Η προάσπιση της αλήθειας

Tης Ruth Scurr / The New York Times

Ο συγγραφέας Λούις Μπέγκλεϊ κλείνει το βιβλίο του «Γιατί είναι σημαντική η Υπόθεση Ντρέιφους» με μία ερώτηση: «Τα εγκλήματα της κυβέρνησης Μπους θα σβήσουν στο κοντινό μέλλον -όπως έγινε και με εκείνα των διωκτών του Ντρέιφους- στη λήθη, κάτω από πέπλο σιωπής και αδιαφορίας;».


Η απάντησή του σε αυτό το ερώτημα απηχεί την απόκρυφη εκτίμηση, που άλλοτε αποδίδεται στον πρόεδρο Μάο Τσε Τουνγκ και άλλοτε στον πρωθυπουργό Τσου Εν Λάι, για τη Γαλλική Επανάσταση: «Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να αποφανθούμε». Η συνεισφορά του Μπέγκλεϊ στη διάλυση του πέπλου σιωπής και αδιαφορίας αφορά τη γεμάτη ζωντάνια αναδιήγηση της «Υπόθεσης Ντρέιφους», την οποία συνδέει και αντιπαραβάλλει με τη σύγχρονη εποχή.

Ο λοχαγός Αλμπέρ Ντρέιφους, Γάλλος αξιωματικός του πυροβολικού, καταδικάσθηκε από στρατοδικείο του 1894 για διοχέτευση απόρρητων στρατιωτικών πληροφοριών στον Πρώσο στρατιωτικό ακόλουθο στο Παρίσι. Ο Ντρέιφους ήταν οικογενειάρχης, εύπορος Εβραίος της Αλσατίας, ενώ ουδείς κατάφερε να εμφανίσει έστω και ίχνος αποδείξεων ή κινήτρου, που θα μπορούσε να σπρώξει τον λοχαγό στην προδοσία. Αντίθετα, τα ανώτατα κλιμάκια του γαλλικού στρατού, εμφορούμενα από αισθήματα αντισημιτισμού και ακραίου εθνικισμού, συνωμότησαν ώστε να επιτύχουν καταδίκη του Ντρέιφους.

Το στρατοδικείο, που συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών, καταδίκασε ομόφωνα τον Εβραίο λοχαγό. Το Σύνταγμα της Δεύτερης Δημοκρατίας του 1848 είχε καταργήσει, όμως, την ποινή του θανάτου για πολιτικά εγκλήματα. Για τον λόγο αυτόν, ο λοχαγός Ντρέιφους παύθηκε τελετουργικά από το στράτευμα, εξορίστηκε και φυλακίστηκε στο Νησί του Διαβόλου, ανοικτά των ακτών της Γαλλικής Γουιάνας στη Νότια Αμερική.

Ο Μπέγκλεϊ αξιοποιεί τη συγγραφική του ικανότητα για να αποκαλύψει τον βαθύτατο πόνο του Ντρέιφους, που έμεινε φυλακισμένος σε κελί τριών μέτρων επί τρία, με μικρό παράθυρο και εικοσιτετράωρη φρουρά. Οι φρουροί της γαλλικής αποικιακής φυλακής είχαν ρητές διαταγές να μην μιλούν στον διάσημο φυλακισμένο τους. Ο Ντρέιφους κοιμόταν τα βράδια αλυσοδεμένος στο κρεβάτι του κελιού του, ανίκανος να προστατευθεί από «τα κουνούπια, τα σαρκοφάγα μυρμήγκια και τα καβούρια, που κατέκλυζαν κάθε βράδυ το κελί του».

To 1896, ο επικεφαλής της αντικατασκοπείας αντισυνταγματάρχης Ζορζ Πικάρ υποκλέπτει επιστολή του ταγματάρχη πεζικού Εστερχάζι προς τη γερμανική πρεσβεία. Αν και η επιστολή αποδεικνύει ότι ο Εστερχάζι -και όχι ο Ντρέιφους- είναι ο καταζητούμενος προδότης, η ηγεσία του γαλλικού στρατού προτιμά να συγκαλύψει την υπόθεση, παρά να παραδεχθεί το σφάλμα της και την κακοδικία εις βάρος του Ντρέιφους. Η φυγή του Εστερχάζι στη Βρετανία απομακρύνει ακόμη περισσότερο το ενδεχόμενο αθώωσης του Ντρέιφους.

Ο Μπέγκλεϊ αφηγείται με σαφήνεια και απλότητα τις νομικές και πολιτικές διεργασίες που οδήγησαν στην αναψηλάφηση της δίκης του Ντρέιφους. Η δεύτερη δίκη κατέληξε σε νέα καταδίκη του Εβραίου λοχαγού, ο οποίος όμως εξασφάλισε χάρη λίγο αργότερα, λόγω ελαφρυντικών. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Γαλλίας ανέτρεψε τελικά την καταδίκη του Ντρέιφους το 1906. Στα δώδεκα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ της καταδίκης και της ακύρωσής της, η Γαλλία διχάστηκε από την «υπόθεση Ντρέιφους». Οι υπέρμαχοι της ενοχής του Εβραίου λοχαγού ήταν αποφασισμένοι να «στηρίξουν τους άνδρες που είχαν επωμισθεί την άμυνα του έθνους», ακόμη και εάν το τίμημα της στήριξης αυτής θα ήταν η απόκρυψη της αλήθειας και η άδικη καταδίκη ενός ανθρώπου. Απέναντί τους βρέθηκαν συγγραφείς και άλλοι Γάλλοι πολίτες, που υποστήριζαν τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως τα περιέγραψε η Γαλλική Επανάσταση του 1789.

Ο Μπέγκλεϊ συγκρίνει τους υποστηρικτές του Ντρέιφους, όπως οι Εμίλ Ζολά, Ζαν Ζορές και Ανατόλ Φρανς, με τους σύγχρονους δημοσιογράφους «αφιερωμένους στην αποκάλυψη των παρανομιών και εγκλημάτων της κυβέρνησης Μπους, με τα μέλη της ομοσπονδιακής δικαστικής εξουσίας που στήριξαν το κράτος δικαίου αδιαφορώντας για συνέπειες στη σταδιοδρομία τους, τα μέλη της στρατιωτικής δικαιοσύνης που διακινδύνευσαν τις θέσεις τους αντιδρώντας κατά των βασανισμών και των στημένων δικών και τους δικηγόρους και καθηγητές Νομικής κάθε ηλικίας που αφιέρωσαν χιλιάδες ώρες χωρίς αμοιβή, ως συνήγοροι κρατουμένων στο Γκουαντάναμο».

Η Υπόθεση Ντρέιφους θα συνεχίσει να είναι σημαντική όσο θα υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να υπερασπίσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου, απέναντι σε επιχειρήματα αποτελεσματικότητας των διωκτικών υπηρεσιών, κρατικής ανάγκης και κρατικής κατάχρησης δικαστικής εξουσίας.

Το βιβλίο αυτό, εκτός από πολύ καλή επεξηγηματική εισαγωγή στις ιστορικές, νομικές, πολιτιστικές και λογοτεχνικές επιπτώσεις της Υπόθεσης Ντρέιφους, αποτελεί και κάλεσμα στα όπλα προς τους σύγχρονους συγγραφείς και πνευματικούς ανθρώπους, ώστε αυτοί να καταγγείλουν «τη ζημιά που υπέστη ο κοινωνικός ιστός της Αμερικής από τα εγκλήματα και τις παρανομίες της κυβέρνησης Μπους, που διαπράχθηκαν από τον αδικαιολόγητο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».

Ο Μπέγκλεϊ αναμένει έτσι με αγωνία την εμφάνιση του Αμερικανού Εμίλ Ζολά ή Μαρσέλ Προυστ, που θα ερευνήσει με τόλμη και ταλέντο τα βαθιά πολιτικά ρήγματα, παράγοντας μεγάλη λογοτεχνία.

«Για μία ακόμη φορά, το φορτίο πέφτει στους ώμους ημών των ποιητών, που καλούμεθα να οδηγήσουμε τους υπευθύνους στο αιώνιο εδώλιο της Ιστορίας» έγραψε ο Εμίλ Ζολά στη σύζυγο του Ντρέιφους.

Ο Μπέγκλεϊ υποστηρίζει ότι η στιγμή αυτή έφθασε και πάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου