Μερσέντες Σόσα: Η εμβληματική φυσιογνωμία της μουσικής, που πολέμησε τους δικτάτορες της Νοτίου Αμερικής και έκανε γνωστούς στον κόσμο τους παραδοσιακούς ήχους της Αργεντινής, έσβησε, χθες, σε ηλικία 74 ετών
«Είμαι τυχερή. Αλλά μου κόστισε πολύ να είμαι» έλεγε, με τη σοφία ανθρώπου που έχει δει κι έχει ζήσει πολλά, η Μερσέντες Σόσα
Εμβληματική φυσιογνωμία της μουσικής της Νοτίου Αμερικής, η Αργεντινή καλλιτέχνις «έφυγε» από τη ζωή χθες, σε ηλικία 74 ετών, ενώ νοσηλευόταν σε κλινική του Μπουένος Αϊρες, με προβλήματα στα νεφρά. Τα τελευταία χρόνια αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας, ωστόσο δεν έχανε ποτέ το χιούμορ και την αγάπη της για τη ζωή. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν ψιθυρίσει τα τραγούδια της, ιδιαίτερα στην Ισπανία, όπου έζησε εξόριστη στα χρόνια της τελευταίας (και πιο σκληρής) δικτατορίας του 1976. Η σορός της θα εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα στο Κογκρέσο της Αργεντινής.
Γεννημένη στο Τουκαμάν της Αργεντινής το 1935 η Μερσέντες Σόσα έφερε μαζί της εμπειρίες μιας ζωής που δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη μουσική και το τραγούδι αλλά και την παρουσία της στην κοινωνική-πολιτική ζωή της πατρίδας της. Από τα πρώτα κιόλας βήματα της ζωής της την είχαν χαρακτηρίσει «φωνή της σιωπηλής πλειοψηφίας» επειδή δεν υπήρξε μόνο τραγουδίστρια αλλά και η δημιουργός εκείνη που αγωνίστηκε υπέρ της πολιτικής ελευθερίας και των λιγότερο προνομιούχων, ενώ υποστήριξε -χωρίς να φοβηθεί- τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Με τη φωνή και τα τραγούδια της, που ήταν απαγορευμένα στην Αργεντινή (όπως και στη Χιλή) αλλά και σε όσες χώρες της Νοτίου Αμερικής η δημοκρατία και η ελεύθερη έκφραση υπονομεύονταν, πολέμησε τους δικτάτορες της πατρίδας της κι έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο το δράμα του λαού της.
Βέβαια νωρίτερα είχε καταφέρει να κάνει γνωστούς στον κόσμο τους ήχους της παραδοσιακής μουσικής της Αργεντινής, αλλά και όλης της Νοτίου Αμερικής: τσακαρέρας και σάμπας, όπως και οι ήχοι του τάνγκο και της μιλόνγκα. Σύμβολο της λατινοαμερικανικής μουσικής, επονομαζόμενη και «η νέγρα», εξορίστηκε στην Ευρώπη κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή (1976-1983). Μάλιστα συνελήφθη την ώρα που τραγουδούσε επί σκηνής σε συναυλία στη Λα Πλάτα.
Για πολλά χρόνια τραγουδούσε «ζωντανά» κι έδινε συναυλίες. Κατόπιν άρχισε να ηχογραφεί στο στούντιο. Οι πρώτες εμφανίσεις της έγιναν σε ηλικία 15 ετών (1950) όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό τραγουδιού που είχε διοργανώσει ραδιοφωνικός σταθμός της πόλης όπου μεγάλωσε. Από τότε άνοιξε γι αυτήν ο δρόμος του τραγουδιού τον οποίο δεν άφησε ούτε στιγμή. «Η μουσική για μένα είναι το παν και όσο έχω φωνή δεν πρόκειται να σταματήσω για κανένα αντάλλαγμα του κόσμου» υπογράμμιζε. Διεύρυνε συνεχώς το ρεπερτόριό της και έκανε ηχογραφήσεις σε διάφορα στυλ. Είχε συνεργαστεί πολλές φορές με μουσικούς όπως οι Παβαρότι, Στινγκ, Λούτσιο Ντάλα, Νάνα Μούσχουρη, Τζόαν Μπαέζ, Αντρέα Μποτσέλι, Γκαετάνο Βελόζο, Λουθ Καζάλ, Μαρία Φαραντούρη κ.ά.
Υποστήριζε τους νεότερους καλλιτέχνες της πατρίδας της κι ήταν πάντα πρόθυμη να τους «δανείζει» τα δικά της τραγούδια (ηχογράφησε συνολικά 60 άλμπουμ), ώστε το αργεντίνικο φολκλόρ να φτάσει και στις νεότερες γενιές μέσα από πιο σύγχρονα ακούσματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τελευταίο της διπλό άλμπουμ με τίτλο «Cantora», η Σόσα είδε να συνεργάζονται μαζί της ονόματα όπως η Σακίρα, ο Φίτο Πάες, ο διάσημος στην Αργεντινή Τσάρλι Γκαρσία, ο Χόρχε Ντρέξλερ κ.ά. Το άλμπουμ είναι υποψήφιο για τα «Λάτιν Γκράμις 2009».
Στην Ελλάδα είχε εμφανιστεί επανειλημμένως, με τελευταία φορά το 2001, σε Λυκαβηττό και Θεσσαλονίκη. Την ίδια χρονιά είχε συνεργαστεί και με τους «Απουριμάκ» στον δίσκο τους «Στις γειτονιές του Νότου» (ερμήνευσε ένα τάνγκο με τίτλο «Βράχια γυμνά»).
Με τη φωνή και τα τραγούδια της, που ήταν απαγορευμένα στην Αργεντινή (όπως και στη Χιλή) αλλά και σε όσες χώρες της Νοτίου Αμερικής η δημοκρατία και η ελεύθερη έκφραση υπονομεύονταν, πολέμησε τους δικτάτορες της πατρίδας της κι έκανε γνωστό σε όλο τον κόσμο το δράμα του λαού της.
Βέβαια νωρίτερα είχε καταφέρει να κάνει γνωστούς στον κόσμο τους ήχους της παραδοσιακής μουσικής της Αργεντινής, αλλά και όλης της Νοτίου Αμερικής: τσακαρέρας και σάμπας, όπως και οι ήχοι του τάνγκο και της μιλόνγκα. Σύμβολο της λατινοαμερικανικής μουσικής, επονομαζόμενη και «η νέγρα», εξορίστηκε στην Ευρώπη κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας στην Αργεντινή (1976-1983). Μάλιστα συνελήφθη την ώρα που τραγουδούσε επί σκηνής σε συναυλία στη Λα Πλάτα.
Για πολλά χρόνια τραγουδούσε «ζωντανά» κι έδινε συναυλίες. Κατόπιν άρχισε να ηχογραφεί στο στούντιο. Οι πρώτες εμφανίσεις της έγιναν σε ηλικία 15 ετών (1950) όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό τραγουδιού που είχε διοργανώσει ραδιοφωνικός σταθμός της πόλης όπου μεγάλωσε. Από τότε άνοιξε γι αυτήν ο δρόμος του τραγουδιού τον οποίο δεν άφησε ούτε στιγμή. «Η μουσική για μένα είναι το παν και όσο έχω φωνή δεν πρόκειται να σταματήσω για κανένα αντάλλαγμα του κόσμου» υπογράμμιζε. Διεύρυνε συνεχώς το ρεπερτόριό της και έκανε ηχογραφήσεις σε διάφορα στυλ. Είχε συνεργαστεί πολλές φορές με μουσικούς όπως οι Παβαρότι, Στινγκ, Λούτσιο Ντάλα, Νάνα Μούσχουρη, Τζόαν Μπαέζ, Αντρέα Μποτσέλι, Γκαετάνο Βελόζο, Λουθ Καζάλ, Μαρία Φαραντούρη κ.ά.
Υποστήριζε τους νεότερους καλλιτέχνες της πατρίδας της κι ήταν πάντα πρόθυμη να τους «δανείζει» τα δικά της τραγούδια (ηχογράφησε συνολικά 60 άλμπουμ), ώστε το αργεντίνικο φολκλόρ να φτάσει και στις νεότερες γενιές μέσα από πιο σύγχρονα ακούσματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο τελευταίο της διπλό άλμπουμ με τίτλο «Cantora», η Σόσα είδε να συνεργάζονται μαζί της ονόματα όπως η Σακίρα, ο Φίτο Πάες, ο διάσημος στην Αργεντινή Τσάρλι Γκαρσία, ο Χόρχε Ντρέξλερ κ.ά. Το άλμπουμ είναι υποψήφιο για τα «Λάτιν Γκράμις 2009».
Στην Ελλάδα είχε εμφανιστεί επανειλημμένως, με τελευταία φορά το 2001, σε Λυκαβηττό και Θεσσαλονίκη. Την ίδια χρονιά είχε συνεργαστεί και με τους «Απουριμάκ» στον δίσκο τους «Στις γειτονιές του Νότου» (ερμήνευσε ένα τάνγκο με τίτλο «Βράχια γυμνά»).
ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου