Άρθρο ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ
Tου Ηλια Μαγκλινη
Ας υποθέσουμε ότι έχουμε έναν ιδιωτικό υπάλληλο ο οποίος αμείβεται με περίπου 1.500 ευρώ το μήνα καθαρά. Υποτίθεται ότι έχει δομήσει την καθημερινότητά του πάνω σε αυτό το οικονομικό δεδομένο, προσδοκώντας πάντα, μέσα από τη δουλειά του, σε κάτι καλύτερο. Το σενάριο δεν είναι τελείως υποθετικό, βασίζεται σε πραγματικές περιπτώσεις. Αυτό που είναι στην κυριολεξία υποθετικό είναι το «υποτίθεται ότι έχει δομήσει την καθημερινότητά του πάνω στο οικονομικό δεδομένο των 1.500 ευρώ». Διότι η πραγματικότητα είναι -ήταν έως τώρα έστω- ότι έχει δομήσει όλη του τη ζωή σε ένα οικονομικό δεδομένο σχεδόν διπλάσιων χρημάτων. Πώς; Με τον γνωστό τρόπο που ακολουθήσαμε οι περισσότεροι τα τελευταία χρόνια: με πιστωτικές κάρτες και δάνεια κάθε λογής.
Φτάνει, λοιπόν, η στιγμή που ο καλός μας υπάλληλος έρχεται αντιμέτωπος με το αναπόφευκτο: τα χρέη στις κάρτες έχουν αυξηθεί πολύ και την ίδια στιγμή τρέχουν και οι δόσεις των δανείων (διότι δεν είναι μόνον ένα - σπάνια είναι μόνον ένα), έρχεται η στιγμή που αδυνατεί να ανταποκριθεί, οπότε, τι κάνει; Δανείζεται ακόμα περισσότερο.
Ουδέν ευκολότερον στην Ελλάδα της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα. Στην ουσία, όλη αυτή την περίοδο, δεν έψαχνες για να δανειστείς, σε έψαχναν αυτοί για να σου δανείσουν: όλοι μας έχουμε δεχθεί νωρίς το πρωί τηλεφωνικές κλήσεις με απόκρυψη, όπου μια γλυκερή γυναικεία φωνή μάς ανακοινώνει ότι «λόγω της πολύ καλής συνεργασίας μας» η τράπεζα έχει εγκρίνει δάνειο στο όνομά μας ή κάποια νέα κάρτα με χαμηλό επιτόκιο κ. ο. κ. Και βέβαια, η «καλή συνεργασία» είναι ότι χρωστάμε δέκα και είκοσι χιλιάδες ευρώ (στις πιο μέτριες περιπτώσεις). Και ο φαύλος κύκλος διαιωνίζεται.
Δεν θέλω να παρεξηγηθώ: θυμάμαι ακόμα, από γονείς και συγγενείς, πόσο δύσκολο ήταν κάποτε να πάρεις στεγαστικό ή επιχειρηματικό δάνειο. Δεν νοσταλγώ ούτε εκείνη ούτε καμία άλλη εποχή, όμως, ας πούμε ξανά κάτι αυτονόητο: φτάσαμε κάποια στιγμή στο άλλο άκρο, σε μια τρομερή υπερβολή με διακοποδάνεια, γαμοδάνεια, καταναλωτικά δάνεια - και κάρτες, άπειρες κάρτες.
Ερώτηση αφελούς: Μπορούσε τότε το κράτος να παρέμβει ώστε να πάψει αυτή η ασυδοσία ή σε μια κοινωνία ελεύθερης αγοράς ισχύει το γνωστό anything goes; (Η ερώτηση δεν είναι ρητορική, είναι πραγματική.) Πέρα απ’ αυτό όμως, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι η εκμετάλλευση της δικής σου αδυναμίας και ανάγκης εκ μέρους των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (αφήστε που σε πολλές περιπτώσεις δεν πρόκειται για πραγματική ανάγκη αλλά για καθαρή, εμμονική επιθυμία και βόλεμα).
Το πραγματικό πρόβλημα είναι απλά και μόνο η αδυναμία σου. Η αδυναμία σου να στερηθείς. Δεν μπορούσε (δεν έπρεπε!) ο Ελληνας να στερηθεί τις καλοκαιρινές του διακοπές, έπρεπε να πάρει δάνειο - αλλιώς θα «ψυχοπλακωνόταν». Το ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι όλη αυτή η κατάσταση δημιούργησε νοοτροπία και, ως γνωστόν, η νοοτροπία δύσκολα ξεριζώνεται. Είναι σαν καρκίνωμα. Η υποκρισία και το πνεύμα εκμετάλλευσης του λεγόμενου συστήματος γονάτισε πολλούς ιδιώτες - στην πραγματικότητα οι ιδιώτες γονάτισαν με τις επιλογές τους.
Με άλλα λόγια, για να μεταφέρω αυτές τις σκέψεις στο περίφημο «ελληνικό ζήτημα», θίγομαι και εξοργίζομαι με την αλαζονεία και την υποκρισία των Γερμανών και των άλλων Ευρωπαίων εταίρων (ήξεραν λίγο-πολύ ποια είναι η οικονομική μας κατάσταση κι όμως συνέχισαν να μας δανείζουν), πιο πολύ όμως εξοργίζομαι με αυτό που είμαι: με τον εαυτό μου, με τη χώρα μου.
Σε τηλεοπτική του συνέντευξη ο Χρήστος Γιανναράς ήταν ξεκάθαρος: εμείς πρώτοι δώσαμε πάτημα για να μας εξευτελίζουν έτσι αυτήν τη στιγμή στο εξωτερικό. Και ας σταματήσει επιτέλους αυτή η φιλολογία, κατάλοιπο κατοχικού συνδρόμου, περί του Ελληνα ως αιώνιου «θύματος», η οποία πολλή πέραση έχει ακόμα μία φορά. Προσωπικά, αισθάνομαι θύμα του ίδιου μου του εαυτού και της νοοτροπίας μέσα στην οποία έχω γαλουχηθεί.
Είναι απλό: οφείλεις να πιάνεις έως εκεί που φτάνουν τα χέρια σου. Αν θες το κάτι παραπάνω, πρέπει να δουλέψεις, να ζοριστείς. Μπορεί και να κερδίσεις, μπορεί και να χάσεις. Πάντως, οι άλλοι, όσο υποκριτές κι αν είναι, δεν σου φταίνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου