Η Διεθνής Αμνηστία χαρακτήρισε «επαίσχυντες» τις συνθήκες στις οποίες περνούν τις τελευταίες ημέρες της ζωής τους οι μελλοθάνατοι στην Ιαπωνία. Ο Σακάε Μέντα ήταν ένας από αυτούς.
O Μέντα, 83 ετών σήμερα, καταδικάστηκε αδίκως σε θάνατο το 1951 για έναν διπλό φόνο που είχε διαπραχθεί τον Δεκέμβριο του 1948. Ήταν ένας φτωχός και αγράμματος αγρότης και η αστυνομία τον κράτησε επί τρεις εβδομάδες χωρίς να του επιτρέψει να δει δικηγόρο, μέχρι που του απέσπασε μια ομολογία. Το δικαστήριο αρκέστηκε στην ομολογία και τον καταδίκασε σε θάνατο χωρίς να ενδιαφερθεί για αποδείξεις ούτε για τα κίνητρα. Ο Μέντα έμεινε συνολικά 34 χρόνια στη φυλακή, τα 32 από τα οποία σε κελί μελλοθανάτου. Φυλακίστηκε χωρίς να αποδειχθεί η ενοχή του και απελευθερώθηκε, το 1983, αφού αποδείχθηκε η αθωότητά του. Ήταν ο πρώτος θανατοποινίτης που βγήκε ποτέ από τις ιαπωνικές φυλακές.
Στην Ιαπωνία, αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία, οι θανατοποινίτες δεν έχουν καμιά επαφή με τον έξω κόσμο και οι συγγενείς τους ενημερώνονται μετά την εκτέλεση. Κρατούνται σε απομόνωση σε κελιά 5 τετραγωνικών μέτρων και περιμένουν τον θάνατο κατά μέσον όρο πάνω από επτά χρόνια, μερικές φορές για δεκαετίες. Όταν έρχεται η εντολή της εκτέλεσης, ο κατάδικος έχει στη διάθεσή του μερικά λεπτά για να προετοιμαστεί πριν οδηγηθεί στην αγχόνη. Επειδή η εντολή μπορεί να φτάσει οποτεδήποτε, οι θανατοποινίτες ζουν την κάθε μέρα πιστεύοντας ότι μπορεί να είναι η τελευταία τους, εξηγεί ο Μέντα. Αυτή η καθημερινή αγωνία οδηγεί αρκετούς στην τρέλα. Την πρώτη φορά που άκουσε να σέρνουν κάποιον στην αγχόνη, αφηγείται στον βρετανικό «Ιντιπέντεντ», άρχισε να ουρλιάζει τόσο πολύ ώστε τον τιμώρησαν: τον άφησαν επί δύο μήνες με τα χέρια δεμένα, αναγκάζοντάς τον να τρώει σαν ζώο. Και κάθε πρωί, ο τρόμος πως αυτή θα είναι η τελευταία ημέρα του, ξανάρχιζε.
Οι Γιαπωνέζοι τάσσονται αναφανδόν υπέρ της θανατικής ποινής. Οι υποστηρικτές της έφταναν το 80% σε δημοσκόπηση που έγινε το 2005. Πέρυσι, όταν η συντηρητική εφημερίδα «Γιομιούρι Σιμπούν» δημοσίευσε μια σειρά από άρθρα για τη θανατική ποινή, σε μερικά από τα οποία διακρινόταν κάποια συμπάθεια για τους θανατοποινίτες, δέχθηκε τόσο πολλές και τόσο οργισμένες επιστολές από τους αναγνώστες ώστε αισθάνθηκε υποχρεωμένη να δημοσιεύσει μια νέα σειρά από άρθρα, αυτή τη φορά φανερά υπέρ της θανατικής ποινής.
Όμως η υπουργός Δικαιοσύνης του νέου πρωθυπουργού Γιουκίο Χατογιάμα, η δικηγόρος Κέικο Σίμπα, πρόσκειται στη Διεθνή Αμνηστία, τάσσεται υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής και θέλει να ανοίξει τη συζήτηση για το θέμα. Η πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας και η περίπτωση του Σακάε Μέντα, του πρώτου ανθρώπου που αποφυλακίστηκε από τα κελιά των μελλοθανάτων στην Ιαπωνία, μπορεί να τη βοηθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση.
O Μέντα, 83 ετών σήμερα, καταδικάστηκε αδίκως σε θάνατο το 1951 για έναν διπλό φόνο που είχε διαπραχθεί τον Δεκέμβριο του 1948. Ήταν ένας φτωχός και αγράμματος αγρότης και η αστυνομία τον κράτησε επί τρεις εβδομάδες χωρίς να του επιτρέψει να δει δικηγόρο, μέχρι που του απέσπασε μια ομολογία. Το δικαστήριο αρκέστηκε στην ομολογία και τον καταδίκασε σε θάνατο χωρίς να ενδιαφερθεί για αποδείξεις ούτε για τα κίνητρα. Ο Μέντα έμεινε συνολικά 34 χρόνια στη φυλακή, τα 32 από τα οποία σε κελί μελλοθανάτου. Φυλακίστηκε χωρίς να αποδειχθεί η ενοχή του και απελευθερώθηκε, το 1983, αφού αποδείχθηκε η αθωότητά του. Ήταν ο πρώτος θανατοποινίτης που βγήκε ποτέ από τις ιαπωνικές φυλακές.
Στην Ιαπωνία, αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία, οι θανατοποινίτες δεν έχουν καμιά επαφή με τον έξω κόσμο και οι συγγενείς τους ενημερώνονται μετά την εκτέλεση. Κρατούνται σε απομόνωση σε κελιά 5 τετραγωνικών μέτρων και περιμένουν τον θάνατο κατά μέσον όρο πάνω από επτά χρόνια, μερικές φορές για δεκαετίες. Όταν έρχεται η εντολή της εκτέλεσης, ο κατάδικος έχει στη διάθεσή του μερικά λεπτά για να προετοιμαστεί πριν οδηγηθεί στην αγχόνη. Επειδή η εντολή μπορεί να φτάσει οποτεδήποτε, οι θανατοποινίτες ζουν την κάθε μέρα πιστεύοντας ότι μπορεί να είναι η τελευταία τους, εξηγεί ο Μέντα. Αυτή η καθημερινή αγωνία οδηγεί αρκετούς στην τρέλα. Την πρώτη φορά που άκουσε να σέρνουν κάποιον στην αγχόνη, αφηγείται στον βρετανικό «Ιντιπέντεντ», άρχισε να ουρλιάζει τόσο πολύ ώστε τον τιμώρησαν: τον άφησαν επί δύο μήνες με τα χέρια δεμένα, αναγκάζοντάς τον να τρώει σαν ζώο. Και κάθε πρωί, ο τρόμος πως αυτή θα είναι η τελευταία ημέρα του, ξανάρχιζε.
Οι Γιαπωνέζοι τάσσονται αναφανδόν υπέρ της θανατικής ποινής. Οι υποστηρικτές της έφταναν το 80% σε δημοσκόπηση που έγινε το 2005. Πέρυσι, όταν η συντηρητική εφημερίδα «Γιομιούρι Σιμπούν» δημοσίευσε μια σειρά από άρθρα για τη θανατική ποινή, σε μερικά από τα οποία διακρινόταν κάποια συμπάθεια για τους θανατοποινίτες, δέχθηκε τόσο πολλές και τόσο οργισμένες επιστολές από τους αναγνώστες ώστε αισθάνθηκε υποχρεωμένη να δημοσιεύσει μια νέα σειρά από άρθρα, αυτή τη φορά φανερά υπέρ της θανατικής ποινής.
Όμως η υπουργός Δικαιοσύνης του νέου πρωθυπουργού Γιουκίο Χατογιάμα, η δικηγόρος Κέικο Σίμπα, πρόσκειται στη Διεθνή Αμνηστία, τάσσεται υπέρ της κατάργησης της θανατικής ποινής και θέλει να ανοίξει τη συζήτηση για το θέμα. Η πρόσφατη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας και η περίπτωση του Σακάε Μέντα, του πρώτου ανθρώπου που αποφυλακίστηκε από τα κελιά των μελλοθανάτων στην Ιαπωνία, μπορεί να τη βοηθήσει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου