοντας την αγάπη και την εκτίμησή του, ο Νικηταράς χάρισε στον Τσοπανάκο ένα άλογο, να μην κουράζεται πεζοπορώντας. Το άλογο όμως, λάφυρο από Τούρκους, ήταν με κουτσουρεμένη την ουρά. Επιπλέον χρειαζόταν τροφή -και πού να τη βρει ο έρμος ο Τσοπανάκος; Οπότε έστειλε στον Νικηταρά το ακόλουθο χαριτωμένο τετράστιχο:
«Το δώρο σου Νικηταρά
άλογο χωρίς ουρά
ή μου στέλνεις και κριθάρι
ή σου στέλλω το τομάρι!»
Το τετράστιχο έφτασε στην Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία με μεσολάβηση του Νικηταρά έδωσε εντολή να εφοδιάζεται ο Τσοπανάκος με κριθάρι για το άλογό του.
Δεινά αγωνιστών
Να προσθέσω εδώ μερικά στοιχεία για τον Νικηταρά, ο οποίος μολονότι υπήρξε από τους πιο ριψοκίνδυνους αγωνιστές, είχε την... ατυχία να μη σκοτωθεί, με συνέπεια να υποστεί, όπως και άλλοι συναγωνιστές του, τα πάνδεινα από τους άθλιους κρατούντες. Με την απελευθέρωση υπήρξε συνεργάτης του Καποδίστρια, μετά τη δολοφονία του οποίου έπεσε σε δυσμένεια επειδή υποστήριζε το Ρωσικό Κόμμα.
Το 1839 συλλαμβάνεται ως αρχηγός συνωμοτικής ομάδας, προπηλακίζεται και ταπεινώνεται. Μολονότι στη δίκη που ακολουθεί αθωώνεται, παραμένει φυλακισμένος και από τις κακουχίες τυφλώνεται. Λευτερώνεται το 1841, αποτραβιέται στον Πειραιά, όπου, προκειμένου να ζήσει την οικογένειά του, καταφεύγει ακόμα και στη ζητιανιά. Στην εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 του απονέμεται ο βαθμός του υποστράτηγου, λαβαίνει τιμητική σύνταξη και 6 χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1849, πεθαίνει στα 67 του. Είχε γεννηθεί το 1782 στο Τουρκολέκα της Μεγαλόπολης.
Εκτός από τον Νικηταρά, ο Τσοπανάκος είχε υμνήσει και άλλους αγωνιστές, Κολοκοτρώνη, Μιαούλη, Κανάρη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, καθώς και πολλές μάχες, όπως Δερβενίων, Δολιανών, Λάλα, Αλωση Τριπολιτσάς, πολιορκία Μεσολογγίου.
Ο θάνατός του προήλθε από δυσεντερία, έπειτα από μεγάλη ποσότητα κορόμηλων που έφαγε.
Τα ποιήματά του κυκλοφόρησαν το 1838 από τον Τριπολίτη τυπογράφο Ν. Παπαδόπουλο, με τίτλο «Ασματα Πολεμιστήρια». Μια δεύτερη έκδοση βγήκε το 1846 από τους μαθητές του Βαρβάκειου.
Η Δημητσάνα τον τίμησε δίνοντας το 1930 το όνομά του σ' έναν δρόμο.
* Στοιχεία από τα βιβλία: «Δημητσάνα - Μια δοξασμένη πόλη» του Ασημάκη Αναστ. Καρδάση, Αθήναι 1988 και «Συνοπτική ιστορία της Δημητσάνας» της Ιωάννας Κ. Γιανναροπούλου, Αθήνα 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου