Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ
«Θα τους κάνω μια πρόταση που δεν θα μπορέσουν να την αρνηθούν». Η φράση του Βίτο Κορλεόνε, αν και δημιούργημα μυθοπλασίας, έχει περάσει στην Ιστορία.
Δεδομένου του μορφωτικού επιπέδου των κυβερνητικών κύκλων, αυτός που την έριξε στο τραπέζι μπορεί να νόμιζε πως την είπε ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Τσώρτσιλ ή ο Καβάφης, όμως αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι, από τη στιγμή που την έριξε, όλοι έστυψαν τα στιβαρά μυαλά τους για να βρουν ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η πρόταση.
Ηταν οι πρώτες ημέρες μετά την τραγωδία στο Μάτι και αφού η κυβέρνηση είχε ήδη βρει τους υπαίτιους της τραγωδίας, τα ίδια τα θύματα, έψαχνε να βρει κάποια ανταλλάγματα για να εξαγοράσει τον πόνο όσων είχαν επιβιώσει.
Δύσκολο πράγμα η εξαγορά του ανθρώπινου πόνου απέναντι στον θάνατο, ειδικά όταν είναι αδόκητος, φρικτός και επιπλέον ξέρεις ότι θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Ας μη γελιόμαστε. Η δυσκολία της εξαγοράς του θανάτου είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους, παρά τους θριάμβους που έχει καταγάγει ο ορθολογισμός, σε πείσμα της άθεης σοφίας, το θρησκευτικό αίσθημα εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό.
Τούτου δοθέντος, ο οίστρος των προτάσεων που είχε καταλάβει το κυβερνητικό κονκλάβιο συμπυκνώθηκε σε μια απλή πρόταση. Ποια είναι η μόνη πραγματική πίστη του Ελληνα; Αυτή η βαθιά πίστη που οδηγεί τα βήματά του ώς την πύλη του Παραδείσου, τα χρόνια της σύνταξης; Ο διορισμός στο Δημόσιο.
Μεγαλόψυχοι οι κυβερνητικοί ξέχασαν την ενοχή των θυμάτων και των συγγενών τους και αποφάσισαν να τους ανταμείψουν με έναν διορισμό στο Δημόσιο. Λίγο το ’χεις; Εχασα τον πατέρα μου ή τη μάνα μου στη φωτιά, όμως η κόρη μου μπορεί μια μέρα να γίνει ιδιαιτέρα του Φλαμπουράρη ή του Κατρούγκαλου.
Λυπάμαι για τη σαρκαστική διάθεσή μου, αλλά δεν μπορώ να βρω άλλον τρόπο για να παρακάμψω τον θυμό απέναντι στον ευτελισμό της ανθρώπινης ζωής και της ιερότητας του θανάτου.
Θεωρώ δε ακόμη χυδαιότερο το γεγονός ότι...
«Θα τους κάνω μια πρόταση που δεν θα μπορέσουν να την αρνηθούν». Η φράση του Βίτο Κορλεόνε, αν και δημιούργημα μυθοπλασίας, έχει περάσει στην Ιστορία.
Δεδομένου του μορφωτικού επιπέδου των κυβερνητικών κύκλων, αυτός που την έριξε στο τραπέζι μπορεί να νόμιζε πως την είπε ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Τσώρτσιλ ή ο Καβάφης, όμως αυτό δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι, από τη στιγμή που την έριξε, όλοι έστυψαν τα στιβαρά μυαλά τους για να βρουν ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η πρόταση.
Ηταν οι πρώτες ημέρες μετά την τραγωδία στο Μάτι και αφού η κυβέρνηση είχε ήδη βρει τους υπαίτιους της τραγωδίας, τα ίδια τα θύματα, έψαχνε να βρει κάποια ανταλλάγματα για να εξαγοράσει τον πόνο όσων είχαν επιβιώσει.
Δύσκολο πράγμα η εξαγορά του ανθρώπινου πόνου απέναντι στον θάνατο, ειδικά όταν είναι αδόκητος, φρικτός και επιπλέον ξέρεις ότι θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί. Ας μη γελιόμαστε. Η δυσκολία της εξαγοράς του θανάτου είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους, παρά τους θριάμβους που έχει καταγάγει ο ορθολογισμός, σε πείσμα της άθεης σοφίας, το θρησκευτικό αίσθημα εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό.
Τούτου δοθέντος, ο οίστρος των προτάσεων που είχε καταλάβει το κυβερνητικό κονκλάβιο συμπυκνώθηκε σε μια απλή πρόταση. Ποια είναι η μόνη πραγματική πίστη του Ελληνα; Αυτή η βαθιά πίστη που οδηγεί τα βήματά του ώς την πύλη του Παραδείσου, τα χρόνια της σύνταξης; Ο διορισμός στο Δημόσιο.
Μεγαλόψυχοι οι κυβερνητικοί ξέχασαν την ενοχή των θυμάτων και των συγγενών τους και αποφάσισαν να τους ανταμείψουν με έναν διορισμό στο Δημόσιο. Λίγο το ’χεις; Εχασα τον πατέρα μου ή τη μάνα μου στη φωτιά, όμως η κόρη μου μπορεί μια μέρα να γίνει ιδιαιτέρα του Φλαμπουράρη ή του Κατρούγκαλου.
Λυπάμαι για τη σαρκαστική διάθεσή μου, αλλά δεν μπορώ να βρω άλλον τρόπο για να παρακάμψω τον θυμό απέναντι στον ευτελισμό της ανθρώπινης ζωής και της ιερότητας του θανάτου.
Θεωρώ δε ακόμη χυδαιότερο το γεγονός ότι...