Μια φορά και δυο καιρούς...

Του ΑΝΤΩΝΗ ΣΟΥΡΟΥΝΗ

Κατέβαινα με το λεωφορείο της γραμμής τη Βασιλίσσης Ολγας στη Θεσσαλονίκη και κοιτούσα έξω από το παράθυρο. Ημουν όρθιος, κρατημένος από τη χειρολαβή και καθώς πήγαινα πέρα - δώθε, είχα την ψευδαίσθηση ότι δεν σκαμπανέβαζα εγώ, αλλά οι πολυκατοικίες που ήταν αραδιασμένες στα πεζοδρόμια η μια πλάι στην άλλη, σαν να έπεσαν απ' τον ουρανό και στάθηκαν όρθιες. Οι περισσότερες ήταν γκρίζες, που με τα χρόνια έγιναν ακόμη πιο γκρίζες από τα καυσαέρια που ρουφούσαν μέρα - νύχτα και μοιάζουνε σήμερα με παχιές γερόντισσες. Φαινόταν σαν να μην υπάρχουν άνθρωποι πίσω από τα παράθυρα, όπως δεν υπήρχε και τίποτα βασιλικό μπρος από τα παράθυρα.
Θα πρέπει να ήταν τη δεκαετία του '50 όταν άρχισαν ξαφνικά να φυτρώνουν η μια πλάι στην άλλη, προσπαθώντας να φτάσουν τον ουρανό. Πήγαινα Γυμνάσιο τότε και κατεβαίναμε από τα κάστρα για να τις δούμε και να τις θαυμάσουμε. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ακόμη Ανω και Κάτω Πόλη, υπήρχε μόνο φτώχεια και πλούτος. Υπήρχε Τσιμισκή και Γεντί Κουλέ. Οδό με βασιλικό όνομα δεν έβλεπες πάνω από την Εγνατία, αλλά ούτε και χρειαζόταν να δείξεις λεφτά για να φανούν τα πλούτη σου, αρκούσε να πεις μόνο πού μένεις. Εγώ έλεγα στα κορίτσια «κοντά στον Αγιο Δημήτριο» και ησύχαζα. Μπορεί να μην έλεγα την «καθαρά αλήθεια», όμως ούτε και ψέματα έλεγα, γιατί με πέντε λεπτά τρέξιμο βρισκόμουν από την εκκλησία στο σπίτι μου. Ημασταν σίγουροι ότι στις πολυκατοικίες μένουν μόνο όμορφα κορίτσια, τα σκάρτα μένανε στις αυλές μας. Πού να μένουν άραγε σήμερα; Ξέρω ότι εκείνα από τις αυλές της γειτονιάς μου παντρεύτηκαν κι έκαναν οικογένειες, τα άλλα όμως, εκείνα που κοιτούσαν πρώτα τα ρούχα σου για ν' αποφασίσουν αν θα σου μιλήσουν ή όχι, τι να γίνανε; Να γέρασαν άραγε κι αυτά μαζί με τις γκρίζες πολυκατοικίες;

Συνέχιζα να κοιτώ έξω από το παράθυρο του λεωφορείου και να τραμπαλίζομαι μπρος - πίσω, με τα μάτια μου να ανεβοκατεβαίνουν τους οκτώ ορόφους σαν ασανσέρ. Τίποτε, ψυχή δεν φαινόταν. Ούτε ένα ρούχο κρεμασμένο στο μπαλκόνι, ούτε μια γλάστρα, έτσι, για να καταλαβαίνει ο άλλος ότι εδώ κάποιος μένει. Εκτός και αν τα κρεμάνε από την πίσω μεριά, σκέφτηκα, για να μην τα πιάνουν το δηλητήριο και η μπόχα που αναδίδονται από τον δρόμο. Μόνο κάτω στο ισόγειο έβλεπες κίνηση, αλλά εκεί βρίσκονται μαγαζιά και μπαινοβγαίνουν άνθρωποι, δεν μπαίνουν για να κοιμηθούν, ούτε να μαγειρέψουν, ούτε για να κάνουν έρωτα.
Κάποτε σ' αυτόν τον δρόμο μένανε οι προύχοντες της πόλης σε πανέμορφα σπίτια, με ωραίες αυλές και το τραμ να κουδουνίζει στον δρόμο. Το ότι σώθηκαν μερικές απ' αυτές τις βίλες και τις βλέπεις κάθε τόσο μέσα από το λεωφορείο να φανερώνονται μπροστά σου στολισμένες και ντροπαλές κάνει ακόμα πιο μίζερες τις πολυκατοικίες και ακόμη πιο εμφανές το τότε και το τώρα των ανθρώπων. Μπορεί εμείς την εποχή εκείνη να μέναμε σε φτωχογειτονιές, αλλά οι άνθρωποι νοιάζονταν τα σπίτια τους σαν παιδιά τους. Τα άσπριζαν, τα βάφανε, τα στόλιζαν με λουλούδια και τα βράδια κάθονταν έξω από τις πόρτες για να καλησπερίζουν και να χαριεντίζονται με τους περαστικούς, όχι για να παρακολουθούν βουβοί και μισοκοιμισμένοι την τηλεόραση.
Τώρα οι απόγονοι εκείνων που σήκωσαν στη Βασιλίσσης Ολγας τις πολυκατοικίες χτίζουν κουκλίστικα σπιτάκια στις παλιές μας γειτονιές. Ελάχιστα απ' αυτά κατοικούν οι ίδιοι, οι περισσότεροι τα νοικιάζουν σε φοιτητές που αντέχουν και μπορεί να διασκεδάζουν κιόλας το στρίμωγμα στα μικρά τους δωμάτια. Από τους παλιούς μόνο δυο - τρεις οικογένειες απόμειναν εδώ, οι άλλοι μένουν σε βίλες ή σε διαμερίσματα πέρα μακριά. Μικροί και μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί, άντρες και γυναίκες ανεβοκατεβαίνουν με Ι.Χ. και ποτέ δεν πρόκειται να τους γνωρίσεις για να τους χαιρετήσεις. Ωστόσο, όσο προχωράς μέσα στην οδό Μουσών, οι άνθρωποι αλλάζουν, μιλάνε τη γλώσσα τους όπως εμείς κάποτε τη δική μας, τα σπίτια είναι τα ίδια που μέναμε κι εμείς και οι καλησπέρες τους ίδιες με τις δικές μας. Η ζωή κάπου συνεχίζεται κι όποιος θέλει την ακολουθεί. Οποιος δεν θέλει, κάθεται και περιμένει να τον ακολουθήσει.
ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου