Του ΜΑΝΟΥ ΒΟΥΛΑΡΙΝΟΥ
Η πτώση του ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις δεν πρέπει να εξέπληξε ούτε τα στελέχη του ή τουλάχιστον τα πιο ικανά από αυτά να αντιληφθούν την πραγματικότητα. Tην πραγματικότητα στην οποία η πτώση άργησε κιόλας εξαιτίας της υπόθεσης των παρακολουθήσεων και του δυστυχήματος των Τεμπών αλλά ήταν αδύνατο να αποφευχθεί. Στην πραγματικότητα στην οποία ακόμα και το 9% μοιάζει πολύ για ένα κόμμα που:
Δεν ξέρει κανείς τι θα κάνει μετά τι εκλογές. Ο αρχηγός του έχει ευθέως εκδηλώσει την επιθυμία να στείλει τη Νέα τη Δημοκρατία στην αντιπολίτευση, ο μόνος τρόπος να συμβεί αυτό είναι η συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά πολλά στελέχη θα τσινίσουν σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Ταυτοχρόνως το συμφέρον του κόμματος είναι να μη γίνουν δεύτερες εκλογές που λόγω εκλογικού νόμου θα του στερήσουν αρκετές από τις έδρες των πρώτων. Και όλα αυτά με το επιπλέον μπέρδεμα της πεισματικής απαίτηση να μην είναι πρωθυπουργός ο αρχηγός του μεγάλου κόμματος με το οποίο θα συνεργαστεί (αν συνεργαστεί) το ΠΑΣΟΚ. Τρέχα γύρευε.
Έχει επικεφαλής του έναν άνθρωπο ο δεν δίστασε να πετάξει στα σκυλιά την μοναδική επί αυτά τα χρόνια συντρόφισσά του στις Βρυξέλες παρουσιάζοντας την ως «δούρειο ίππο της ΝΔ» (ακόμα κι αν είναι έτσι το ότι δέκα χρόνια δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα λέει κάτι για τον ίδιο), μιλά πιο ξύλινα κι από τον μακαρίτη σύντροφο Τσοχατζόπουλο και μοιάζει να ζει στη δεκαετία του 1980: τότε που η επίκληση «της δεξιάς» αρκούσε για να συσπειρώσει τους παπαντρεόπληκτους ψηφοφόρους. Στον 21ο αιώνα όμως αυτού του είδους οι διαχωρισμοί σημαίνουν όλο και λιγότερα, η δεξιά δεν τρομάζει κανέναν και οι παπαντρεόπληκτοι ψηφίζουν τη φυσική συνέχεια του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας τους 80 και του αυριανισμού, τον ΣΥΡΙΖΑ.
Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο θέμα προέταξε την παρακολούθηση του αρχηγού του. Ανεξαρτήτως της άποψης που έχει ο καθένας για τη σοβαρότητα του θέματος όλοι καταλαβαίνουν ότι το δράμα του παρακολουθούμενου Ανδρουλάκη δεν συγκινεί ιδιαιτέρως τους ψηφοφόρους.
Σκίζει τα ρούχα του ότι δεν θα συνεργαστεί ποτέ με τους «πρωταγωνιστές της δραχμής» κάνοντας ότι ξεχνάει ότι όταν ο Γιάνης έμπλεκε την Ελλάδα σε περιπέτειες το έκανε ως υπουργός του Αλέκση ο οποίος ουδέποτε έχει αποκλείσει και μάλλον επιζητά τη συνεργασία με τον παλιό του σύντροφο.
Δεν προσθέτει τίποτα απολύτως στην πολιτική. Δεν καλύπτει κανένα κενό που ενδεχομένως να αφήνουν ακάλυπτο η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν έχει στελέχη που να κάνουν κάτι διαφορετικό από το να αραδιάζουν καθωσπρέπει κλισέ. Είναι τόσο φανερή η απουσία λόγου ύπαρξης του κόμματος που είμαι σίγουρος πως αν το ίδιο κόμμα με τα ίδια στελέχη δεν λεγόταν ΠΑΣΟΚ και δεν είχε για σήμα τον πράσινο ήλιο ούτε να ονειρευτεί δεν θα μπορούσε την είσοδο στη Βουλή.
Κουνά το δάχτυλο και εμφανίζεται ως το νέο και σύγχρονο τη ώρα που κάνει ακριβώς ό,τι και οι «κατηγορούμενοι». Ας πούμε στην περίπτωση της στελέχωσης των ψηφοδελτίων. Κατηγορεί τους «γόνους» την ίδια στιγμή που διαφημίζει την υποψηφιότητα του γιου του Λαμπράκη. Κατηγορεί τη συμμετοχή διασήμων, άσχετων με την πολιτική, για κράχτες και κατεβάζει Σαργκάνη και Σκουντή.
Με λίγα λόγια...