Στο δρόμο που ακολούθησε η Τουρκία, η οποία για να εξέλθει της οικονομικής κρίσης του τέλους της προηγούμενης δεκαετίας αναγκάστηκε να υπαχθεί σε πρόγραμμα σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, βαδίζει και η Ελλάδα σύμφωνα με την Deutsche Bank.
Σε έκθεσή της με ημερομηνία 23 Νοεμβρίου η γερμανική τράπεζα εμφανίζεται τόσο απαισιόδοξη για την διατηρισημότητα των δημοσιονομικών και του χρέους της Ελλάδας, ώστε να θεωρεί πιθανό ακόμα και το να καταφύγει η χώρα για δανεισμό έκτακτης ανάγκης στο ΔΝΤ, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σε έκθεσή της με ημερομηνία 23 Νοεμβρίου η γερμανική τράπεζα εμφανίζεται τόσο απαισιόδοξη για την διατηρισημότητα των δημοσιονομικών και του χρέους της Ελλάδας, ώστε να θεωρεί πιθανό ακόμα και το να καταφύγει η χώρα για δανεισμό έκτακτης ανάγκης στο ΔΝΤ, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σύμφωνα με την Deutsche Bank, το πρόβλημα της Ελλάδας ήλθε εκ νέου στο διεθνές προσκήνιο ως συνέπεια δυο εξελίξεων:
Πρώτον, έπειτα από τις πρόσφατες κινήσεις κορυφαίων αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου της, Ζαν-Κλωντ Τρισέ, ότι σταδιακά θα αρχίσει να αποσύρει τα εργαλεία παροχής ρευστότητας προς τις τράπεζες της Ευρωζώνης, των οποίων οι ελληνικές τράπεζες έχουν μέχρι στιγμής κάνει πολύ μεγάλη χρήση.
Σε αυτό πλαίσιο εντάσσεται και σύσταση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και μέλους του συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Γ. Προβόπουλου, προς τις ελληνικές τράπεζες να περιορίσουν τη χρήση των εργαλείων αυτών.
Η ανησυχία έγκειται στο γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες για να αποκτήσουν πρόσβαση στην φθηνή ρευστότητα που χορηγεί η ΕΚΤ, παρέχουν ως εχέγγυο ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που οι ίδιες αγοράζουν. Μόνο που η δεινή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας έχει πλήξει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε τέτοιο βαθμό που από οικονομικούς αναλυτές να θεωρείται πιθανή μια νέα πιστοληπτική υποβάθμιση της Ελλάδας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, όπως οι Moody's, Fitch και Standard & Poor's.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η ΕΚΤ ενδέχεται να μην δέχεται τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ως εχέγγυα για να παρέχει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις τελευταίες. Για το ελληνικό Δημόσιο μια υποβάθμιση θα σημαίνει ακόμα πιο δυσμενείς όρους δανεισμού, άρα και χρηματοδότησης της όποιας οικονομικής πολιτικής επιλέξει να ακολουθήσει το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Δεύτερον, έπειτα από την υπαγωγή της Ελλάδας σε επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως συνέπεια του εκτροχιασμού των δημοσιονομικών μεγεθών της, και κυρίως του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Οι Βρυξέλλες, επισημαίνει η Deutsche Bank θεωρούν ότι η Αθήνα δεν έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να περιορίσει τις κρατικές δαπάνες και το έλλειμμα, πυροδοτώντας μια διαδικασία που ενδέχεται να καταλήξει με κυρώσεις σε βάρος της Ελλάδας και τη χώρα να σύρεται κατεπειγόντως στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το ΔΝΤ θα χορηγούσε δάνεια στην Ελλάδα με θετικότερους όρους από ότι οι διεθνείς αγορές κεφαλαίων, από τις οποίες η Ελλάδα δανείζεται μέχρι τώρα, υποχρεώνοντας την ελληνική κυβέρνηση όμως να εφαρμόσει ένα αυστηρό πρόγραμμα «δημοσιονομικής προσαρμογής», όπερ σημαίνει λιτότητα, περιστολή κρατικών δαπανών και αύξησης φορολογίας.
Αυτή είναι η πάγια τακτική του ΔΝΤ, το οποίο συστάθηκε ακριβώς για να παίζει τον ρόλο του πιστωτή της ύστατης ώρας για χώρες με δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα που βρίσκονται στο χείλος της χρεοκοπίας (ή οποία στην διεθνή οικονομία ισοδυναμεί με αθέτηση πληρωμών του χρέους μιας χώρας).
Αυτό ακολούθησε το ΔΝΤ και στην περίπτωση της Τουρκίας, με την κυβέρνηση της οποίας είχε διαπραγματευτή την χορήγηση δανείου συνολικού ύψους 10 δισ. δολαρίων. Το εν λόγω δάνει εκταμιευόταν σε τακτικές δόσεις, εφόσον η Τουρκία προχωρούσε σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και εμφάνιζε τις προβλεπόμενες επιδόσεις στα δημοσιονομικά της.
Το κατά πόσον η Ελλάδα βρίσκεται σε τόσο δυσμενή θέση ώστε να συζητείται ανοιχτά από θεσμικούς επενδυτές ακόμα και το ενδεχόμενο υπαγωγής της σε πρόγραμμα δημοσιονομικής ανόρθωσης του ΔΝΤ, είναι αμφιλεγόμενο. Άλλωστε και ο ίδιος ο κ. Τρισέ είχε προ ολίγων εβδομάδων αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο υποστηρίζοντας ότι οι όποιες χώρες αντιμετωπίζουν πρόβλημα δεν θα χρειαστεί να καταφύγουν στο ΔΝΤ καθώς μπορούν να ακολουθήσουν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής αντίστοιχα με αυτά του ΔΝΤ αλλά υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Βέβαια, η ουσία για την Ελλάδα δεν είναι ότι θα αποφύγει το «ζυγό» του ΔΝΤ, αλλά ότι μοιάζει μάλλον καταδικασμένη να υποστεί κάτι αντίστοιχο έστω και εντός ευρωπαϊκού πλαισίου.
Πρώτον, έπειτα από τις πρόσφατες κινήσεις κορυφαίων αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συμπεριλαμβανομένου και του προέδρου της, Ζαν-Κλωντ Τρισέ, ότι σταδιακά θα αρχίσει να αποσύρει τα εργαλεία παροχής ρευστότητας προς τις τράπεζες της Ευρωζώνης, των οποίων οι ελληνικές τράπεζες έχουν μέχρι στιγμής κάνει πολύ μεγάλη χρήση.
Σε αυτό πλαίσιο εντάσσεται και σύσταση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και μέλους του συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Γ. Προβόπουλου, προς τις ελληνικές τράπεζες να περιορίσουν τη χρήση των εργαλείων αυτών.
Η ανησυχία έγκειται στο γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες για να αποκτήσουν πρόσβαση στην φθηνή ρευστότητα που χορηγεί η ΕΚΤ, παρέχουν ως εχέγγυο ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου που οι ίδιες αγοράζουν. Μόνο που η δεινή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας έχει πλήξει την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας σε τέτοιο βαθμό που από οικονομικούς αναλυτές να θεωρείται πιθανή μια νέα πιστοληπτική υποβάθμιση της Ελλάδας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης, όπως οι Moody's, Fitch και Standard & Poor's.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η ΕΚΤ ενδέχεται να μην δέχεται τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ως εχέγγυα για να παρέχει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις τελευταίες. Για το ελληνικό Δημόσιο μια υποβάθμιση θα σημαίνει ακόμα πιο δυσμενείς όρους δανεισμού, άρα και χρηματοδότησης της όποιας οικονομικής πολιτικής επιλέξει να ακολουθήσει το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Δεύτερον, έπειτα από την υπαγωγή της Ελλάδας σε επιτήρηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως συνέπεια του εκτροχιασμού των δημοσιονομικών μεγεθών της, και κυρίως του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Οι Βρυξέλλες, επισημαίνει η Deutsche Bank θεωρούν ότι η Αθήνα δεν έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να περιορίσει τις κρατικές δαπάνες και το έλλειμμα, πυροδοτώντας μια διαδικασία που ενδέχεται να καταλήξει με κυρώσεις σε βάρος της Ελλάδας και τη χώρα να σύρεται κατεπειγόντως στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το ΔΝΤ θα χορηγούσε δάνεια στην Ελλάδα με θετικότερους όρους από ότι οι διεθνείς αγορές κεφαλαίων, από τις οποίες η Ελλάδα δανείζεται μέχρι τώρα, υποχρεώνοντας την ελληνική κυβέρνηση όμως να εφαρμόσει ένα αυστηρό πρόγραμμα «δημοσιονομικής προσαρμογής», όπερ σημαίνει λιτότητα, περιστολή κρατικών δαπανών και αύξησης φορολογίας.
Αυτή είναι η πάγια τακτική του ΔΝΤ, το οποίο συστάθηκε ακριβώς για να παίζει τον ρόλο του πιστωτή της ύστατης ώρας για χώρες με δυσεπίλυτα οικονομικά προβλήματα που βρίσκονται στο χείλος της χρεοκοπίας (ή οποία στην διεθνή οικονομία ισοδυναμεί με αθέτηση πληρωμών του χρέους μιας χώρας).
Αυτό ακολούθησε το ΔΝΤ και στην περίπτωση της Τουρκίας, με την κυβέρνηση της οποίας είχε διαπραγματευτή την χορήγηση δανείου συνολικού ύψους 10 δισ. δολαρίων. Το εν λόγω δάνει εκταμιευόταν σε τακτικές δόσεις, εφόσον η Τουρκία προχωρούσε σε συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις και εμφάνιζε τις προβλεπόμενες επιδόσεις στα δημοσιονομικά της.
Το κατά πόσον η Ελλάδα βρίσκεται σε τόσο δυσμενή θέση ώστε να συζητείται ανοιχτά από θεσμικούς επενδυτές ακόμα και το ενδεχόμενο υπαγωγής της σε πρόγραμμα δημοσιονομικής ανόρθωσης του ΔΝΤ, είναι αμφιλεγόμενο. Άλλωστε και ο ίδιος ο κ. Τρισέ είχε προ ολίγων εβδομάδων αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο υποστηρίζοντας ότι οι όποιες χώρες αντιμετωπίζουν πρόβλημα δεν θα χρειαστεί να καταφύγουν στο ΔΝΤ καθώς μπορούν να ακολουθήσουν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής αντίστοιχα με αυτά του ΔΝΤ αλλά υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Βέβαια, η ουσία για την Ελλάδα δεν είναι ότι θα αποφύγει το «ζυγό» του ΔΝΤ, αλλά ότι μοιάζει μάλλον καταδικασμένη να υποστεί κάτι αντίστοιχο έστω και εντός ευρωπαϊκού πλαισίου.
ΠΗΓΗ ΗΜΕΡΗΣΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου