Tου Σταυρου Λυγερου
Το τελευταίο εμπόδιο για να τεθεί σε ισχύ η συνθήκη της Λισσαβώνας ξεπεράστηκε, αλλά με βαρύ τίμημα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπέκυψε στον εκβιασμό του προέδρου Βάτσλαβ Κλάους, αποδεχόμενο την απαίτησή του να εξαιρεθεί η Τσεχία από την εφαρμογή της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Η εκκρεμότητα στο Συνταγματικό Δικαστήριο της ίδιας χώρας δεν αναμένεται να εγείρει νέο εμπόδιο.
Το επεισόδιο αυτό στέλνει το μήνυμα ότι όποιος ασκεί εκβιασμό τελικώς κερδίζει. Η συνθήκη της Λισσαβώνας είναι ένα σημαντικό βήμα εμβάθυνσης. Εδειξε, όμως, ότι μετά τη μεγάλη διεύρυνση του 2004 η λογική «όλοι μαζί εμπρός ή όλοι μαζί καθηλωμένοι» έχει φθάσει σε οριακό σημείο. Και αυτό, σε μια περίοδο που η Ε. Ε. αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του αναδυόμενου διεθνούς περιβάλλοντος.
Οι απόψεις για την έκταση και το ρυθμό της ενοποιητικής διαδικασίας εκτείνονται σ’ ένα ευρύ φάσμα. Στη μία άκρη είναι όσοι οραματίζονται μια ομοσπονδιακή Ευρώπη. Στην άλλη, όσοι (κυρίως η Βρετανία) επιδιώκουν την καθήλωση της Ε. Ε. στο επίπεδο της χαλαρής διακυβερνητικής συνεργασίας, εάν όχι την υποβάθμισή της σε μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών. Οι διαφορές επ’ αυτών είναι συχνά δυσεπίλυτες και γι’ αυτό τα βήματα, που αντανακλούν τον κοινό παρονομαστή, είναι μετρημένα και συχνά ασταθή.
Η πολιτική της «εύκολης διεύρυνσης» προς την Ανατολική Ευρώπη τείνει να μετατρέψει την Ε. Ε. σε ένα πλαδαρό και δυσκίνητο μόρφωμα. Δεν είναι μόνο η πρακτική δυσκολία να συντονιστούν 27 «εθνικά θέλω». Είναι κυρίως ότι αρκετές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες συχνά δεν διαπραγματεύονται εποικοδομητικά. Αυτό οφείλεται μόνο εν μέρει στο γεγονός ότι δεν έχουν ακόμα προσαρμοστεί στις κοινοτικές διαδικασίες εξεύρεσης κοινών τόπων, για να λειτουργήσει δημιουργικά το εθνικό τους «εγώ» εντός της Ε. Ε. Η ανελαστικότητά τους πηγάζει και από την αίσθηση ότι απολαμβάνουν την προστασία της Ουάσιγκτον.
Η Ε. Ε. διαπερνάται από μια διαχωριστική γραμμή, η οποία μετατοπίζεται και διαφοροποιείται, αλλά δεν σβήνει. Στη μία πλευρά βρίσκονται όσοι επιδιώκουν την ανάδειξη της Ευρώπης σε έναν αυτόνομο παράγοντα της διεθνούς σκηνής. Στην άλλη, όσοι στο όνομα του Aτλαντισμού θέλουν την Ευρώπη προσδεδεμένη στο άρμα των ΗΠΑ.
Η Βρετανία εντάχθηκε στην Ε. Ε. για να μη μείνει εκτός νυμφώνος. Από τότε, λειτουργεί συνεχώς σαν βαρίδι και εμπόδιο. Μετά την ένταξη των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, απέκτησε ειδικό πολιτικό βάρος, που δεν είχε πριν. Θα ήταν πολιτική αυτοκτονία, όμως, εάν όσοι επιδιώκουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση την ανταμείψουν, προσφέροντας στον Τόνι Μπλερ την προεδρία της Ενωσης ή στον Ντέιβιντ Μίλιμπαντ το αξίωμα του «υπουργού Εξωτερικών».
Η Ε. Ε. έχει ζωτική ανάγκη τη θεσμική αναβάθμισή της στη βάση ενός ενοποιητικού πολιτικού οράματος. Στο επίπεδο των κοινωνιών το υπόβαθρο υπάρχει. Αυτό που μένει είναι οι χώρες, που θέλουν να προχωρήσουν, να κάνουν χρήση του θεσμού της ενισχυμένης συνεργασίας για να προκαλέσουν ενοποιητικά τετελεσμένα.
Το τελευταίο εμπόδιο για να τεθεί σε ισχύ η συνθήκη της Λισσαβώνας ξεπεράστηκε, αλλά με βαρύ τίμημα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο υπέκυψε στον εκβιασμό του προέδρου Βάτσλαβ Κλάους, αποδεχόμενο την απαίτησή του να εξαιρεθεί η Τσεχία από την εφαρμογή της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Η εκκρεμότητα στο Συνταγματικό Δικαστήριο της ίδιας χώρας δεν αναμένεται να εγείρει νέο εμπόδιο.
Το επεισόδιο αυτό στέλνει το μήνυμα ότι όποιος ασκεί εκβιασμό τελικώς κερδίζει. Η συνθήκη της Λισσαβώνας είναι ένα σημαντικό βήμα εμβάθυνσης. Εδειξε, όμως, ότι μετά τη μεγάλη διεύρυνση του 2004 η λογική «όλοι μαζί εμπρός ή όλοι μαζί καθηλωμένοι» έχει φθάσει σε οριακό σημείο. Και αυτό, σε μια περίοδο που η Ε. Ε. αντιμετωπίζει τις προκλήσεις του αναδυόμενου διεθνούς περιβάλλοντος.
Οι απόψεις για την έκταση και το ρυθμό της ενοποιητικής διαδικασίας εκτείνονται σ’ ένα ευρύ φάσμα. Στη μία άκρη είναι όσοι οραματίζονται μια ομοσπονδιακή Ευρώπη. Στην άλλη, όσοι (κυρίως η Βρετανία) επιδιώκουν την καθήλωση της Ε. Ε. στο επίπεδο της χαλαρής διακυβερνητικής συνεργασίας, εάν όχι την υποβάθμισή της σε μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών. Οι διαφορές επ’ αυτών είναι συχνά δυσεπίλυτες και γι’ αυτό τα βήματα, που αντανακλούν τον κοινό παρονομαστή, είναι μετρημένα και συχνά ασταθή.
Η πολιτική της «εύκολης διεύρυνσης» προς την Ανατολική Ευρώπη τείνει να μετατρέψει την Ε. Ε. σε ένα πλαδαρό και δυσκίνητο μόρφωμα. Δεν είναι μόνο η πρακτική δυσκολία να συντονιστούν 27 «εθνικά θέλω». Είναι κυρίως ότι αρκετές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες συχνά δεν διαπραγματεύονται εποικοδομητικά. Αυτό οφείλεται μόνο εν μέρει στο γεγονός ότι δεν έχουν ακόμα προσαρμοστεί στις κοινοτικές διαδικασίες εξεύρεσης κοινών τόπων, για να λειτουργήσει δημιουργικά το εθνικό τους «εγώ» εντός της Ε. Ε. Η ανελαστικότητά τους πηγάζει και από την αίσθηση ότι απολαμβάνουν την προστασία της Ουάσιγκτον.
Η Ε. Ε. διαπερνάται από μια διαχωριστική γραμμή, η οποία μετατοπίζεται και διαφοροποιείται, αλλά δεν σβήνει. Στη μία πλευρά βρίσκονται όσοι επιδιώκουν την ανάδειξη της Ευρώπης σε έναν αυτόνομο παράγοντα της διεθνούς σκηνής. Στην άλλη, όσοι στο όνομα του Aτλαντισμού θέλουν την Ευρώπη προσδεδεμένη στο άρμα των ΗΠΑ.
Η Βρετανία εντάχθηκε στην Ε. Ε. για να μη μείνει εκτός νυμφώνος. Από τότε, λειτουργεί συνεχώς σαν βαρίδι και εμπόδιο. Μετά την ένταξη των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών, απέκτησε ειδικό πολιτικό βάρος, που δεν είχε πριν. Θα ήταν πολιτική αυτοκτονία, όμως, εάν όσοι επιδιώκουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση την ανταμείψουν, προσφέροντας στον Τόνι Μπλερ την προεδρία της Ενωσης ή στον Ντέιβιντ Μίλιμπαντ το αξίωμα του «υπουργού Εξωτερικών».
Η Ε. Ε. έχει ζωτική ανάγκη τη θεσμική αναβάθμισή της στη βάση ενός ενοποιητικού πολιτικού οράματος. Στο επίπεδο των κοινωνιών το υπόβαθρο υπάρχει. Αυτό που μένει είναι οι χώρες, που θέλουν να προχωρήσουν, να κάνουν χρήση του θεσμού της ενισχυμένης συνεργασίας για να προκαλέσουν ενοποιητικά τετελεσμένα.
πηγη ΚΑΘΗΜΕΡΗΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου