Eάν τα «δεν γνωρίζω» ήταν κόμμα, θα βρίσκονταν τώρα στην τρίτη θέση των προτιμήσεων των ψηφοφόρων, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις. Οπως κάθε φορά όμως, όσο πλησιάζουμε στην ημερομηνία των εκλογών, τα ποσοστά τού «δεν γνωρίζω» θα συμπιέζονται. Το γεγονός είναι αξιοπερίεργο. Αλλωστε, το «δεν γνωρίζω» δεν είναι η μοναδική πολιτική δύναμη που κατέρχεται στις εκλογές χωρίς αρχηγό. Ισως να φταίει ότι άλλα κόμματα προσπαθούν να αντιγράψουν πολλές από τις πολιτικές θέσεις του «δεν γνωρίζω», προκειμένου να προσελκύσουν ψήφους. Για παράδειγμα, όταν ερωτώνται για τις προτεραιότητες του πρώτου προϋπολογισμού που θα κληθούν να συντάξουν, τα κόμματα δεν δίνουν σαφείς απαντήσεις.
Ως εκ τούτου, είναι καλύτερο για τους ψηφοφόρους να παραμείνουν στις τάξεις του «δεν γνωρίζω» μέχρι να λάβουν απαντήσεις από τα κόμματα για τα μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος. Συχνά στο παρελθόν, τα λόγια δεν συνοδεύτηκαν από την απαραίτητη πολιτική βούληση και τον αναγκαίο σχεδιασμό ώστε να γίνουν έργα. Για παράδειγμα, οι πολίτες έχουν ακούσει πολλές φορές για τη μεταρρύθμιση του κράτους. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι το κράτος γίνεται όλο και χειρότερο, ανίκανο να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις και παγιδευμένο στην πολιτική του ρουσφετιού.
Για να αλλάξει αυτή η κουλτούρα χρειάζονται δραστικά μέτρα. Πριν από λίγες ημέρες, δημοσιεύθηκε στον ελληνικό Τύπο έρευνα της εταιρείας Manpower, σύμφωνα με την οποία όσες δουλειές θα δημιουργηθούν στον ιδιωτικό τομέα τους επόμενους μήνες, άλλες τόσες θα χαθούν. Την ίδια στιγμή, όμως, στο Δημόσιο θα ανοίξουν χιλιάδες θέσεις εργασίας επ’ ευκαιρία των εκλογών.
Ως εκ τούτου, είναι καλύτερο για τους ψηφοφόρους να παραμείνουν στις τάξεις του «δεν γνωρίζω» μέχρι να λάβουν απαντήσεις από τα κόμματα για τα μεγάλα ζητήματα που αντιμετωπίζει ο τόπος. Συχνά στο παρελθόν, τα λόγια δεν συνοδεύτηκαν από την απαραίτητη πολιτική βούληση και τον αναγκαίο σχεδιασμό ώστε να γίνουν έργα. Για παράδειγμα, οι πολίτες έχουν ακούσει πολλές φορές για τη μεταρρύθμιση του κράτους. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι το κράτος γίνεται όλο και χειρότερο, ανίκανο να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις και παγιδευμένο στην πολιτική του ρουσφετιού.
Για να αλλάξει αυτή η κουλτούρα χρειάζονται δραστικά μέτρα. Πριν από λίγες ημέρες, δημοσιεύθηκε στον ελληνικό Τύπο έρευνα της εταιρείας Manpower, σύμφωνα με την οποία όσες δουλειές θα δημιουργηθούν στον ιδιωτικό τομέα τους επόμενους μήνες, άλλες τόσες θα χαθούν. Την ίδια στιγμή, όμως, στο Δημόσιο θα ανοίξουν χιλιάδες θέσεις εργασίας επ’ ευκαιρία των εκλογών.
Η πρώτη δραστική μεταρρύθμιση που πρέπει να απαιτήσει λοιπόν ο ψηφοφόρος του «δεν γνωρίζω» είναι να ακούσει με κατηγορηματικό τρόπο από τους βουλευτές που διεκδικούν την ψήφο του ότι, αν εκλεγούν, δεν θα επιτρέψουν σε κανέναν να τους πλησιάσει ζητώντας τους διορισμό στο Δημόσιο. Κάτι τέτοιο αποκλείεται να συμβεί βεβαίως, οπότε θα έπρεπε τουλάχιστον οι πολιτικοί ηγέτες να θεσπίσουν ορισμένους κανόνες. Οι διορισμοί υπαλλήλων στο Δημόσιο οφείλουν να γίνονται με βάση διαφανή αξιοκρατικά κριτήρια, κατόπιν ανοικτών πανελλαδικών διαγωνισμών. Ενα ακόμη βήμα για την επόμενη κυβέρνηση θα ήταν επίσης να ανακοινώσει τη μείωση του αριθμού των μετακλητών υπαλλήλων στον δημόσιο τομέα.
Ενας άλλος τομέας που χρήζει μεταρρύθμισης είναι το σύστημα κατάρτισης του προϋπολογισμού. Η κατανομή κονδυλίων σε συγκεκριμένους κωδικούς λογαριασμών επιδεινώνει το πρόβλημα υπέρβασης δαπανών και αποκλείει την καινοτομία. Τα υπουργεία –αυτές οι νησίδες αναποτελεσματικότητας, διαφθοράς και έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού– πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτα και δημιουργικά και ταυτόχρονα να υποβάλουν διαφανείς εκθέσεις με όλες τις δαπάνες τους. Τα παραπάνω γίνονται ακόμη πιο επιτακτικά σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας.
Η χρηστή διακυβέρνηση εξαρτάται επίσης από τη γνώση και την επίβλεψη. Σήμερα, οι υπουργοί δεν έχουν πληροφορίες για τα αποτελέσματα προηγούμενων μέτρων, ενώ η έλλειψη μελετών επιπτώσεων για ενδεχόμενες νέες πρωτοβουλίες είναι πολύ ανησυχητική. Προκειμένου να αποφευχθούν ο κατακερματισμός και η αλληλεπικάλυψη, τα συναρμόδια υπουργεία θα όφειλαν να έχουν κοινό γραφείο μελέτης επιπτώσεων, το οποίο θα ελέγχει την εφαρμογή πολιτικών και θα εντοπίζει τυχόν προβλήματα. Εξίσου απαραίτητο είναι και ένα συμβουλευτικό γραφείο, το οποίο θα προτείνει λύσεις. Και τα δύο αυτά γραφεία θα πρέπει να στελεχωθούν από άτομα με μεγάλη διοικητική εμπειρία, αλλά και να αναθέτουν ερευνητικά προγράμματα σε εξωτερικά μελετητικά γραφεία και συνεργάτες.
Για να εφαρμοστούν οι παραπάνω προτάσεις χρειάζονται τη στήριξη του πρωθυπουργού. Οπως έχω υποστηρίξει και στο παρελθόν, ο Ελληνας πρωθυπουργός είναι συνταγματικά πανίσχυρος, αλλά θεσμικά αδύναμος. Η θέση του και τα μέσα που διαθέτει δεν του επιτρέπουν να ελέγχει και να κατευθύνει τα υπερμεγέθη υπουργεία. Χρειάζεται λοιπόν ένα πιο αποτελεσματικό πρωθυπουργικό γραφείο, το οποίο θα συντονίζει τις εκθέσεις επιπτώσεων για τις πολιτικές που εφαρμόζονται και θα θέτει τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο πρωθυπουργός πρέπει να ασχολείται και με λεπτομέρειες. Αλλωστε και οι δύο αρχηγοί των μεγάλων κομμάτων δεν φημίζονται για τις ικανότητές τους στο μικρο-μάνατζμεντ. Αντιθέτως, θα πρέπει να υπάρχει μια ξεκάθαρη ιεραρχία από τεχνοκράτες, οι οποίοι θα ενημερώνουν τον πρωθυπουργό για όσα συμβαίνουν στα υπουργεία. Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός έχει το καθήκον να ακούει και να εμπλέκεται ενεργά, διαμορφώνοντας τις βασικές παραμέτρους της κυβερνητικής πολιτικής.
Οι αλλαγές που προανέφερα αφορούν μία μόνο από τις πολλές παραμέτρους της δημόσιας διοίκησης. Αποτελούν όμως βασικά συστατικά της χρηστής διακυβέρνησης ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας και δυστυχώς αγνοούνται. Μάλιστα, οι αλλαγές αυτές θα λάβουν ακόμη πιο κατεπείγοντα χαρακτήρα αν χρειαστεί να σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού.
Το «δεν γνωρίζω» στις δημοσκοπήσεις είναι επί της ουσίας σύμπτωμα της αποτυχίας των κυβερνήσεων να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις. Ενας διορατικός ψηφοφόρος τού «δεν γνωρίζω» οφείλει να παρατηρεί πώς προετοιμάζονται να κυβερνήσουν τα πολιτικά κόμματα και να τα κρίνει αναλόγως. Υπό αυτήν την έννοια, το «δεν γνωρίζω» μπορεί να αποδειχθεί τελικά πολύ χρήσιμο.
Ενας άλλος τομέας που χρήζει μεταρρύθμισης είναι το σύστημα κατάρτισης του προϋπολογισμού. Η κατανομή κονδυλίων σε συγκεκριμένους κωδικούς λογαριασμών επιδεινώνει το πρόβλημα υπέρβασης δαπανών και αποκλείει την καινοτομία. Τα υπουργεία –αυτές οι νησίδες αναποτελεσματικότητας, διαφθοράς και έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού– πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτα και δημιουργικά και ταυτόχρονα να υποβάλουν διαφανείς εκθέσεις με όλες τις δαπάνες τους. Τα παραπάνω γίνονται ακόμη πιο επιτακτικά σε συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας.
Η χρηστή διακυβέρνηση εξαρτάται επίσης από τη γνώση και την επίβλεψη. Σήμερα, οι υπουργοί δεν έχουν πληροφορίες για τα αποτελέσματα προηγούμενων μέτρων, ενώ η έλλειψη μελετών επιπτώσεων για ενδεχόμενες νέες πρωτοβουλίες είναι πολύ ανησυχητική. Προκειμένου να αποφευχθούν ο κατακερματισμός και η αλληλεπικάλυψη, τα συναρμόδια υπουργεία θα όφειλαν να έχουν κοινό γραφείο μελέτης επιπτώσεων, το οποίο θα ελέγχει την εφαρμογή πολιτικών και θα εντοπίζει τυχόν προβλήματα. Εξίσου απαραίτητο είναι και ένα συμβουλευτικό γραφείο, το οποίο θα προτείνει λύσεις. Και τα δύο αυτά γραφεία θα πρέπει να στελεχωθούν από άτομα με μεγάλη διοικητική εμπειρία, αλλά και να αναθέτουν ερευνητικά προγράμματα σε εξωτερικά μελετητικά γραφεία και συνεργάτες.
Για να εφαρμοστούν οι παραπάνω προτάσεις χρειάζονται τη στήριξη του πρωθυπουργού. Οπως έχω υποστηρίξει και στο παρελθόν, ο Ελληνας πρωθυπουργός είναι συνταγματικά πανίσχυρος, αλλά θεσμικά αδύναμος. Η θέση του και τα μέσα που διαθέτει δεν του επιτρέπουν να ελέγχει και να κατευθύνει τα υπερμεγέθη υπουργεία. Χρειάζεται λοιπόν ένα πιο αποτελεσματικό πρωθυπουργικό γραφείο, το οποίο θα συντονίζει τις εκθέσεις επιπτώσεων για τις πολιτικές που εφαρμόζονται και θα θέτει τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο πρωθυπουργός πρέπει να ασχολείται και με λεπτομέρειες. Αλλωστε και οι δύο αρχηγοί των μεγάλων κομμάτων δεν φημίζονται για τις ικανότητές τους στο μικρο-μάνατζμεντ. Αντιθέτως, θα πρέπει να υπάρχει μια ξεκάθαρη ιεραρχία από τεχνοκράτες, οι οποίοι θα ενημερώνουν τον πρωθυπουργό για όσα συμβαίνουν στα υπουργεία. Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός έχει το καθήκον να ακούει και να εμπλέκεται ενεργά, διαμορφώνοντας τις βασικές παραμέτρους της κυβερνητικής πολιτικής.
Οι αλλαγές που προανέφερα αφορούν μία μόνο από τις πολλές παραμέτρους της δημόσιας διοίκησης. Αποτελούν όμως βασικά συστατικά της χρηστής διακυβέρνησης ανεξαρτήτως πολιτικής ιδεολογίας και δυστυχώς αγνοούνται. Μάλιστα, οι αλλαγές αυτές θα λάβουν ακόμη πιο κατεπείγοντα χαρακτήρα αν χρειαστεί να σχηματιστεί κυβέρνηση συνασπισμού.
Το «δεν γνωρίζω» στις δημοσκοπήσεις είναι επί της ουσίας σύμπτωμα της αποτυχίας των κυβερνήσεων να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις. Ενας διορατικός ψηφοφόρος τού «δεν γνωρίζω» οφείλει να παρατηρεί πώς προετοιμάζονται να κυβερνήσουν τα πολιτικά κόμματα και να τα κρίνει αναλόγως. Υπό αυτήν την έννοια, το «δεν γνωρίζω» μπορεί να αποδειχθεί τελικά πολύ χρήσιμο.
*Ο Kevin Featherstone είναι καθηγητής στην έδρα «Ελευθέριος Βενιζέλος» της London School of Economics, όπου διευθύνει το Ελληνικό Παρατηρητήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου