Η "άλιπη" γαλοπούλα

Του ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ

(...) Κατά τη μέθοδο του φίλου μου Γιάννη Ξανθούλη, θα ήθελα να παραθέσω κι εγώ ένα ποίημα, όχι της επινοημένης ποιήτριας της στήλης του, αλλά... δικό μου, γραμμένο προ... 60 ακριβώς ετών (ήμουν 14 τότε).

Τίτλος του «Ο Κούρκος», έτσι λέγαμε τις γαλοπούλες στην εμφυλιακή Θεσσαλονίκη της εφηβείας μου. (Φυσικά «άλιπος» γιατί δεν είχαν τα καημένα τα ζωντανά, τότε, τι να φάνε. Αλλά ως ποιητής έγραψα την «ωδή» του.)

Ενα κούρκο είχαμε έξω στην αυλή μας/ περήφανο, που γλούγλιζε ολημεριά./ Φαΐ τού δίναμε απ' το φαΐ μας/ κρουστάλλινα να πιει νερά.

Κι αυτός που συμμαζώχτηκε απ' τους δρόμους/ και βρήκε ανθρώπους να τον αγαπούν,/ τραγούδαγε, με διάπλατες φτερούγες/ σαν τ' άλλα πλάσματα που τον Θεό υμνούν.

Κι εμείς του δίναμε καλό φαΐ βράδυ-πρωί.

Μα χθες που βρήκε τον χασάπη/ με μια μαχαίρα να δουλεύει στα σφαχτά/ είπε: «Καλοί 'ναι οι άνθρωποι, γεμάτοι αγάπη/ ε, κάμουν και αστεία σαν κι αυτά».

Και μπήχτηκε και μάτωσαν οι τόποι/ και σφάδαζε σαν του 'βγαινε η ψυχή. «Δεν σας κατάλαβα, εγλούγλιξε, ανθρώποι,/ δεν σε κατάλαβα ζωή».


ΠΗΓΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου