«Ασε το “δάσκαλε”, Γιάννη με λένε»

Tης Μαριας Κατσουνακη

"Εμένα με έχουν αφήσει για να κλείσω την πόρτα", έλεγε ο Γιάννης Μόραλης στο ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του που σκηνοθέτησε ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος το 2005.
Καθώς περιπλανιόταν σε τόπους και μνήμες, εκθέτοντας στον φακό επιλεγμένες στιγμές από το προσωπικό του άλμπουμ, διαπίστωνε σχεδόν αιφνιδιασμένος: «… Εχουν πεθάνει όλοι… Ο Νικολάου, ο Βουρλούμης, ο Τσαρούχης, ο Χατζιδάκις, ο Κουν, ο Γκάτσος, ο Ελύτης…».

Τώρα, έφυγε και ο τελευταίος που μπορούσε να αφηγηθεί την ιστορία της φωτογραφίας αυτής. Να μιλήσει για τη συνεργασία του με τον Κουν, τον Χατζιδάκι, τη Ραλλού Μάνου, τον Σεφέρη, τον Ελύτη. Τράβηξε την πόρτα, κλείνοντας μέσα μια εποχή. Και μια γενιά. Οχι υποχρεωτικά και μόνο του ’30 όπως ιστορικά και φιλολογικά έχει τοποθετηθεί. Αλλά ευρύτερης, με ανθρώπους που συναντιόνταν για να δημιουργήσουν, που έφτιαχναν σπίτια καλαίσθητα και ταπεινά, γεμάτα από τα «υπάρχοντά τους», μάλλον ακατάστατα, με στοιβαγμένα τα «υλικά» της δουλειάς τους, σπίτια πλούσια σε ατμόσφαιρα, που κυριαρχούσαν όχι με τα εντυπωσιακά τετραγωνικά τους αλλά με τη ζωή που μαρτυρούσαν.

Η εποχή του Γιάννη Μόραλη δεν προσεγγίζεται με νοσταλγία γιατί εξιδανικεύεται εκ των υστέρων. Ο μύθος που συνοδεύει τα πρόσωπα δοκιμάζεται διαρκώς από την αντοχή του έργου τους και τη δυνατότητα που μας προσφέρει να επιστρέφουμε διαρκώς σ’ αυτό, για να συγκρίνουμε, να κουρνιάσουμε, να ανατροφοδοτηθούμε, να αναζητήσουμε εκείνο που μας λείπει: το νήμα, τη συνέχεια. Τη σκυταλοδρομία εικόνων και λέξεων, σκέψεων και κρίσεων για την τέχνη, τον πολιτισμό, την πολιτική.

Με την απώλεια του Γιάννη Μόραλη δεν είμαστε ούτε «φτωχότεροι» -όπως αμήχανα, κοινότοπα και διεκπεραιωτικά, επαναλαμβάνουν ορισμένα τηλεγραφήματα επισήμων- ούτε πιο μόνοι.
Είμαστε πιο άδειοι από παρουσίες - αναχώματα. Από ανθρώπους που έστω και αν δεν παρεμβαίνουν με λόγο δημόσιο, οξυδερκή (όπως ο Χατζιδάκις) υπάρχουν ως σημεία αναφοράς.

Η φιγούρα του «δασκάλου» («άσε το “δάσκαλε” παιδί μου, Γιάννη με λένε», διόρθωσε με οικειότητα και χάρη την προσφώνηση της διευθύντριας της Πινακοθήκης Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα) να πορεύεται στο κέντρο της Αθήνας ή στην αγαπημένη του Αίγινα με το μπαστούνι, ανήκει πλέον στις αποτυπώσεις του φακού και μόνο.

Στις λιγοστές συνεντεύξεις του μπορούμε να ανατρέχουμε, αλλά ξέρουμε ότι δεν πρόκειται πια να ανανεωθούν, να προστεθεί μια επιπλέον φράση, μια επισήμανση που θα είχε νόημα να σταθεί κανείς για λίγο και να αναλογιστεί.

Ολο και περισσότερο αρκούμαστε στο φευγαλέο και αναλώσιμο.
Αδειάζουμε από το ειδικό βάρος ανθρώπων που «σημαίνουν» με την αξία τους και όχι με την επικοινωνιακή κατασκευή μιας εικόνας περαστικής και, εν τέλει, αδιάφορης. Αδειάζουμε από το είδος εκείνο των δημιουργών που δεν χαρίζεται στη δημοσιότητα, που έχει αντιστάσεις και, κυρίως, κάτι να πει. Να γράψει, να συνθέσει, να ζωγραφίσει, να κατασκευάσει.

Αδειάζουμε από τον εσωτερικό διάλογο των πραγμάτων από σημαντικά «ζευγαρώματα των τεχνών». Από εκείνο που ο Σεφέρης περιέγραφε όταν ο Μόραλης εικονογράφησε ποιήματά του για τις εκδόσεις «Ικαρος»: «Τις εικόνες του τις είδα σαν έναν αντίλογο τοποθετημένο σε διαφορετική κλίμακα, πιο αυθόρμητο, πιο φρέσκο από ό,τι γεννά συνήθως η τριγυρινή μας λογοτεχνία (...). Υπάρχει ένας ρυθμός, που τα ενώνει όλα αυτά και τα κάνει μια ροή, και τ’ αλλάζει ολοένα «σε κάτι αλλόκοτο και πλούσιο” καθώς τραγουδά ο Αριελ. Ενας διαπεραστικός ρυθμός».

Αυτός ακριβώς ο «διαπεραστικός ρυθμός» μας λείπει. Ο διεισδυτικός παρατηρητής, ο αδέσμευτος στοχαστής.
πηγη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου