Του Βασιλη Mαγκλαρα
(Καθηγητή στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών)
Φανταστείτε τώρα! Ενας μικροβιοτέχνης στις αρχές της δεκαετίας του ’70 αποφασίζει να επενδύσει ένα μικρό κεφάλαιο, αγοράζοντας κάποια μηχανήματα, νοικιάζοντας ένα μικρό εργαστήριο, προσλαμβάνοντας λιγοστούς υπαλλήλους. Ο μικροβιοτέχνης θέλει να αρχίσει να παράγει μπισκότα, τα οποία θα πωλούνται στα σούπερ μάρκετ και τα περίπτερα. Εως εδώ έχουμε μια αξιέπαινη επιχειρηματική προσπάθεια ενός μικρομεσαίου επιχειρηματία, που όπως έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να λέμε, είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
Το προϊόν λοιπόν αυτού του αξιέπαινου βιοπαλαιστή, που εργάζεται για την επιτυχία της επιχείρησής του και τη διασφάλιση της εργασίας των υπαλλήλων του, πηγαίνει πολύ καλά έως τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οπότε εμφανίζονται τα πρώτα σύννεφα. Ο ανταγωνισμός έχει ενταθεί και παρότι ο ίδιος είχε όλη τη δεκαετία του ’70 πρόσβαση σε φτηνό χρήμα και εξασφαλισμένες κλειστές αγορές, στις οποίες μόνον αυτός και άλλοι συμπατριώτες του μπορούσαν να πωλούν το προϊόν τους, τώρα και άλλοι επιχειρηματίες από άλλες χώρες έχουν τη δυνατότητα να πωλούν στη δική του, έως πρότινος αποκλειστική, αγορά το προϊόν τους. Επίσης, οι Αρχές της χώρας του έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο ανταγωνισμός από άλλες αγορές θα βελτιώσει και την τιμή και την ποιότητα των πωλούμενων προς τους καταναλωτές προϊόντων.
Οι Αρχές της χώρας του μικροβιοτέχνη δεν επιθυμούν να τον αφήσουν έτσι απότομα έκθετο στον ανταγωνισμό, αλλά επιδιώκουν να τον βοηθήσουν μέσω επιδοτήσεων και φτηνών δανείων να βελτιώσει ποιοτικά το προϊόν του και την παραγωγική απόδοση της επιχείρησής του.
Αυτή η πολιτική της χώρας του συνεχίζεται για δύο και πλέον δεκαετίες, με όλες τις κυβερνήσεις, όντας πεπεισμένοι όλοι οι πολιτικοί, ακόμα και αυτοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ότι τα λεφτά πιάνουν τόπο, η κοινωνία διατηρεί τη συνοχή της και η οικονομία προοδεύει. Αλλωστε, τι είναι οι επιδοτήσεις μπροστά στην οικονομική μεγέθυνση. Μια διαφορετική, έμμεση επενδυτική πολιτική που έχει στόχο την απαραίτητη προσαρμογή της οικονομίας στις παγκόσμιες αλλαγές.
Ωστόσο, στις δύο δεκαετίες που εφαρμόστηκε αυτή η πολιτική, κάτι «απίστευτο» συνέβη. Οι μικροβιοτέχνες τσέπωναν τα λεφτά και, αντί να προβαίνουν σε επενδύσεις και αλλαγές στον τρόπο παραγωγής, εθίστηκαν σε ένα είδος εξασφαλισμένου και ξέγνοιαστου εισοδήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η παραγωγική τους δυνατότητα να παραμείνει εξαιρετικά χαμηλή, το προϊόν τους κακό και ακριβό. Οι καταναλωτές, όπως και οι ίδιοι ως καταναλωτές άλλων προϊόντων, δεν επιθυμούσαν να αγοράσουν τα δικά τους προϊόντα, καθώς τα εισαγόμενα ήταν φτηνότερα και καλύτερα. Αίφνης, η κυβέρνηση διαπιστώνει ότι πολύ σύντομα η Ευρωπαϊκή Ενωση θα απαγορεύσει τις επιδοτήσεις προς αυτές τις κοινωνικές ομάδες και η κατάκοπη οικονομία της χώρας δεν μπορεί να στηρίζει άλλο, εις βάρος των άλλων κοινωνικών ομάδων, το ξέγνοιαστο εισόδημα μιας αντιπαραγωγικής κοινωνικής ομάδας.
Αυτό όμως δεν είναι ανεχτό από τους μικροβιοτέχνες μπισκότων που βρίσκονται πλέον σε αδιέξοδο. Εχουν μια επιχείρηση που παράγει ακριβά και κακής ποιότητας μπισκότα, που οι άλλοι δεν επιθυμούν να αγοράσουν και οι ίδιοι κινδυνεύουν να χάσουν τη δουλειά τους και να μείνουν πλέον στον δρόμο, ή όσοι από αυτούς μπορούν, να κατέβουν στην πρωτεύουσα να εργαστούν για ένα ελάχιστο εισόδημα σε κάποια επιχείρηση και να τροφοδοτούν μέσω των δικών τους πλέον φόρων άλλες κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται σε οικονομικό κίνδυνο. Αυτό όμως δεν είναι ανεκτό από τους μικροβιοτέχνες. Μετά από τόσα χρόνια αποτυχίας στη διαχείριση των επιδοτήσεων και των φτηνών δανείων (δανεικών και αγύριστων), μόνο μία λύση έχουν. Τον αγώνα!
Ετσι, κατεβαίνουν στις εθνικές οδούς, διακόπτουν με τα φορτηγά τους την κυκλοφορία και αναρτούν τεράστιο πανό με τα αιτήματά τους: «Ολα τα Κουτιά - Ολα τα Λεφτά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου