Ο φετιχισμός της ποσότητας

Του ΤΖΟΡΤΖΙΟ ΡΟΥΦΟΛΟ
(Οικονομολόγος, ιδρυτής του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ερευνών)
Κοινωνιολόγοι, οικονομολόγοι και κυβερνώντες συμφωνούν όλοι: το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) δεν είναι πλέον σε θέση να εκφράζει την ευημερία των εθνών.
Το πρόβλημα είναι με τι να το αντικαταστήσουμε. Το θέμα της ευτυχίας δεν είναι νέο στην ιστορία της οικονομικής σκέψης. Κλασικοί οικονομολόγοι, όπως ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, έχουν εξηγήσει ότι η ευτυχία δεν έγκειται στην αφθονία των πραγμάτων, αλλά στην ποιότητά τους.

Οφείλουμε, όμως, να αναρωτηθούμε ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους αυτό το θέμα δεν είχε τεθεί για τόσο καιρό.
Στις απαρχές της, η οικονομική επιστήμη ασχολούνταν με κοινωνίες που, με το δικό μας μέτρο, θα τις θεωρούσαμε φτωχές και στάσιμες, στις οποίες τα προβλήματα της βέλτιστης κατανομής και αναδιανομής των πόρων κυριαρχούσαν σε σχέση με εκείνα της ανάπτυξης. Με τη βιομηχανική ανάπτυξη, η οικονομία της Δύσης παρασύρθηκε από ένα συνεχές αναπτυξιακό κύμα, με εξαίρεση ορισμένα διαλείμματα κρίσεων. Στις κοινωνίες που τις χαρακτήριζε η ποσοτική ανάπτυξη αγαθών παραγόμενων στην αγορά, έπειτα από αιώνες ή και χιλιετίες στασιμότητας, ήταν λογικό η έννοια της ευημερίας να συνδεθεί με την ποσότητα των διαθέσιμων αγαθών.

Υστερα από δύο αιώνες ποσοτικής ανάπτυξης, εμφανίστηκε όμως ένα είδος «ναυτίας» της ανάπτυξης. Παντού οι δημοσκοπικές μετρήσεις για το βαθμό ευτυχίας των προσώπων αποκαλύπτουν ότι η αύξηση της ευτυχίας δεν συμβαδίζει πλέον με την αύξηση της παραγωγής.

Με αφετηρία τη δεκαετία του 1970 οι δύο καμπύλες, εκείνη της ποσότητας διαθέσιμων αγαθών, που μετριέται με το ΑΕΠ, και εκείνη της ευτυχίας, που μετριέται από έρευνες των διαθέσεων των ατόμων, έχουν διαχωριστεί. Η πρώτη συνέχισε την ανοδική της πορεία, η δεύτερη έγινε επίπεδη.

Ο λόγος έγκειται στη διαφοροποίηση των αναγκών, του κόστους και των προτιμήσεων που χαρακτηρίζουν μια πολύπλοκη κοινωνία, η οποία δεν μπορεί να απεικονιστεί με έναν χοντροκομμένα ποσοτικό δείκτη, που μας λέει μόνον πόσα αγαθά έχουν παραχθεί και καταναλωθεί στην αγορά.
Για να το πούμε πιο απλά, το διαβόητο ΑΕΠ έχει τρία σοβαρά ελαττώματα:

1 Αθροίζει μόνον τα αγαθά που παράγονται στην αγορά, επομένως αποκλείει εκείνα που προμηθεύουν οι μη ανταποδοτικές σχέσεις μεταξύ των προσώπων στις οικογένειες ή στις κοινότητες, ενώ υπολογίζει ως αγαθά όλα τα κακά που παράγονται και καταναλώνονται στην αγορά (ναρκωτικά, κέρδη από εγκλήματα, εκμετάλλευση της πορνείας, μόλυνση και καταστροφή του περιβάλλοντος, φαινόμενο του θερμοκηπίου κ.ο.κ.).

2 Δεν δίνει καμιά σημασία στον τρόπο, τον λιγότερο ή περισσότερο δίκαιο, με τον οποίο διανέμονται τα αγαθά.

3 Δεν αναγνωρίζει την αξία των αγαθών που προμηθεύει η φύση και αντιμετωπίζει το φυσικό κεφάλαιο (πόρους που συσσωρεύονται επί τρία δισεκατομμύρια χρόνια και μπορεί να καταστραφούν μέσα σε λίγους μήνες) σαν να ήταν εισόδημα.

4 Υπάρχει και ένα τέταρτο «ελάττωμα», το οποίο όμως δεν εξαρτάται από το πώς μετριέται το ΑΕΠ, αλλά από το πώς μετασχηματίζεται η καπιταλιστική οικονομία.

Η αγορά παρασύρεται όλο και περισσότερο από την ανταγωνιστική πίεση που χαρακτηρίζει όχι μόνον την παραγωγή αλλά, μέσω της διαφήμισης, και την κατανάλωση, προς εκείνη την κατανάλωση που δεν εκφράζει βασικές ανάγκες, αλλά ανάγκες που εξαρτώνται μιμητικά από τις ανάγκες άλλων.
Με δυο λόγια, καθώς σιγά σιγά η «ανάπτυξη μεγαλώνει», αυξάνονται και οι σπατάλες της και οι παρενέργειές της, που αντανακλώνται σε ένα ΑΕΠ το οποίο ψεύδεται ως μέτρο της ευτυχίας.

Οφείλουμε επομένως να εγκαταλείψουμε το ΑΕΠ?
Ορισμένοι σοβαροί οικονομολόγοι, όπως ο Αμάρτια Σεν με τον Δείκτη του για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη, που τον υιοθέτησαν τα Ηνωμένη Εθνη, και όπως ο Χέρμαν Ντέιλι με τον Δείκτη του για τη Βιώσιμη Οικονομία, προσπάθησαν να μας απαλλάξουν από το ΑΕΠ. Προσπάθειες αξιέπαινες, οι οποίες ωστόσο προσκρούουν στη δυσκολία να αντικαταστήσουμε -όταν οι λογαριασμοί του ΑΕΠ είναι φανερά αβάσιμοι- τις τιμές της αγοράς με τιμές που εμείς έχουμε «υπολογίσει». Η δυσκολία είναι πρόδηλη: οι τιμές της αγοράς είναι, με όλες τις στρεβλώσεις τους, αντικειμενικές πραγματικότητες. Οι άλλες είναι υποκειμενικές κρίσεις, επομένως αμφισβητήσιμες.

Το πρόβλημα ωστόσο παραμένει.
Πώς μπορούμε να εκτιμήσουμε την ευημερία μιας κοινωνίας, χωρίς να υποστούμε την αυθαιρεσία των ειδικών;

Κατά τη γνώμη μου, με δύο τρόπους:

Πρώτον, απορρίπτοντας το ένα και μοναδικό μέτρο. Δεν μπορούμε να ανάγουμε την ευημερία σε έναν αριθμό. Αυτή αποτελείται από μια σειρά παράγοντες, οι οποίοι δεν μπορούν να ανάγονται μηχανιστικά ο ένας στον άλλον. Χρειάζεται να κρατάμε διαχωρισμένους αυτούς τους παράγοντες -περιβάλλον, ασφάλεια, υγεία κ.λπ.- μετρώντας με ξεχωριστούς ειδικούς δείκτες, όπως το κάνουν τα Ηνωμένα Εθνη με τον Δείκτη για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη.

Δεύτερον, εμπιστευόμενοι τη βέλτιστη επιλογή ανάμεσα στους πιθανούς συνδυασμούς τους όχι στους ειδικούς της Στατιστικής, αλλά στη δημοκρατική πολιτική κρίση.

Δεν υπάρχει πράγματι ένα άριστο πρότυπο ευημερίας όμοιο για όλες τις χώρες, το οποίο πρέπει να ανακαλύψουμε. Μπορεί όμως να υπάρχει ένας διαφορετικός, για κάθε χώρα, συνδυασμός παραγόντων ευημερίας, τον οποίο πρέπει να επιλέξουμε. Σε αυτή την περίπτωση, το μέτρο της ευημερίας-ευτυχίας γίνεται όχι μια «θετική» διάγνωση, αλλά μια «κανονιστική» επιλογή. Δεν πρόκεται, δηλαδή, για ένα δεδομένο, αλλά για έναν στόχο.
πηγη ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου