Λεωφορείον ο Πόθος

Του ΑΝΤΩΝΗ ΣΟΥΡΟΥΝΗ


Δεν μπορώ να το χωνέψω αυτό που μου συμβαίνει. Σίγουρα μου αξίζει, αλλά για να το χωνέψω πρέπει πρώτα να το πιστέψω, κι αυτό μου φαίνεται απίστευτο.
Τέτοια τύχη δεν την περίμενα, όμως να, που μου ήρθε ουρανοκατέβατη κι ολοκληρωμένη, την ώρα που τη χρειαζόμουν. Και για να φτάσει κοντά μου πέρασε λεωφόρους, σοκάκια, Κολωνάκια, νοσοκομεία και πάρκα, πολυκαταστήματα και πολυκατοικίες, πέρασε ανάμεσα από εκατοντάδες αυτοκίνητα κι ανθρώπους, από στροφές, μανούβρες και μανούρες, ώσπου τελικά, ύστερα από κόπους και μόχθους, ήρθε και σταμάτησε έξω από το σπίτι μου. Εξω από την πόρτα μου, θέλω να πω. Είμαι σίγουρος πως άμα χωρούσε, θα έμπαινε και μέσα στο ασανσέρ, για να με πάει μέχρι τον όροφο και να μ' αφήσει έξω από το διαμέρισμά μου.

Για το λεωφορείο εκείνο μιλάω που ξεκινάει από την οδό Ακαδημίας και έπειτα απ' όλη αυτή την προσπάθεια καταφτάνει στην ακαδημία τη δική μου και σταματάει μπρος στο σπίτι μου. Ποτέ άλλοτε δεν σταμάτησε για χάρη μου λεωφορείο μπροστά σε σπίτι που έμενα, γι' αυτό είμαι και τόσο συγκινημένος. Ολα σταματούσαν εκεί που άρχιζαν οι ανηφόρες και περίμεναν από μένα να κατεβώ και να σκαρφαλώσω, λες κι αυτά δεν μπορούσαν ή δεν καταδέχονταν. Κι εγώ ανέβαινα. Τριάντα σκαλιά, πενήντα σκαλιά, εξήντα σκαλιά, όσο αυξάνονταν τα χρόνια μου, αυξάνονταν και τα σκαλοπάτια που έπρεπε ν' ανεβώ.

Ολοι οι γνωστικοί άνθρωποι φροντίζουν μεγαλώνοντας να λιγοστεύουν τα βάρη τους και τα βήματά τους κι εγώ τα αβγάτιζα. Εφτανα σπίτι ξέπνοος και κατακουρασμένος. Τις περισσότερες φορές έχοντας κρεμασμένα στους ώμους και στα χέρια τα ψώνια από τη λαχαναγορά, την ψαραγορά, την κρεαταγορά κι από μερικά άλλα μαγαζιά της οδού Αθηνάς. Ως και οι ορειβάτες ακόμα σκαρφαλώνουν στα βράχια χωρίς τα σακίδιά τους κι εγώ σκαρφάλωνα φορτωμένος και στηριγμένος μόνο στα πόδια μου, πουθενά αλλού. Ελπιζα και στον Αγιο Διονύση, που το λεωφορείο με παρατούσε μπροστά στην εκκλησία του, σαν να με χλεύαζε και να μου 'λεγε, «άντε, από δω και πέρα βγάλ' τα μόνος σου πέρα».
Μέχρι που κάποια μέρα αντίκρισα πλάι στην εξώπορτα του σπιτιού μου την τενεκεδένια ταμπέλα με τα στοιχεία ενός λεωφορείου. Ενιωσα σαν να βρέθηκα μπροστά σε εικονοστάσι, που δεν ήξερα τον άγιό του, αλλά τον είχα ακουστά. Πραγματικά, αισθάνθηκα τα μέσα μου να γαληνεύουν κι ένιωσα την ανάγκη να πέσω στα γόνατα και να προσκυνήσω. Δεν πίστευα ότι υπήρχαν στ' αλήθεια τόσο καλόγνωμα αυτοκίνητα στον κόσμο. Το λέω με σιγουριά αυτό, γιατί μια και δεν οδηγώ εγώ, έχω γνωρίσει χιλιάδες τροχοφόρα ως επιβάτης. Οχι μόνο στην Αθήνα, αλλά σχεδόν σε όλη την Ελλάδα, σχεδόν σε όλη την Ευρώπη.

Εξάλλου τα λεωφορεία δεν νοιάζονται για το ποιος είσαι και πού πας, νοιάζονται για το εισιτήριό σου και για το πού πάνε αυτά. Υπάρχουν βέβαια και οι εξαιρέσεις, αλλά έτσι κινδυνεύει να εξαιρεθεί κι ο οδηγός, όπως έγινε με τον Τζούλη, έναν γείτονά μας στη Θεσσαλονίκη, πριν από μισό αιώνα. Τον Τζούλη τον απέλυσαν επειδή νοιαζόταν περισσότερο για το πού πάνε οι επιβάτες, παρά για το πού πάει το λεωφορείο. Αμα του έλεγες στρίψε λίγο να δω την γκόμενα, έστριβε, άμα του έλεγες σταμάτα λίγο στο μπακάλικο να ψωνίσω, σταματούσε. Δεν μπορούσε να χαλάσει χατίρι σε άνθρωπο κι έτσι χάλασαν το χατίρι το δικό του. Τέτοια πράγματα δεν επιτρέπονταν. Επιτρεπόταν όμως να παρακαλέσεις τον βουλευτή σου ν' αλλάξει λίγο τη γραμμή για να περνάει το λεωφορείο δίπλα από το σπίτι σου, επειδή έσπασες το πόδι σου ή επειδή είναι έγκυος η γυναίκα σου.

Σήμερα που ψήλωσαν οι πολυκατοικίες και γέμισε ο τόπος αυτοκίνητα, έγινε πολύ δύσκολο να βρίσκεις τον δρόμο για να φτάνεις στο σπίτι σου. Και προπάντων να βρίσκεις λεωφορείο για να φτάνεις στο σπίτι σου. Είναι σαν να βάζεις το χέρι σου στον μαύρο ντορβά του τομπολατζή κι ελπίζεις να πιάσεις τον κλήρο που κερδίζει. Ισως γι' αυτό κι εγώ κατεβαίνω καμιά φορά μία στάση πριν από το σπίτι μου, για να νιώσω ότι κρατάω την τύχη στα χέρια μου.
ΠΗΓΗ:ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου