Λεωφορείον ο Πόθος (Μέρος Β)

Του ΑΝΤΩΝΗ ΣΟΥΡΟΥΝΗ

Ενα κειμενάκι έγραψα την προηγούμενη βδομάδα σ' αυτήν εδώ τη στήλη, για να εκμυστηρευτώ τη χαρά μου που ένα λεωφορείο με συμπάθησε επιτέλους και με πάει ώς το σπίτι μου, και δέχτηκα ένα σωρό παραπονιάρικα τηλεφωνήματα. Από φίλες και φίλους.
«Εμείς άλλα περιμέναμε κι άλλα διαβάσαμε», ήταν το μότο τους. Ε, καλά, τι να κάνουμε, μήπως κι εγώ περίμενα να βρεθεί λεωφορείο που να με πηγαινοφέρνει στο σπίτι και να πραγματοποιεί τον παλιό μου πόθο; Υπήρξαν περιπτώσεις αγαπητών μου ανθρώπων, που υποστήριζαν ότι τους ξεγέλασα, επειδή αυτοί περίμεναν με τον ίδιο τίτλο να διαβάσουν κάτι από εκείνη την παλιά ταινία του Καζάν με τη Βίβιαν Λη και τον Μάρλον Μπράντο, ώστε να ξανασυγκινηθούν και να ξαναθυμηθούν τα παλιά κι όχι για ένα λεωφορείο επειδή και μόνο σταματάει έξω από την πόρτα μου. Μια φίλη, που εκτιμώ κι αγαπώ πολύ, μου τηλεφώνησε για να μου πει με παράπονο πως έχασα μια μεγάλη ευκαιρία με τέτοιο θέμα, δηλαδή, τα λεωφορεία και τον πόθο. «Σαν τι θέμα έχασα;», τη ρώτησα ανήσυχος, επειδή ήξερα πως ό,τι έλεγε η φίλη μου ήταν τεκμηριωμένο.

«Γιατί δεν αναφέρθηκες καθόλου στους εφαψίες;», ρώτησε για πρώτη φορά με θυμό.
«Σε ποιους;», απόρησα.
«Στους κολλητιρτζήδες», συνέχισε σκληρά. «Σ' αυτούς που ανεβαίνουν στα λεωφορεία μόνο από πόθο κι όχι για να πάνε στα σπίτια τους. Εξάλλου, μ' αυτόν τον τίτλο θα ταίριαζε γάντι».
«Υπάρχουν ακόμη κολλητιρτζήδες;», ρώτησα έκπληκτος.
«Δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη, ξέρω όμως ότι ο λεκές πίσω στο φουστάνι μου υπάρχει ακόμα. Είκοσι χρόνια τον έχω, από τότε δεν έχω μπει σε λεωφορείο».
Σκέφτηκα πόσα λεφτά θα έχει χάσει ο ΟΑΣΑ από ένα και μόνο κολλητήρι και γέλασα.
«Γελάς;», ξαφνιάστηκε.
Της είπα τον λόγο.
«Δεν είμαι μόνο εγώ, παντού γύρισα με τον λεκέ στο χέρι, ώς κι από έδρα μίλησα. Γιατί νομίζεις ότι ο ΟΑΣΑ πάει κατά διαβόλου;».

Η φίλη μου δεν κώλωνε πουθενά, εκτός ίσως από εκείνη τη φορά στο λεωφορείο, αλλά κι αυτή υπήρξε η αιτία για το ξεκίνημα για να βγάλει τους εχθρούς της από τη θέση τους.

Σε λίγη ώρα το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.
«Ελα, ο Νίκος είμαι», άκουσα ένα γέλιο.
«Ο Νίκος;»
«Ο Νίκος από την Κολονία, μωρέ, με ξέχασες;»
Οι μισοί Ελληνες γκασταρμπάιτερ αυτό το όνομα είχαν τότε και τους είχα ξεχάσει όλους. «Α, ο Νίκος!..», αναφώνησα. «Ελα, ρε θηρίο, τι γίνεσαι;».
«Καλά, καλά, δόξα τούς Γερμανούς που μου δίνουν τη σύνταξη κι έχω το λεωφορείο».
«Τι, έχεις λεωφορείο δικό σου;»,
«Ε, σχεδόν δικό μου είναι, αυτό χρησιμοποιώ συνέχεια».
«Για το σπίτι σου;».
«Ποιο σπίτι μου, μωρέ, στο σπίτι πάω με το αμάξι, για πάνω - κάτω σου λέω».
Δεν μίλησα, ούτε κι αυτός μιλούσε.
«Ρε συ, κατάλαβες ποιος Νίκος είμαι;» ρώτησε ξαφνικά.
«Ο Νίκος από την Κολονία», είπα με σιγουριά.
«Ναι, αλλά ποιος απ' όλους, γιατί αυτοί ήταν παραπάνω από τους Γιάννηδες. Εγώ είμαι ο Νίκος ο κολλητιρτζής, με θυμήθηκες τώρα;».

Αν μου 'λεγε απ' την αρχή, σκέτα, ο κολλητιρτζής, θα τον θυμόμουν αμέσως. Ετσι κι αλλιώς τον θυμάμαι κάθε τόσο, όχι από το εργοστάσιο που δουλέψαμε μαζί αλλά από την τακτική του στο σχόλασμα. Ποτέ δεν ανέβαινε στο ίδιο λεωφορείο με μας, πάντα περίμενε το επόμενο, που ερχόταν φορτωμένο με αλλοδαπές εργάτριες που είχαν μόλις σχολάσει. «Καμιά φορά, να ξέρεις, θα σε βάλουν κάτω και θα σε πατήσουν», του λέγαμε γελώντας.
«Ποιες, μωρέ, αυτές;», ρωτούσε με συμπόνια. «Αυτές οι καημένες ψοφάν πιο πολύ κι από μένα».
Θυμήθηκα τη φίλη μου και τον ρώτησα αν υπάρχουν ακόμα εφαψίες.
«Πάντα θα υπάρχουν, ρε συ. Βέβαια οι πιο πολλοί και πιο πολλές κυκλοφορούν τώρα με τα ΙΧ τους και ο κόσμος έχει χάσει κάθε επαφή με τους άλλους. Ομως τυχαίνει εκεί που οδηγείς ή περιμένεις στο φανάρι, να 'ρχεται αυτός, αυτή, από πίσω, να σου τραβάει μια και να σου ανοίγει τον πάτο. Σκέφτομαι, λοιπόν, μπας κι είναι αυτό το μοντέρνο κολλητήρι. Ε; Τι λες κι εσύ;».
ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου