Γ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΤΕΤΡΑΔΗΣ
Η θεία μου η Ελένη έσκυψε πάνω από το χαρτάκι της ταμειακής μηχανής του μανάβη, το ξετύλιξε, απίθωσε στη γωνία του ένα τασάκι για να μη γίνεται ρολό και να διαβάζεται, και πήγε στην εταζέρα για να πάρει τα καφέ γυαλιά της υπερμετροπίας, όπως της αρέσει να τα λέει, καθώς αποφεύγει σαν τον διάολο το λιβάνι να τα πει πρεσβυωπίας. Με το όπλο της όρασης, γύρισε στο τραπέζι της κουζίνας, παραμέρισε τη χάρτινη σακούλα με τα πορτοκάλια, τράβηξε την καρέκλα κι έκατσε, παίρνοντας στο χέρι τη λούπα από κασσίτερο που της είχαμε κάνει δώρο πριν από κάτι Χριστούγεννα.
Εφερε τον χοντρό μεγεθυντικό φακό σχεδόν κολλητά στα επίσης χοντρά κοκάλινα γυαλιά και έσκυψε πάνω από το λευκό χαρτάκι, στολισμένο πάνω στα γράμματα με μια λαδιά από το μπουκάλι με το σαμπού, που είχε βάλει στην ίδια πλαστική τσάντα με τα πορτοκάλια.
«Κο-ρλί-ρη-ς - και - Σσσία - Ο.Ε. - ο-πω-ρο...» συλλάβιζε η θεία μέχρι εκεί που η λαδιά από το σαμπού δεν επέτρεπε στις οπώρες να γίνουν και παντοπωλείο, ώστε να συμπληρωθεί το ποθητό όνομα του μανάβικου, όπως απαιτούσαν ο κύριος υπουργός και ο κύριος έφορας για να εκπέσουν τα 2,5 ευρώ των «πο-ρτο-κα-λια-Μέ-ρ-λιν - Λα-κω-νί-ας, βββ-βά-ρος-κι-λά-2» από το εισόδημα των 800 ευρώ μηνιαίως της σύνταξης του μακαρίτη του θείου Στέλιου, όπως όριζε το φορολογικό νομοσχέδιο.
Η αγωνία της θείας κορυφώθηκε όταν μετά τα κιλά και το «σύ-νο-λο-ευ-ρώ-2,5» και σε απόσταση τουλάχιστον δύο λευκών αράδων προς τα κάτω, το με αχνά γράμματα ιερογλυφικού βάρους «ΑΦΜ 01713...» έμοιαζε δυσανάγνωστο, από την αναθεματισμένη μικρή σταγόνα του σαμπού, που περιπαικτικά ανταγωνιζόταν τη μεγάλη αδερφή της πιο πάνω, στο επίσης μισακό «οπωροπαντοπωλείο».
Ενας βαθύς αναστεναγμός κούνησε το λευκό, ρολαριστό χαρτάκι του εδωδιμεμπόρου -κοινώς μανάβη- που απελευθερωμένο από το βάρος του σταχτοδοχείου, λόγω ωστικού κύματος, αναπήδησε στο πλαστικό πολύχρωμο τραπεζομάντιλο και αιωρούμενο επί κάποια βασανιστικά δευτερόλεπτα προσγειώθηκε στο λευκοπράσινο μωσαϊκό της κουζίνας, τελευταίο δείγμα μιας τέχνης που απαιτούσε περισσότερο μεράκι παρά οικονομοτεχνική μελέτη για να γίνει.
Η θεία Ελένη έσπρωξε προς τα πίσω έντρομη τη μεταλλική καρέκλα, δώρο της ανεψιάς της για να μη βάζει δύναμη στο τράβα-σήκωνε με τις παλιές ξύλινες με την ανατομική πλάτη, που πουλήθηκαν μπιρ παρά σ' έναν γύφτο για τα παλιατζίδικα, και έσκυψε έτσι όπως ήταν καθισμένη ακόμα, με απλωμένο το χέρι, για να πιάσει το ρολαριστό άσπρο χαρτί του μανάβη απ' το περίτεχνο μωσαϊκό. Μόνο που το λευκό αυτό έξοδο των 2,5 ευρώ, που φάνταζε ώς τώρα έσοδο εάν αντιγραφόταν στη λευκή κόλλα με τις γραμμές, που κάθε μέρα γέμιζε με ευλάβεια και τρεμάμενο χέρι η θεία Ελένη, όπως την είχε ορμηνέψει ο ανεψιός και όπως την είχαν διατάξει ο υπουργός των Οικονομικών και ο έφορας είχε, φευ, γίνει διάφανο από τη σατανική σταγόνα νερού, που πάνω του σημάδεψε να πάει να πέσει!
«Αϊ στα κομμάτια», βλαστήμησε με τη χειρότερη βρισιά που είχε στη φαρέτρα της η αγαθή γερόντισσα και, παίρνοντας από την άκρη προσεκτικά το αποδεικτικό στοιχείο της φορολογικής της έκπτωσης, σηκώθηκε ορθή και το ακούμπησε στο μεταλλικό καπάκι της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου, ανάβοντας το ένα μάτι στο 1 συνήθιζε να στεγνώνει τα μικρά, λευκά, ρολαριστά φορολογικά στοιχεία, που θα αποδείκνυαν στον κύριο υπουργό και στον έφορα ότι μήτε ο εδώδιμας-αποικιακάς, μήτε η θεία Ελένη ήσαν φοροφυγάδες.
Ησαν απλώς υποτελείς προχειροτήτων.
Η θεία μου η Ελένη έσκυψε πάνω από το χαρτάκι της ταμειακής μηχανής του μανάβη, το ξετύλιξε, απίθωσε στη γωνία του ένα τασάκι για να μη γίνεται ρολό και να διαβάζεται, και πήγε στην εταζέρα για να πάρει τα καφέ γυαλιά της υπερμετροπίας, όπως της αρέσει να τα λέει, καθώς αποφεύγει σαν τον διάολο το λιβάνι να τα πει πρεσβυωπίας. Με το όπλο της όρασης, γύρισε στο τραπέζι της κουζίνας, παραμέρισε τη χάρτινη σακούλα με τα πορτοκάλια, τράβηξε την καρέκλα κι έκατσε, παίρνοντας στο χέρι τη λούπα από κασσίτερο που της είχαμε κάνει δώρο πριν από κάτι Χριστούγεννα.
Εφερε τον χοντρό μεγεθυντικό φακό σχεδόν κολλητά στα επίσης χοντρά κοκάλινα γυαλιά και έσκυψε πάνω από το λευκό χαρτάκι, στολισμένο πάνω στα γράμματα με μια λαδιά από το μπουκάλι με το σαμπού, που είχε βάλει στην ίδια πλαστική τσάντα με τα πορτοκάλια.
«Κο-ρλί-ρη-ς - και - Σσσία - Ο.Ε. - ο-πω-ρο...» συλλάβιζε η θεία μέχρι εκεί που η λαδιά από το σαμπού δεν επέτρεπε στις οπώρες να γίνουν και παντοπωλείο, ώστε να συμπληρωθεί το ποθητό όνομα του μανάβικου, όπως απαιτούσαν ο κύριος υπουργός και ο κύριος έφορας για να εκπέσουν τα 2,5 ευρώ των «πο-ρτο-κα-λια-Μέ-ρ-λιν - Λα-κω-νί-ας, βββ-βά-ρος-κι-λά-2» από το εισόδημα των 800 ευρώ μηνιαίως της σύνταξης του μακαρίτη του θείου Στέλιου, όπως όριζε το φορολογικό νομοσχέδιο.
Η αγωνία της θείας κορυφώθηκε όταν μετά τα κιλά και το «σύ-νο-λο-ευ-ρώ-2,5» και σε απόσταση τουλάχιστον δύο λευκών αράδων προς τα κάτω, το με αχνά γράμματα ιερογλυφικού βάρους «ΑΦΜ 01713...» έμοιαζε δυσανάγνωστο, από την αναθεματισμένη μικρή σταγόνα του σαμπού, που περιπαικτικά ανταγωνιζόταν τη μεγάλη αδερφή της πιο πάνω, στο επίσης μισακό «οπωροπαντοπωλείο».
Ενας βαθύς αναστεναγμός κούνησε το λευκό, ρολαριστό χαρτάκι του εδωδιμεμπόρου -κοινώς μανάβη- που απελευθερωμένο από το βάρος του σταχτοδοχείου, λόγω ωστικού κύματος, αναπήδησε στο πλαστικό πολύχρωμο τραπεζομάντιλο και αιωρούμενο επί κάποια βασανιστικά δευτερόλεπτα προσγειώθηκε στο λευκοπράσινο μωσαϊκό της κουζίνας, τελευταίο δείγμα μιας τέχνης που απαιτούσε περισσότερο μεράκι παρά οικονομοτεχνική μελέτη για να γίνει.
Η θεία Ελένη έσπρωξε προς τα πίσω έντρομη τη μεταλλική καρέκλα, δώρο της ανεψιάς της για να μη βάζει δύναμη στο τράβα-σήκωνε με τις παλιές ξύλινες με την ανατομική πλάτη, που πουλήθηκαν μπιρ παρά σ' έναν γύφτο για τα παλιατζίδικα, και έσκυψε έτσι όπως ήταν καθισμένη ακόμα, με απλωμένο το χέρι, για να πιάσει το ρολαριστό άσπρο χαρτί του μανάβη απ' το περίτεχνο μωσαϊκό. Μόνο που το λευκό αυτό έξοδο των 2,5 ευρώ, που φάνταζε ώς τώρα έσοδο εάν αντιγραφόταν στη λευκή κόλλα με τις γραμμές, που κάθε μέρα γέμιζε με ευλάβεια και τρεμάμενο χέρι η θεία Ελένη, όπως την είχε ορμηνέψει ο ανεψιός και όπως την είχαν διατάξει ο υπουργός των Οικονομικών και ο έφορας είχε, φευ, γίνει διάφανο από τη σατανική σταγόνα νερού, που πάνω του σημάδεψε να πάει να πέσει!
«Αϊ στα κομμάτια», βλαστήμησε με τη χειρότερη βρισιά που είχε στη φαρέτρα της η αγαθή γερόντισσα και, παίρνοντας από την άκρη προσεκτικά το αποδεικτικό στοιχείο της φορολογικής της έκπτωσης, σηκώθηκε ορθή και το ακούμπησε στο μεταλλικό καπάκι της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου, ανάβοντας το ένα μάτι στο 1 συνήθιζε να στεγνώνει τα μικρά, λευκά, ρολαριστά φορολογικά στοιχεία, που θα αποδείκνυαν στον κύριο υπουργό και στον έφορα ότι μήτε ο εδώδιμας-αποικιακάς, μήτε η θεία Ελένη ήσαν φοροφυγάδες.
Ησαν απλώς υποτελείς προχειροτήτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου